ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

ΚΑ΄. Ὁ μυστηριώδης ἔγκλειστος Ἡρωδίων

Τό δύ­σκο­λο ἔ­τος 1986, πού ἔ­κα­νε βα­ρύ χει­μῶ­να καί με­γά­λες πα­γω­νι­ές, δέν ἐ­ξη­γεῖ­ται ἀν­θρω­πί­νως  πῶς μπό­ρε­σε καί ἄν­τε­ξε. Μά­λι­στα κυ­κλο­φο­ροῦ­σε ξυ­πό­λυ­τος μέ­σα στό Κελ­λί του. Δέν εἶ­χε κρεβ­βά­τι καί ποτέ του δέν ξάπλωνε∙ πάν­τα στε­κό­ταν ὄρ­θιος ἤ ἀ­κουμ­ποῦ­σε λί­γο στήν ἄ­κρη ἑ­νός πάγ­κου πού ἦ­ταν γε­μᾶ­τος πράγ­μα­τα πα­λαι­ά γιά τά σκου­πί­δια

ΚΒ΄. Ἡγούμενος Εὐθύμιος Ζωγραφίτης

Κά­πο­τε πού με­τέ­φε­ρε χόρ­τα μέ τό τρα­κτέρ τόν πῆ­ρε ὁ ὕ­πνος πά­νω στό τι­μό­νι καί  ἔπε­σε μέ τό τρα­κτέρ στό πο­τά­μι. Τότε, τοῦ ξα­ναεμ­φα­νί­σθη­κε ἡ Πα­να­γί­α. Τόν ἔ­σω­σε, χω­ρίς νά πά­θη τί­πο­τε, καί τοῦ εἶ­πε: «Δέν  πρέ­πει νά κά­νης ὑ­περ­βο­λές. Ἄν δέν εἶ­χα ἔρ­θει, τί θά πά­θαι­νες!».

Ε’. Ἀσκητής Γαβριήλ Καρουλιώτης

Κά­ποι­ον νέ­ο πού πέ­ρα­σε ἀ­πό τό Ἀ­σκη­τή­ριό του καί τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά τόν κρα­τή­ση γιά μο­να­χό, ὁ Γέ­ρον­τας ἄν καί ἤ­θε­λε ὑ­πο­τα­κτι­κό τόν ἔ­δι­ω­ξε, για­τί αἰ­σθάν­θη­κε δυ­σω­δί­α. Ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τοῦ τοῦ νέ­ου δι­κα­ί­ω­σε τόν γέ­ρον­τα Γα­βρι­ήλ καί ἀ­πέ­δει­ξε τήν γνη­σι­ό­τη­τα τοῦ χα­ρί­σμα­τός του. Ὁ ἀ­νω­τέ­ρω νέ­ος, ἔ­γι­νε μέν μο­να­χός, ἀλ­λά ὕ­στε­ρα ἀ­πέ­βα­λε τό Σχῆ­μα· ὄ­χι μό­νο παν­τρε­ύ­τη­κε ἀλ­λά ἔ­γι­νε καί μο­να­χο­μά­χος, ἁ­γι­ο­μά­χος καί θε­ο­μά­χος.

ΙΓ’. Γερω–Γεώργιος τοῦ «Φανερωμένου»

Κάποτε, ἐ­νῶ δι­ά­βα­ζε τήν ἀ­κο­λου­θί­α του, κά­τι τόν πα­ρα­κί­νη­σε ἐ­σω­τε­ρι­κά νά πῆ το­ύς χαι­ρε­τι­σμο­ύς τῆς Πα­να­γί­ας. Ἔ­φυ­γε ἀ­πό τό στα­σί­δι καί πῆ­γε μπρο­στά στήν εἰ­κό­να της. Ἐ­νῶ ἔ­λε­γε το­ύς Χαι­ρε­τι­σμο­ύς, ξαφ­νι­κά πέ­φτει ἕ­να τοῦ­βλο με­γά­λο μέ σο­βᾶ, ἀ­κρι­βῶς στό μέ­ρος πού στε­κό­ταν προ­η­γου­μέ­νως.  Ἄν  κα­θό­ταν  ἐ­κεῖ,  θά  τόν  εἶ­χε  σκο­τώ­σει. Ἀλ­λά ἡ Πα­να­γί­α τόν ἔ­σω­σε μ᾿ αὐ­τόν τόν τρό­πο. Πῆ­γε στούς­ γείτονές του, το­ύς Τρυ­γω­νά­δες, καί τό δι­ηγή-θηκε μέ δά­κρυ­α λέ­γον­τας ὅ­τι ἔ­γι­νε θαῦ­μα.

Β. Ἡσυχαστής παπα–Δανιήλ Ἁγιοπετρίτης

Κάποτε ἕ­νας Γέ­ρον­τας ἔ­στει­λε τό κα­λο­γέ­ρι του νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ στόν πα­πα–Δα­νι­ήλ. Τό κα­λο­γέ­ρι πῆ­γε, χτύ­πη­σε τήν πόρ­τα καί εἶ­πε τό «Δι᾿ εὐ­χῶν…», ἀλ­λά δέν πῆ­ρε ἀ­πό­κρι­ση. Κο­ί­τα­ξε τό­τε ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί εἶ­δε τόν πα­πα–Δα­νι­ήλ γο­να­τι­στό κά­τω ἀ­πό τόν πο­λυ­έ­λαι­ο νά προ­σε­ύ­χε­ται καί νά εἶ­ναι μέ­σα σέ φλό­γες.

Ζ’. Ἐρημίτης παπα–Τύχων

Στήν Λει­τουρ­γί­α ἔ­βλε­παν νά ἀλ­λοι­ώ­νε­ται τό πρό­σω­πό του. Τά μά­τια του μέ­σα στό σκο­τά­δι ἦ­ταν πο­λύ φω­τει­νά. Πάν­τα λει­τουρ­γοῦ­σε μέ κα­τά­νυ­ξη καί δά­κρυ­α. Τήν ὥ­ρα τῆς θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τό δι­ά­βα­ζε μέ δά­κρυ­α. Μέ δά­κρυ­α σή­κω­νε τά Ἅ­για καί ἔ­κα­νε τήν Εἴ­σο­δο, ἐ­κτός βέ­βαι­α ἀ­πό τίς ἁρ­πα­γές καί τίς θεῖ­ες ὀ­πτα­σί­ες πού εἶ­χε.

Γ΄. Ἀκτήμων Φιλάρετος Καρουλιώτης

«Ὅ­ταν γε­μί­ζης τό λα­δι­κό, νά πη­γαί­νης μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας, νά τό σταυ­ρώ­νης καί νά τήν πα­ρα­κα­λᾶς νά τό εὐ­λο­γή­ση», τοῦ εἶ­πε. Ἔ­τσι ἔ­κα­νε πάν­τα ὁ π. Χρυ­σό­στο­μος ὅ­ταν ἔ­παιρ­νε λά­δι, καί ὤ τοῦ θαύ­μα­τος! Τό πεν­το­κά­ρι­κο ἔ­φθα­σε καί πε­ρίσ­σε­ψε.»

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

    Εἶ­πε Γέρων: «Ἦρ­θα τό 1936 στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Γνώ­ρι­σα τόν Ὅ­σιο Σι­λουα­νό, τόν π. Σω­φρό­νιο καί τόν πα­πα–Τύχωνα. Τότε δέν ἦ­ταν μό­νο ὁ Σι­λουα­νός, ἀλ­λά ὑ­πῆρ­χαν πολ­λοί Σι­λουα­νοί.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

  Εί­πε Γέρων: «Δυ­στυ­χῶς σή­με­ρα ἔ­χει χα­θῆ ἡ ζε­στα­σιά στήν με­τα­ξύ μας σχέ­ση. Πα­λαιά πή­γαι­νες σ᾿ ἕ­να Μο­να­στή­ρι γιά προ­σκύ­νη­μα· τό πρῶ­το πού σοῦ ἔ­λε­γαν ἦ­ταν νά πᾶς στό Ἀρ­χον­τα­ρί­κι νά σέ κε­ρά­σουν, νά σέ δοῦν, νά σέ ρω­τή­σουν τί κά­νεις. Δέν ἦ­ταν τό­σο τό κέ­ρα­σμα, ἀλ­λά αὐ­τή ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α ἡ ἀ­δελ­φι­κή. Σήμερα πᾶς κά­που καί σοῦ λέ­νε, πή­γαι­νε ἐ­κεῖ πού ἔ­χει πο­τή­ρια καί νε­ρό νά κε­ρα­στῆς. Εὐ­τυ­χῶς δέν εἶ­ναι παν­τοῦ αὐ­τό καί χα­ί­ρο­μαι, ὅ­ταν βλέ­πω νά ἔ­χουν τό πα­λαιό τυ­πι­κό.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

    Έἶ­πε Γέρων: «Πα­λαιά ὑ­πῆρ­χαν πολ­λοί ἐ­νά­ρε­τοι πα­τέ­ρες πού σή­με­ρα ἔ­χουν ἐ­κλε­ί­ψει. Σήμερα ἔρ­χον­ται νέ­οι ἄν­θρω­ποι τῆς σύγ­χρο­νης ἐ­πο­χῆς καί νο­μί­ζουν ὅ­τι ἔ­τσι ἦταν τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, ὅ­πως τό βρί­σκουν. Δέν βλέ­πουν καί πα­ρα­δε­ίγ­μα­τα ἀ­πό μᾶς το­ύς πα­λαι­ο­ύς· ἐ­κεῖ­νο πού βρί­σκει κα­νείς ἀ­κο­λου­θά­ει. Ὅ­μως τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος δέν ἦ­ταν ἔ­τσι πα­λαιά.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

  Έἶ­πε Γέρων: «Σήμερα εἶ­ναι ἡ ἐ­πο­χή τῆς ὑ­πα­κο­ῆς στήν αὐ­το­νο­μί­α. Βλέ­πεις ὅ­τι γέ­μι­σε Κα­λυ­βά­κια ἡ ἔ­ρη­μος. Στόν Πα­ρά­δει­σο ὁ Ἀ­δάμ θέ­λη­σε νά σω­θῆ δί­χως τόν Θεό· καί σή­με­ρα θέ­λου­με νά σω­θοῦ­με χω­ρίς Γέροντα. Ὁ δρό­μος ὅ­μως τῆς κα­λο­γε­ρι­κῆς εἶ­ναι ἕ­νας. Ὑ­πα­κοή. Τό δί­δαγ­μα τῆς ἐ­πο­χῆς μας εἶ­ναι  αὐ­το­νο­μί­α. Ἡ πράξη ὅ­μως λέ­γει ὅ­τι αὐ­τός πού ζῆ αὐ­τό­νο­μα ἤ θά δαι­μο­νι­σθῆ ἤ θά πλα­νη­θῆ».

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Εἶ­πε Γέρων: «Κα­λοί εἶ­ναι καί οἱ νέ­οι. Ὁ κα­θέ­νας τόν νό­μο τόν ξέ­ρει. Ἄς κά­νη κα­λά ὅ­σο ζῆ, για­τί με­τά, τί πε­ρι­μέ­νη ὁ κα­λό­γε­ρος; Νά τόν βο­η­θή­σουν τά μνη­μό­συ­να; Πάν­τως οἱ πα­λαι­οί ζοῦ­σαν ἁπλή ζωή­. Δέν προ­λά­βαι­ναν ἀ­πό τό δι­ά­βα­σμα καί τήν προ­σευ­χή. Ἰ­δι­αί­τε­ρα τήν Σα­ρα­κο­στή. Ὑ­πῆρ­χαν πα­λαιά πολ­λοί ἐ­νά­ρε­τοι».

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (κζ-ρβ). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Εἶ­ναι πο­λύ λυ­πη­ρό τό ὅ­τι  με­ρι­κοί  Ἡ­γού­με­νοι κα­τήν­τη­σαν δι­ευ­θυν­τές ἐρ­γο­στα­σί­ων. Ἔ­χουν ἄγ­χος καί ἀ­γω­νί­α, γιά νά γί­νουν οἱ δου­λει­ές τους. Ἐ­δῶ δέν ἤρ­θα­με γιά τέ­τοι­α πράγ­μα­τα. Ἄς μήν ξε­χνᾶ­με τόν σκο­πό μας. Πῆ­γα καί ἐ­γώ σέ ἕ­να Μο­να­στή­ρι. Εἶ­δα τόν Ἡ­γού­με­νο νά γυ­ρί­ζη μέσ᾿ τό Μο­να­στή­ρι νά δῆ, ἄν γί­νων­ται κα­λά τά δι­α­κο­νή­μα­τα. Ἀν­τί νά κά­νη κομ­πο­σχο­ί­νι στό κελ­λί του γιά τά παι­διά του, χά­νει τόν και­ρό του γιά ἀ­σή­μαν­τα πράγ­μα­τα».

