Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

   Εἶ­πε ὁ γε­ρω Πα­ΐ­σιος: «Ἀ­πό πολ­λά ση­με­ρι­νά Κοι­νό­βια χά­θη­κε τό πνεῦ­μα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί τῆς ἀρ­χον­τιᾶς πού ὑ­πῆρ­χε κά­πο­τε. Τό­τε ὁ μο­να­χός στό δι­α­κό­νη­μά του ἦ­ταν ἀ­φέν­της, χω­ρίς φυ­σι­κά νά κά­νη πα­ρα­κο­ή. Μπο­ροῦ­σε, ὅ­πο­τε ἤ­θε­λε νά δου­λεύ­η, ὅ­πο­τε αἰ­σθα­νό­ταν τήν ἀ­νάγ­κη νά προ­σεύ­χε­ται. Ὁ μάγ­κι­πας, ἄς ὑ­πο­θέ­σου­με, ὅ­ταν δέν μπο­ροῦ­σε γιά τόν ἄλ­φα ἤ τόν βῆ­τα λό­γο νά κά­νη πνευ­μα­τι­κή ἐρ­γα­σί­α, πή­γαι­νε ἀ­κό­μα καί τή νύ­χτα καί προ­ε­τοί­μα­ζε (κο­σκί­νι­ζε) τό ἀ­λεύ­ρι καί κο­σκί­νι­ζε καί τόν δι­ά­βο­λο. Ἐνῶ σή­με­ρα σέ πολ­λά Κοι­νό­βια ὅ­λα γί­νον­ται μέ ἕ­να σύ­στη­μα στρα­τι­ω­τι­κό, ὅ­που δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­να­πτυ­χθῆ κα­νο­νι­κά ὁ μο­να­χός. Μοιά­ζουν με­ρι­κά Μο­να­στή­ρια σάν οἰ­κο­τρο­φεῖ­α. Τό­τε ὑ­πῆρ­χε ἡ ἀν­τί­λη­ψη ὁ κά­θε μο­να­χός νά ἀ­να­παύ­η τόν ἀ­δελ­φό του».

*

     Δι­η­γή­θη­κε Γέ­ρον­τας Κελ­λι­ώ­της: «Πα­λαι­ά ὑ­πῆρ­χε ἀ­γά­πη. Μπο­ρεῖ καμ­μία φο­ρά νά μά­λλω­ναν, ἀλ­λά τήν ἄλ­λη στιγ­μή ἦ­ταν μα­ζί. Μπι­ζερ­νοῦ­σες (κου­ρα­ζό­σουν) νά λές “εὐ­λο­γεῖ­τε”. Ὅ­λους το­ύς χαι­ρε­τοῦ­σαν σκύ­βον­τας τό κε­φά­λι. Δέν ὑ­πῆρ­χε τό­τε ἡ προ­βειά (προ­σποί­η­ση). Ὅ,τι εἶ­χαν νά σοῦ ποῦν, τό ἔ­λε­γαν μπρο­στά σου μέ ἁ­πλό­τη­τα, ὄ­χι ἀ­πό πί­σω. Ὅ­λοι τό­τε κο­πί­α­ζαν, ἐρ­γά­ζον­ταν. Σή­με­ρα δέν  βγαί­νουν ἔ­ξω ἀπ᾿ τό Κελ­λί, τά θέ­λουν ὅ­λα ἕ­τοι­μα. Ὅ­ταν κά­ποι­ος πέ­θαι­νε σ᾿ ἕ­να Κελ­λί, τό Μο­να­στή­ρι σφρά­γι­ζε τό Κελ­λί καί με­τά ἀ­πό σα­ράν­τα μέ­ρες τό ἄ­νοι­γαν. Σή­με­ρα πᾶ­νε, χά­θη­καν αὐ­τά τά πράγ­μα­τα».

*

     Δι­η­γή­θη­κε Γέ­ρων: «Τό­τε πού ἦρ­θα στό Μο­να­στή­ρι γιά κα­λό­γε­ρος ἤ­μα­σταν ἑ­κα­τό μο­να­χοί. Σέ ἔ­δι­ω­χναν γιά τό τί­πο­τε. Λί­γο ὑ­πα­κο­ή νά μήν ἔ­κα­νες, τήν ἄλ­λη μέ­ρα σέ εἰ­δο­ποι­οῦ­σαν μέ τόν κλη­τῆ­ρα στό Ἀρ­χον­τα­ρί­κι νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψης τό Μο­να­στή­ρι.

»Ὁ Γέ­ρον­τάς μου ”ζῶ­ο” μέ ἀ­νέ­βα­ζε, ”κτῆ­νος” μέ κα­τέ­βα­ζε μπρο­στά στούς ἄλ­λους. Μέ ἔ­κα­νε σκου­πί­δι, ἀλ­λά ἦ­ταν πα­τέ­ρας. Μέ ἀ­γα­ποῦ­σε μέ τήν καρ­διά του καί ὄ­χι μέ τά χεί­λη. Ἴ­σως τό ἔ­κα­νε ἐ­πί­τη­δες,  γιά νά μέ ὠ­φε­λή­ση. Ἴ­σως καί ἐ­πει­δή ἄν­τε­χα, ἐ­πει­δή ἤ­μουν συ­νη­θι­σμέ­νος ἀ­πό τίς κα­κου­χί­ες τῆς ζω­ῆς μας στόν κό­σμο. Πε­ρά­σα­με δύ­σκο­λα χρό­νια».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα