Δημοσιεύσεις ετικέτας «ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΊΤΙΚΗ ΠΑΡΆΔΟΣΗ»

ΙΒ΄. Γερω–Ἀρσένιος Σιμωνοπετρίτης

Ὁ Γέροντας τοῦ συ­νέ­στη­σε νά δι­α­βά­ση τόν Ἀβ­βᾶ Ἰ­σα­άκ. Τόν δι­ά­βα­ζε καί ἡ ἄ­σκη­σή του ἀ­πέ­κτη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ζῆ­λο. Ἔ­κα­νε με­τά­νοι­ες καί ὁ­λο­νύ­κτια προ­σευ­χή. Γιά νά μπο­ρῆ νά κρα­τι­έ­ται ὄρ­θιος ἔ­κα­νε κρε­μα­στῆ­ρες ἀ­πό τήν ὀ­ρο­φή τοῦ κελ­λιοῦ ἤ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τό κοι­νῶς λε­γό­με­νον «ἀκουμπιστήρι». Στό κε­φά­λι του ἀ­πό τίς πολ­λές με­τά­νοι­ες ἔ­κα­νε κα­ρο­ύ­μπα­λο.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

»Ὁ κα­θέ­νας εἶ­χε μί­α πε­τσέ­τα μέ τήν ὁ­ποί­α σκού­πι­ζε τό κου­τα­λο­πή­ρου­νό του. Τά τύ­λι­γε μέ­σα καί τά ἔ­βα­ζε κά­τω ἀπ᾿ τό τρα­πέ­ζι. Δέν εἶ­χε τό­τε χαρ­το­πε­τσέ­τες καί πλυ­σί­μα­τα. Οἱ πα­τέ­ρες εἶ­χαν πολ­λή ἀ­κτη­μο­σύ­νη. Με­ρι­κοί ἔ­κα­ναν ροῦ­χα ἀ­πό τσου­βά­λια. Κάποιοι πλέ­νον­ταν κά­θε δύ­ο–τρεῖς μῆ­νες, ἄλ­λοι ἀ­ραι­ό­τε­ρα, ἄλ­λοι πο­τέ. Γιά ἄ­σκη­ση δέν εἴχα­με σόμ­πες στά κελ­λιά. Μό­νο στό νο­σο­κο­μεῖ­ο εἶ­χαν μί­α σόμ­πα καί ἕ­να μαγ­κά­λι στήν Λι­τή. Ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου Παύ­λου ἔ­βα­λαν σόμ­πες στά κελ­λιά τους οἱ πα­τέ­ρες.

Ι’. Παπα–Μεθόδιος Καρυώτης

Τε­λι­κά βρῆ­κε καί τόν τε­νε­κέ μέ τίς λί­ρες. Στε­νο­χω­ρέ­θη­κε, τοῦ ἔδωσε μί­α κλω­τσιά καί γέ­μι­σε ὁ τό­πος λί­ρες. «Πώ, πώ», ἔ­λε­γε, «δι­ά­βο­λος. Γι᾿  αὐ­τό ἔ­κα­ψε τό σπί­τι. Ὅ­ποι­ος θέ­λει ἄς πά­ρη. Ἐ­γώ δέν παίρ­νω τί­πο­τε». Πῆ­ραν ἀ­πό αὐ­τές τίς λί­ρες δύ­ο πα­τέ­ρες οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­πει­τα ἀρ­ρώ­στη­σαν καί τα­λαι­πω­ρή­θη­καν πο­λύ.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

»Πα­λαιά στοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου εἶ­χαν τήν τά­ξη, ἄν ἐρ­χό­ταν τό κα­λο­κα­ί­ρι κα­νέ­νας ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος καί τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος ἀ­πό τήν ζέ­στη, νά τοῦ πλένουν τά πό­δια. Ὁ Ἀρ­χον­τά­ρης εἶ­χε αὐ­τό τό δι­α­κό­νη­μα. Τώρα χά­θη­κε αὐ­τή ἡ τά­ξη, ἡ κα­λο­γε­ρι­κή».

ΙΑ’. Νηπτικός Αὐξέντιος Γρηγοριάτης

«Ἔ­λαμ­πε τό­σο τό πρό­σω­πό του», δι­η­γεῖ­ται ὁ λει­τουρ­γός, «πού ὅ­ταν τόν  κοί­τα­ξα, ζα­λί­στη­κα καί πα­ρά λί­γο νά πέ­σω κά­τω. Ἔ­βα­λα τό χέ­ρι μου καί σκέ­πα­σα τά μά­τια μου για­τί δέν ἄν­τε­χα τό δυ­να­τό φῶς. Ἔ­λαμ­πε ὁ­λό­κλη­ρος». Ὅ­ταν σέ λί­γο ὑ­πε­στά­λη τό ἄ­κτι­στον φῶς καί συ­νῆλ­θε ὁ ἔκ­πλη­κτος ἱ­ε­ρέ­ας, τό­τε τόν κοι­νώ­νη­σε. 

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

»Τόν θε­σμό τοῦ Γέροντος τόν εὐ­λα­βοῦν­το πο­λύ, ἐ­νῶ στήν ἡ­λι­κί­α θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι καί ἐγ­γό­νι τους ὁ Ἡ­γο­ύ­με­νος. Ἐ­νῶ εἶ­χαν μι­σόν αἰ­ῶ­να καί πε­ρισ­σό­τε­ρο στήν κα­λο­γε­ρι­κή φέ­ρον­ταν στόν Γέροντα σάν νέ­α κα­λο­γε­ρά­κια.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Τότε στό Μο­να­στή­ρι μας οὔ­τε γλυ­κά εἴ­χα­με οὔ­τε τυ­λι­χτά, οὔτε φα­νέλ­λες κα­λο­και­ρι­νές, οὔτε κάλ­τσες κα­λο­και­ρι­νές. Τό μό­νο γλυ­κό στό Ἀρ­χον­τα­ρί­κι ἦ­ταν τό νε­ράν­τζι ἀ­πό τή νε­ραν­τζιά τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ. Ἐ­πί­σης ἔ­κα­ναν καί κυ­δώ­νι πελ­τέ. Ὁ Ἀρ­χον­τά­ρης ἐ­μᾶς τούς νέ­ους, ἄν τοῦ ζη­τού­σα­με, μᾶς ἔ­δι­νε λί­γο. Ἄν ὅμως ἦταν Ἀρχοντάρης ὁ γερω Μητρο­φά­νης καί τοῦ ζη­τού­σα­με, ἔ­λε­γε μέ ἀ­πο­ρί­α: “Κύ­ρι­ε ἐ­λέ­η­σον! Κα­λό­γε­ρος καί γλυ­κό;”.

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (τπδ-τκς). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Νά ἔ­χου­με στα­θε­ρό­τη­τα στόν ἀ­γῶ­να μας. Νά μήν εἴ­μα­στε σάν τόν χε­ί­μαρ­ρο, πού κα­τε­βά­ζει μία φο­ρά τό νε­ρό καί με­τά ξη­ρα­ί­νε­ται· ἔτσι δέν βρί­σκει ἕ­νας δι­α­βά­της νά πι­ῆ λί­γο νε­ρό».

Οι πειρατές σεβάστηκαν την αρετή

Το Κελλί Γιαννακόπουλα, πέρα από την σπη­λιά του αγίου Αθανασίου, πήρε το όνομα από την λέξη Γυναικόπαιδα τα οποία έβγα­λαν από το Όρος και τα έστειλαν στην Πελοπόν­νησο μετά την έλευση της Παναγίας στο Άγιον Όρος.

ς΄. Καβιώτης Κώστας, διά Χριστόν σαλός

Ολοι οἱ Κα­ρυ­ῶ­τες γνώ­ρι­ζαν τόν γε­ρω–Κώστα καί τοῦ ἔ­δει­χναν ἀ­γά­πη καί συμ­πά­θεια. Τόν ἔ­βλε­παν νά πε­ρι­φέ­ρε­ται στίς Κα­ρυ­ές, νά λει­τουρ­γῆ­ται τα­κτι­κά στό Πρω­τᾶ­το, νά κά­νη τίς τρέλ­λες του, καί ὅ­λοι ἦ­ταν σέ ἀ­πο­ρί­α.

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (τοζ-τπγ). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ἕ­να νέ­ο μέ σο­βα­ρά ψυ­χο­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τα τόν ἔ­φε­ρε στόν Γέροντα ἕ­νας φί­λος του, γιά νά τόν βο­η­θή­ση. Τόν ρώ­τη­σε ὁ Γέροντας: «Θυ­μᾶ­σαι ποι­ός λο­γι­σμός σέ τρέ­λα­νε;». Ἐ­κεῖ­νος δέν θυ­μό­ταν καί ὁ Γέροντας τοῦ εἶ­πε ἀ­κρι­βῶς τί λο­γι­σμό εἶ­χε πρίν νά ἀρ­ρω­στή­ση. Ἐ­ξέ­φρα­σε ὁ Γέροντας μία με­γά­λη ἀ­λή­θεια. Ὅ­τι δη­λα­δή οἱ λο­γι­σμοί οἱ ἐμ­πα­θεῖς ὄ­χι μό­νο μᾶς τρελ­λα­ί­νουν, ἀλ­λά καί μᾶς κο­λά­ζουν, ὅ­πως λέ­νε καί οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες: «Εἷς λο­γι­σμός σώ­ζει καί εἷς λο­γι­σμός ἀ­πολ­λύ­ει».

