Δημοσιεύσεις ετικέτας «ΑΓΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ»

O ζηλωτισμός

ΖΗΛΟΣ είναι ένας όρος Γραφικός με τον οποίον εκφράζεται η θερμότης της ψυχής για κάποιον σκοπόν. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος διακρίνει τρεις καταστάσεις ζηλωτών

Ὁ Παπισμός κατά τούς Ἁγίους Πατέρες

To παρακάτω απόσπασμα αποτελεί το προλογικό σημείωμα του βιβλίου «Ὁ Παπισμός κατά τούς Ἁγίους Πατέρες» των εκδόσεων της Ενωμένης Ρωμηοσύνης το οποίο πρόκειται να κυκλοφορηθεί το προσεχές διάστημα.

Ἅγιος Παίσιος: «Ἐὰν ζούσαμε πατερικά, θὰ εἴχαμε ὅλοι πνευματική ὑγεία, τὴν ὁποία θὰ ζήλευαν καὶ ὅλοι οἱ ἑτερόδοξοι, καὶ θὰ ἄφηναν τὶς ἀρρωστημένες τους πλάνες»

Πολλοί ἅγιοι Μάρτυρες, ὅταν δὲν ἤξεραν τὸ δόγμα, ἔλεγαν: «Πιστεύω ὅ,τι θέσπισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες». Ἄν κάποιος τὸ ἔλεγε αὐτό, μαρτυροῦσε. Δὲν ἤξερε δηλαδή νὰ φέρη ἀποδείξεις στούς διῶκτες γιὰ τὴν πίστη του καὶ νὰ τούς πείση, ἀλλὰ εἶχε ἐμπιστοσύνη στούς Ἁγίους Πατέρες.

Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Ο γερω Αρσένιος ο Γρηγοριάτης

Ἀ­γα­ποῦ­σε καί εὐ­λα­βεῖ­το πά­ρα πο­λύ τήν Πα­να­γί­α, για­τί τόν ἔ­σω­σε ἀ­πό το­ύς Γερ­μα­νο­ύς καί τόν βο­ή­θη­σε πολ­λές φο­ρές. Τήν ἀ­πο­κα­λοῦ­σε «Μαν­νο­ύ­λα» καί ὅ­ταν ἔ­φευ­γε ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι γιά δι­α­κο­νί­α ἔ­ξω, ἔ­παιρ­νε πάν­τα μα­ζί του μία πα­λαιά εἰ­κό­να της. 

Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Ο γερο Αρσένιος ο Αγιοπαυλίτης

Ο γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος ὁ Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν Πορ­τα­ριά Χαλ­κι­δι­κῆς. Ἔ­μει­νε ὀρ­φα­νός καί ἐρ­γα­ζό­ταν ὡς μοῦ­τσος σ᾿ ἕ­να κα­ρά­βι πού κά­ποι­α μέ­ρα ἔ­πια­σε στό Μο­να­στή­ρι. Ρώ­τη­σε ὁ Γέ­ρον­τας τόν κα­πε­τά­νιο: «Δέν μᾶς δί­νεις αὐ­τό τό παι­δί νά μᾶς κου­βα­λά­η τό τα­χυ­δρο­μεῖ­ο κά­θε μέ­ρα;». «Ἅ­μα θέ­λη, ἄς ἔρ­θη». Τόν ρώ­τη­σε ὁ Γέ­ρον­τας, ἄν θέ­λη νά μεί­νη στό Μο­να­στή­ρι, καί δέ­χθη­κε. Ἦ­ταν τό ἔ­τος 1910 τό­τε καί ὁ μι­κρός ἦ­ταν 10 ἐ­τῶν. Ἔ­κτο­τε ἔ­με­ινε στό Μο­να­στή­ρι καί ὅ­ταν ἐ­νη­λι­κι­ώ­θη­κε ἔ­γι­νε μο­να­χός. Ἔ­γι­νε ὁ πο­λυ­τε­χνί­της τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ. Τό μυα­λό του ἔ­κο­βε. Ἦ­ταν εὑ­ρε­σι­τέ­χνης. Ὅ­λες τίς ζη­μι­ές ὁ π. Ἀρ­σέ­νιος τίς ἐ­πι­δι­ώρ­θω­νε. Μέ­χρι τό­τε στό Μο­να­στή­ρι ὑ­πῆρ­χαν δύο κτι­στές σόμ­πες. Αὐ­τός ἀ­πό μό­νος του ἔ­φτια­ξε και­νο­ύρ­γι­ες καί γέ­μι­σε τό Μο­να­στή­ρι μέ σόμ­πες. 

Όσιος Πορφύριος: «Ο Θεός επέτρεψε να κλείσει η Χάλκη γιατί ενώ οι μαθητές εκεί διδασκόντουσαν τους Αγίους Πατέρες εσείς τους στέλνατε στην Δύση»

Όσιος Πορφύριος: «Ο Θεός επέτρεψε να κλείσει η Χάλκη γιατί ενώ οι μαθητές εκεί διδασκόντουσαν τους Αγίους Πατέρες εσείς τους στέλνατε στην Δύση»

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Δι­η­γή­θη­κε ὁ πα­πα–Ἀρ­τέ­μιος, πα­λαι­ός Κων­στα­μο­νί­της: «Κα­τά­γο­μαι ἀ­πό τόν Βό­λο καί στόν κό­σμο ἤ­μουν πο­δο­σφαι­ρι­στής. Μοῦ εἶ­παν τρεῖς γνω­στοί μου ὅ­τι θά πή­γαι­ναν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος νά γί­νουν μο­να­χοί.

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γε­ρω–Ἀρ­τέ­μιος ἀ­πό τό Δι­ο­νυ­σι­ά­τι­κο Κελ­λί τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου τοῦ Ψα­ρᾶ, πλη­σί­ον τῶν Κα­ρυ­ῶν, κα­τή­γε­το ἀ­πό τήν Ἤ­πει­ρο καί ἦρ­θε σέ ἡ­λι­κί­α πέν­τε ἐ­τῶν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ὁ πα­τέ­ρας του χή­ρε­ψε μέ τέσ­σε­ρα παι­διά μι­κρά, δύ­ο ἀ­γό­ρια καί δύ­ο κο­ρί­τσια. Τά ἀ­γό­ρια τά ἔ­φε­ρε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί τά κο­ρί­τσια τά ἔ­βα­λε σέ γυ­ναι­κεῖ­ο Μο­να­στή­ρι στήν Κέρκυρα. Ἔ­γι­νε καί αὐ­τός μο­να­χός σέ Μο­να­στή­ρι τῆς Κέρκυρας καί ἀρ­γό­τε­ρα χει­ρο­το­νή­θη­κε ἱ­ε­ρο­μό­να­χος. Ἤ­θε­λε νά ᾿ρθῆ στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, ἀλ­λά ἔ­μει­νε στό Μο­να­στή­ρι του, γιά νά δῆ μή­πως τά κο­ρί­τσια του ὅ­ταν με­γα­λώ­σουν δέν θε­λή­σουν νά γί­νουν μο­να­χές, γιά νά τίς παν­τρέ­ψη. Ἔ­γι­ναν καί οἱ δύ­ο μο­να­χές ὅ­ταν ἐ­νη­λι­κι­ώ­θη­καν καί μά­λι­στα ἡ μί­α ἔ­γι­νε Ἡ­γου­μέ­νη. Ὁ πα­τέ­ρας τους, ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἰ­ω­αν­νί­κιος, εἶ­χε φή­μη Ἁ­γί­ου καί με­τά τήν κο­ί­μη­σή του συ­νέ­χι­σε νά θαυ­μα­τουρ­γῆ.  

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος ὁ Κα­του­να­κι­ώ­της (Γέ­ρον­τας τοῦ π. Ἰ­λα­ρί­ω­νος τοῦ ξυ­λο­γλύ­πτου), γιά νά κα­τα­πο­νῆ τό σῶ­μα του εἶ­χε ἕ­να δι­κέλ­λι καί γυρ­νοῦ­σε καί ἔ­σκα­βε τά πε­ζού­λια τῶν πα­τέ­ρων. Συ­νε­χῶς ψι­θύ­ρι­ζε τήν εὐ­χή καί κα­τά δι­α­στή­μα­τα φώ­να­ζε πιό δυ­να­τά: «Δό­ξα σοι ὁ Θε­ός». Ἔ­σκα­βε ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα, ἔ­τρω­γε κά­τι –αὐ­τό ἦ­ταν ἡ ἀ­μοι­βή του– καί τό βρά­δυ γύ­ρι­ζε στό Κα­λύ­βι του. 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

      Εἶ­χε τε­λει­ώ­σει κά­πο­τε τό λά­δι του. Ἄ­να­ψε τό­τε τό καν­τή­λι μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τῶν ἁ­γί­ων τοῦ Κελλιοῦ του καί μέ πί­στη καί ἁ­πλό­τη­τα τούς λέ­γει: «Ἅ­γιοί μου, κα­νο­νίστε. Τό λά­δι τε­λεί­ω­σε. Νά οἰ­κο­νο­μή­σε­τε λί­γο λα­δά­κι νά σᾶς ἀ­νά­βω τό καν­τή­λι καί νά τρώ­ω καί ἐ­γώ». Τήν ἄλ­λη μέ­ρα πού ἀ­νέ­βη­κε στίς Κα­ρυ­ές, βρί­σκει σέ κάποιο μα­γα­ζί ἕ­να δο­χεῖ­ο λά­δι γιά τό Κελ­λί του, χω­ρίς νά γρά­φη ποι­ός τό στέλ­νει. Εὐ­χα­ρί­στη­σε τούς Ἁ­γί­ους γιά τήν γρή­γο­ρη βο­ή­θειά τους.