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Εἶ­ναι με­ρι­κοί νέ­οι κα­λό­γε­ροι πού θέ­λουν νά μή δι­οι­κοῦν­ται. Ἀλ­λά κα­λό­γε­ρος πού δέν ὑ­πο­τάσ­σε­ται, δέν εἶ­ναι κα­λό­γε­ρος. Ἐ­γώ ἔ­κα­να σα­ραν­τα­πέν­τε χρό­νια ὑ­πο­τα­κτι­κός καί τό­τε ἤ­μουν ἀ­μέ­ρι­μνος, δι­ό­τι, ὅ,τι καί ἄν μοῦ συ­νέ­βαι­νε, ἔ­λε­γα ”ἔχω Γέ­ρον­τα”. Τώ­ρα, ὅ,τι καί νά συμ­βῆ, ἔ­χω ἐ­γώ τήν εὐ­θύ­νη.

Δ΄. Ἡσυχαστής «Πετράκης»

Φα­ί­νε­ται πώς αὐ­τό τό γε­γο­νός τοῦ συ­νέ­βη τό­τε γιά πρώ­τη φο­ρά, για­τί στήν συ­νέ­χεια ζοῦ­σε πολ­λές τέ­τοι­ες κα­τα­στά­σεις, ὅ­πως ἀ­πε­κά­λυ­ψε στόν γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο. Ἔ­βλε­πε συ­χνά τό Ἄ­κτι­στο Φῶς, εἶ­χε ἀ­ε­ίρ­ρο­α δά­κρυ­α πού συ­νώ­δευ­αν τήν ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή του καί εἶ­χε ξε­πε­ρά­σει τά τυ­πι­κά. 

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Πα­λαιά στά Κοι­νό­βια οἱ κου­ρές τῶν μο­να­χῶν καί τῶν με­γα­λο­σχή­μων γί­νον­ταν σέ πα­ρεκ­κλή­σι. Τώρα τά κά­νουν ὅ­λα στό Κα­θο­λι­κό πα­νη­γυ­ρι­κά. Τότε ἦ­ταν ἁ­πλά. Σοῦ λέ­ει: “Κα­λό­γε­ρος γί­νε­ται. Δέν κά­νου­με γά­μους νά φέ­ρο­υμε καί ὄρ­γα­να”

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Εἶ­πε Γέρων: «Πα­λαιά, ὅ­ταν ἔμ­παι­νες στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἔ­βλε­πες το­ύς πα­τέ­ρες νά στέ­κων­ται ὄρ­θιοι στά στα­σί­δια, σέ ἔ­πια­νε δέ­ος. Ὑ­πῆρ­χαν  πραγ­μα­τι­κοί μο­να­χοί τό­τε. Τώρα ἀ­γα­ποῦ­με τήν  κα­λο­πέ­ρα­ση»

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Οἱ πα­λαι­οί Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες ζοῦ­σαν  φτω­χι­κά. Ἡ φτώ­χεια τους ἦ­ταν ἑκούσια, τήν προ­τι­μοῦ­σαν, ἄν καί μπο­ροῦ­σαν νά βελ­τι­ώ­σουν τήν ζωή τους. Ἔ­σκα­βαν μέ τήν τσά­πα τόν κῆ­πο τους καί ἔ­βα­ζαν μία σει­ρά κου­κιά, μία σει­ρά φα­σό­λια καί περ­νοῦ­σαν. Ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κοί ἀ­σκη­τές.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Πα­λαι­ά οἱ πα­τέ­ρες ξε­κι­νοῦ­σαν τή νύ­χτα μέ τό φα­νά­ρι καί ἔ­φθα­ναν ξη­με­ρώ­μα­τα στήν κο­ρυ­φή τοῦ Ἄ­θω­να. Πή­γαι­ναν ἀ­πό εὐ­λά­βεια νά προ­σκυ­νή­σουν τόν τό­πο πού πά­τη­σαν τά ἄ­χραν­τα πό­δια τῆς Πα­να­γί­ας, ὅ­ταν πα­ρου­σι­ά­στη­κε στόν ἅ­γιο Μά­ξι­μο τόν Καυ­σο­κα­λύ­βη».

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ἔ­λε­γαν οἱ πα­λαι­οί: “Κρά­τα τήν τα­πεί­νω­ση καί ὁ Θε­ός θά εἶ­ναι μα­ζί σου. Ὅ,τι θέ­λεις κά­νε, ὅ­που θέ­λεις πή­γαι­νε, ἂν ἔ­χης πραγ­μα­τι­κή καί εἰ­λι­κρι­νῆ τα­πεί­νω­ση, ὁ Θε­ός θά εἶ­ναι μα­ζί σου­”.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Δι­η­γή­θη­κε Γέ­ρον­τας Κελ­λι­ώ­της: «Πα­λαι­ά ὑ­πῆρ­χε ἀ­γά­πη. Μπο­ρεῖ καμ­μία φο­ρά νά μά­λλω­ναν, ἀλ­λά τήν ἄλ­λη στιγ­μή ἦ­ταν μα­ζί. Μπι­ζερ­νοῦ­σες (κου­ρα­ζό­σουν) νά λές “εὐ­λο­γεῖ­τε”. Ὅ­λους το­ύς χαι­ρε­τοῦ­σαν σκύ­βον­τας τό κε­φά­λι. Δέν ὑ­πῆρ­χε τό­τε ἡ προ­βειά (προ­σποί­η­ση). Ὅ,τι εἶ­χαν νά σοῦ ποῦν, τό ἔ­λε­γαν μπρο­στά σου μέ ἁ­πλό­τη­τα, ὄ­χι ἀ­πό πί­σω.

ΚΓ΄. Γερω–Μητροφάνης Ἁγιοπαυλίτης

Ἔ­βλε­πε συ­χνά τόν δι­ά­βο­λο ὀ­φθαλ­μο­φα­νῶς. Τό κελ­λί του γέ­μι­ζε δα­ί­μο­νες. Ἕ­νας πά­νω στό ρά­φι, ἕ­νας κά­τω ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι… καί ἦ­ταν ὅ­λοι γυ­μνοί. Τό ἀ­νέ­φε­ρε στόν Γέροντα: «Τί ᾿ναι αὐ­τοί, Γέροντα; Ἔ­ξω χι­ο­νί­ζει, αὐ­τοί ὁ­λό­γυ­μνοι. Δέν κρυ­ώ­νουν; Δέν μέ ἀ­φή­νουν σέ ἡ­συ­χί­α».

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

  Εἶ­πε ὁ γε­ρω–Κων­στάν­τιος ἀ­πό τό Κου­τλου­μου­σια­νό Κελ­λί τῶν Ἀρ­χαγ­γέ­λων, ὁ Γέ­ρον­τας τοῦ  π. Ρα­φα­ήλ: «Μέ ὁ­δη­γό τήν Πα­να­γί­α μας ἄς προ­χω­ρᾶ­με μέ­χρι νά πε­θά­νου­με ἐ­δῶ στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Πρίν ἀ­πό μᾶς ἦ­ταν ἄλ­λοι, τώ­ρα ἐ­μεῖς, ἀρ­γό­τε­ρα ἄλ­λοι θά ἔρ­θουν, ἄν μεί­νη κα­λο­γε­ρι­κό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ὅ­σο πά­ει χά­νει τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος τήν ἡ­συ­χί­α του, τήν εὐ­λά­βεια πρός τά πα­λαι­ά, σέ ὅ,τι βρή­κα­με. Νέ­α παι­διά, νέ­ο πνεῦ­μα κομ­μέ­νο ἀ­πό τήν πα­ρά­δο­ση».

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

     Ο γε­ρω Ἀ­θα­νά­σιος, ἀ­πό τό Κελ­λί τοῦ Ἁ­γί­ου Κλή­μεν­τος, γνώ­ρι­σε πα­λαι­ά στά Καυ­σο­κα­λύ­βια ἀ­σκη­τές πού περ­νοῦ­σαν ὅ­λη τήν ἑ­βδο­μά­δα μέ ἐ­νά­τη, χω­ρίς λά­δι· μό­νον τό Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο κα­τέ­λυ­αν.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

   Εἶ­πε Γέρων: «Οἱ πα­λαι­οί πα­τέ­ρες ἐ­δῶ στήν Σκή­τη Ξε­νο­φῶν­τος, ἐ­πει­δή ἦ­ταν πρῶ­τα στό Ρωσ­σι­κό, εἶ­χαν αὐ­στη­ρή κοι­νο­βια­κή γραμ­μή. Γιά νά πᾶς στόν γε­ί­το­να νά ζη­τή­σης ἕ­να ἐρ­γα­λεῖ­ο, ἔ­πρε­πε νά φο­ρᾶς κοντό καί τά μαλ­λιά νά τἄ­χης μα­ζε­μέ­να μέ­σα στό σκοῦ­φο.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Πα­λαι­ά στά Καυ­σο­κα­λύ­βια ὑ­πῆρ­χαν Γέ­ρον­τες εὐ­λα­βεῖς, ἐ­νά­ρε­τοι καί ἀ­γω­νι­στές. Ἔ­κα­ναν στό Κυ­ρια­κό μέ­χρι ἑ­ξῆν­τα ἀ­γρυ­πνί­ες ὁ­λο­νύ­κτι­ες τόν χρό­νο. Γε­ρον­τά­κια ὑ­πε­ρή­λι­κες ἔρ­χον­ταν μέ δυ­σκο­λί­α λό­γῳ γή­ρα­τος καί ἀ­σθε­νεί­ας, καί πε­ρί­με­ναν στό Κυ­ρια­κό μι­σή ὥ­ρα, μέ­χρι νά χτυ­πή­ση ἡ καμ­πά­να. Τη­ροῦ­σαν ἀ­λου­σί­α καί εὐ­ω­δί­α­ζαν. Με­τά τήν κοί­μη­σή τους, κα­τά τήν ἀ­να­κο­μι­δή, οἱ κά­ρες τους ἦ­ταν κα­τα­κί­τρι­νες

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Πα­λαιά, θυ­μᾶ­μαι, πή­γαι­νε κά­ποι­ος σ᾿ ἕ­να μο­να­στή­ρι, σ᾿ ἕ­να Κελ­λί, δο­κί­μα­ζε καί ἔ­με­νε, δέν ἔ­φευ­γε· κα­θό­ταν μέ­χρι τέ­λος. Βέβαια περ­νοῦ­σαν πει­ρα­σμο­ύς, ἀλ­λά ἔ­κα­ναν ὑ­πο­μο­νή. Σήμερα μέ τόν πα­ρα­μι­κρό πει­ρα­σμό φε­ύ­γουν. Ὕ­στε­ρα πα­ίρ­νουν ἕ­να ἐ­ρει­πω­μέ­νο Κελ­λί, γυ­ρί­ζουν στόν κό­σμο καί μα­ζε­ύ­ουν λε­φτά, τό φτει­ά­χνουν καί κά­νουν τήν ζωή τους. Αὐ­τό ὅ­μως δέν εἶ­ναι κα­λο­γε­ρι­κή.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ἡ ἀ­πο­μά­κρυν­ση τοῦ μο­να­χοῦ ἀ­πό τόν κό­σμο καί ὁ πε­ρι­ο­ρι­σμός του στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος εἶ­ναι ἕ­να σι­ω­πη­λό κή­ρυγ­μα γιά τόν κό­σμο. Καί νά θέ­λη ὁ μο­να­χός νά τό κρύ­ψη, νά κλε­ί­ση τό στό­μα του μέ κα­λά­ϊ, αὐ­τό δι­δά­σκει σι­ω­πη­λά. Σκέ­φτον­ται ὅ­τι ὁ μο­να­χός ἄ­φη­σε τά πάν­τα καί πῆ­γε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί ὅτι  γιά νά μέ­νη τό­σα χρό­νια σημαίνει ὅτι κά­τι βρῆ­κε.