ΙΔ’. Γερω–Δαυΐδ Διονυσιάτης (και Ηχητικό)

Ἀλ­λ᾿ αὐ­τός δέν φο­βό­ταν τόν δι­ά­βο­λο. Εἶ­χε συ­νη­θί­σει μέ τά πει­ράγ­μα­τά του, για­τί συ­χνά πά­λευ­αν σῶ­μα μέ σῶ­μα. Τά ὅ­πλα του ἦ­ταν τό ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ καί ἡ ἐ­πί­κλη­ση τῆς Πα­να­γί­ας, τά ὁ­ποῖ­α ἔ­κα­ναν νά ἐ­ξα­φα­νι­σθῆ ὁ δι­ά­βο­λος. Κάποτε πού τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­κε σάν δρά­κον­τας, χω­ρίς νά τόν φο­βη­θῆ κα­θό­λου ὁ Δῆ­μος, τόν ἔ­πια­σε ἀ­πό τήν οὐ­ρά καί τόν πέ­τα­ξε μα­κρυά.

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (τξς-τος). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Προ­σκυ­νη­τές με­τέ­φε­ραν στόν Γέροντα τά σχό­λια τῶν ἐ­φη­με­ρί­δων γιά τήν πτώ­ση κλη­ρι­κοῦ. Ἄκου­σε μέ προ­σο­χή, χω­ρίς νά τα­ρα­χθῆ καί νά πα­ρα­συρ­θῆ, καί μέ ἠ­ρε­μί­α καί τα­πε­ί­νω­ση ἀ­πάν­τη­σε: «Ἐ­γώ δέν ξέ­ρω τί ἀ­κρι­βῶς συ­νέ­βη, ἀλ­λά, ἄν ἔ­γι­ναν ὅ­πως μοῦ τά εἴ­πα­τε, φα­ί­νε­ται πώς ὁ Θε­ός λυ­πή­θη­κε τόν ἄν­θρω­πο αὐ­τόν, ἐ­πει­δή ἴσως εἶ­χε με­γά­λο ἐ­γω­ϊ­σμό, καί ἐ­πέ­τρε­ψε τήν πτώ­ση αὐ­τή μέ σκο­πό νά με­τα­νο­ή­ση καί νά σω­θῆ».

IZ΄. Ἡγούμενος Ἀνδρέας Ἁγιοπαυλίτης

«Ὁ  Με­νά­γιας ἦ­ταν προ­σω­πι­κός φί­λος τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος τοῦ εἶ­χε χα­ρί­σει μία φω­το­γρα­φί­α του καί ἕ­να κομ­πο­σχο­ί­νι. Τό­τε ἐ­κεῖ στόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο με­ρι­κοί ἀμ­φι­σβη­τοῦ­σαν τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου. Ὁ Με­νά­γιας γιά νά τούς ἀ­πο­δεί­ξη ὅ­τι εἶ­ναι Ἅ­γιος ὁ Πεν­τα­πό­λε­ως Νε­κτά­ριος, πῆ­ρε μία λε­κά­νη, ἔ­βα­λε ἀ­λεύ­ρι καί νε­ρό, τά ἀ­να­κά­τε­ψε, ἀ­πό πά­νω ἔ­βα­λε τό κομ­πο­σχο­ί­νι τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου καί ἀ­πό μό­νο του χω­ρίς προ­ζύ­μι φού­σκω­σε».

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (τνς-τξε). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Οἱ ἁ­πλοί ἄν­θρω­ποι πα­λαι­ό­τε­ρα μέ τήν ἁ­πλό­τη­τά τους κα­τέ­λη­γαν στήν γνώ­ση. Ἐ­νῶ σή­με­ρα μορ­φώ­νον­ται καί αὐ­τή τήν γνώ­ση τους τήν χρη­σι­μο­ποι­οῦν ἐ­κεῖ πού δέν ἁρ­μό­ζει. Βάζουν τήν λο­γι­κή ἐ­κεῖ πού δέν μπα­ί­νει, δέν βγα­ί­νει ἄ­κρη τε­λι­κά καί ἔ­τσι στό τέ­λος πέ­φτουν στήν πιό με­γά­λη ἄ­γνοι­α καί  πλά­νη».

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (τμζ-τνε). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Ὅ­ταν ὁ Θε­ός θέ­λη νά ἑλ­κύ­ση κά­ποι­ον κοντά Του, τοῦ δί­νει μία σο­κο­λά­τα, γιά νά τόν γλυ­κά­νη. Τότε ἡ ψυ­χή τρελ­λα­ί­νε­ται ἀ­πό τήν χα­ρά της καί πά­ει κοντά στόν Θεό. Μόλις ὁ Θε­ός τήν δέ­σει μα­ζί Του μέ­σῳ τοῦ ἁ­γί­ου φό­βου Του, τό­τε γιά πο­λύ και­ρό δέν τῆς δί­νει καμ­μία ἄλ­λη πα­ρη­γο­ριά. Ὅ­μως ὅλο αὐ­τό τό δι­ά­στη­μα ὁ Θε­ός ἑ­τοι­μά­ζει γιά τήν ψυ­χή ἐ­κε­ί­νη ὁ­λό­κλη­ρο ζα­χα­ρο­πλα­στεῖ­ο».