ΙΒ΄. Γερω–Ἀρσένιος Σιμωνοπετρίτης

Ὁ Γέροντας τοῦ συ­νέ­στη­σε νά δι­α­βά­ση τόν Ἀβ­βᾶ Ἰ­σα­άκ. Τόν δι­ά­βα­ζε καί ἡ ἄ­σκη­σή του ἀ­πέ­κτη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ζῆ­λο. Ἔ­κα­νε με­τά­νοι­ες καί ὁ­λο­νύ­κτια προ­σευ­χή. Γιά νά μπο­ρῆ νά κρα­τι­έ­ται ὄρ­θιος ἔ­κα­νε κρε­μα­στῆ­ρες ἀ­πό τήν ὀ­ρο­φή τοῦ κελ­λιοῦ ἤ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τό κοι­νῶς λε­γό­με­νον «ἀκουμπιστήρι». Στό κε­φά­λι του ἀ­πό τίς πολ­λές με­τά­νοι­ες ἔ­κα­νε κα­ρο­ύ­μπα­λο.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

»Ὁ κα­θέ­νας εἶ­χε μί­α πε­τσέ­τα μέ τήν ὁ­ποί­α σκού­πι­ζε τό κου­τα­λο­πή­ρου­νό του. Τά τύ­λι­γε μέ­σα καί τά ἔ­βα­ζε κά­τω ἀπ᾿ τό τρα­πέ­ζι. Δέν εἶ­χε τό­τε χαρ­το­πε­τσέ­τες καί πλυ­σί­μα­τα. Οἱ πα­τέ­ρες εἶ­χαν πολ­λή ἀ­κτη­μο­σύ­νη. Με­ρι­κοί ἔ­κα­ναν ροῦ­χα ἀ­πό τσου­βά­λια. Κάποιοι πλέ­νον­ταν κά­θε δύ­ο–τρεῖς μῆ­νες, ἄλ­λοι ἀ­ραι­ό­τε­ρα, ἄλ­λοι πο­τέ. Γιά ἄ­σκη­ση δέν εἴχα­με σόμ­πες στά κελ­λιά. Μό­νο στό νο­σο­κο­μεῖ­ο εἶ­χαν μί­α σόμ­πα καί ἕ­να μαγ­κά­λι στήν Λι­τή. Ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου Παύ­λου ἔ­βα­λαν σόμ­πες στά κελ­λιά τους οἱ πα­τέ­ρες.

Ι’. Παπα–Μεθόδιος Καρυώτης

Τε­λι­κά βρῆ­κε καί τόν τε­νε­κέ μέ τίς λί­ρες. Στε­νο­χω­ρέ­θη­κε, τοῦ ἔδωσε μί­α κλω­τσιά καί γέ­μι­σε ὁ τό­πος λί­ρες. «Πώ, πώ», ἔ­λε­γε, «δι­ά­βο­λος. Γι᾿  αὐ­τό ἔ­κα­ψε τό σπί­τι. Ὅ­ποι­ος θέ­λει ἄς πά­ρη. Ἐ­γώ δέν παίρ­νω τί­πο­τε». Πῆ­ραν ἀ­πό αὐ­τές τίς λί­ρες δύ­ο πα­τέ­ρες οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­πει­τα ἀρ­ρώ­στη­σαν καί τα­λαι­πω­ρή­θη­καν πο­λύ.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

»Πα­λαιά στοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου εἶ­χαν τήν τά­ξη, ἄν ἐρ­χό­ταν τό κα­λο­κα­ί­ρι κα­νέ­νας ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος καί τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος ἀ­πό τήν ζέ­στη, νά τοῦ πλένουν τά πό­δια. Ὁ Ἀρ­χον­τά­ρης εἶ­χε αὐ­τό τό δι­α­κό­νη­μα. Τώρα χά­θη­κε αὐ­τή ἡ τά­ξη, ἡ κα­λο­γε­ρι­κή».

ΙΑ’. Νηπτικός Αὐξέντιος Γρηγοριάτης

«Ἔ­λαμ­πε τό­σο τό πρό­σω­πό του», δι­η­γεῖ­ται ὁ λει­τουρ­γός, «πού ὅ­ταν τόν  κοί­τα­ξα, ζα­λί­στη­κα καί πα­ρά λί­γο νά πέ­σω κά­τω. Ἔ­βα­λα τό χέ­ρι μου καί σκέ­πα­σα τά μά­τια μου για­τί δέν ἄν­τε­χα τό δυ­να­τό φῶς. Ἔ­λαμ­πε ὁ­λό­κλη­ρος». Ὅ­ταν σέ λί­γο ὑ­πε­στά­λη τό ἄ­κτι­στον φῶς καί συ­νῆλ­θε ὁ ἔκ­πλη­κτος ἱ­ε­ρέ­ας, τό­τε τόν κοι­νώ­νη­σε. 

Σελίδες