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (τλς-τμς). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Ὁ ἅ­γιος Χρυ­σό­στο­μος, ὅ­ταν κοι­μό­ταν, ἄ­να­βε ἕ­να κε­ρί καί τό ἔ­βα­ζε πά­νω σέ μία λα­μα­ρί­να. Κάρφωνε ἕ­να καρφί στό κε­ρί, ἀφοῦ κα­νό­νι­ζε πό­ση ὥ­ρα θά κά­νει νά φθά­ση ἡ φλό­γα στό καρφί. Με­τά ἔ­πε­φτε τό κα­ρφί στήν λα­μα­ρί­να καί ἀ­πό τό θό­ρυ­βο ξυ­πνοῦ­σε».

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (τκς-τλε). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Εἴ­τε σφάλ­λου­με εἴ­τε ὄ­χι, νά ζη­τοῦ­με συγ­χώ­ρη­ση, ὅ­ταν μᾶς ἐ­λέγ­ξουν. Ἔ­τσι τα­πει­νω­νό­μα­στε καί χα­ρι­τω­νό­μα­στε. Ἄν ἄ­δι­κα κα­τη­γο­ρού­μα­στε, ἄς ὑ­πο­μέ­νου­με τήν ἀ­δι­κί­α μέ χα­ρά νά ξε­πλη­ρώ­σου­με καμ­μί­α ἁ­μαρ­τί­α. Δι­ό­τι, ὅ­ταν ἤ­μα­σταν στόν κό­σμο, δέν λυ­πή­σα­με τούς γο­νεῖς, τά ἀ­δέλ­φια καί ἄλ­λους; Αὐ­τές οἱ ἁ­μαρ­τί­ες πῶς θά ξε­πλη­ρω­θοῦν; Μό­νο μέ τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί τήν συγ­χω­ρη­τι­κή εὐ­χή;».

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (τιη-τκε). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Τόν τα­πει­νό τόν προ­δί­δει ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ καί γί­νε­ται ἀ­γα­πη­τός. Γιά νά ἔλ­θη ἡ χά­ρις, πρέ­πει νά φύ­γη ὁ ἐ­γω­ϊ­σμός, ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια, ἡ ζή­λεια, ἡ κε­νο­δο­ξί­α. Γιά νά φύ­γουν αὐ­τά, πρέ­πει νά τα­πει­νω­θοῦ­με. Καί γιά νά τα­πει­νω­θοῦ­με, πρέ­πει νά ὑ­πα­κού­ου­με, νά κό­ψου­με τό θέ­λη­μά μας».

Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Ο ἐ­νά­ρε­τος Ἡ­γού­με­νος τοῦ Γρη­γο­ρί­ου Ἀ­θα­νά­σιος

Ο ἐ­νά­ρε­τος Ἡ­γού­με­νος τοῦ Γρη­γο­ρί­ου Ἀ­θα­νά­σιος εἶ­χε δεῖ στόν ὕ­πνο του ἕ­ναν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο κε­κοι­μημέ­νο καί τόν ρώ­τη­σε:  

–Τί κά­νεις, παι­δί μου; Πῶς πέ­ρα­σες στήν ἐ­ξέ­τα­ση;  

–Γέροντα, ἀ­πάν­τη­σε ἐ­κεῖ­νος, ὡς πρός τά κα­λο­γε­ρι­κά κα­θή­κον­τα πῆ­γα κα­λά. Ὁ Δε­σπό­της Χρι­στός ἦ­ταν ἐ­πι­ει­κής μα­ζί μου. Ὡς πρός τά τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης δυ­σκο­λε­ύ­τη­κα πο­λύ, δι­ό­τι ὁ Δε­σπό­της Χρι­στός μοῦ ἔ­κα­νε λε­πτο­με­ρῆ καί ἀ­συγ­κα­τά­βα­τη ἐ­ξέ­τα­ση.  

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (τζ-τιζ). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Ὅ­ταν σέ συ­ναν­τή­ση ἕ­να φί­δι, πρῶ­τα σέ κοι­τά­ζει, σέ ψυ­χο­λο­γεῖ κα­λά καί, ἂν δῆ ὅ­τι ἔ­χεις τήν χά­ρι τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἔρ­χε­ται κον­τά σου, σέ νι­ώ­θει σάν ἀ­φέν­τη του, σέ γλύ­φει, σέ προ­σκυ­νά­ει, για­τί νιώ­θει τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί αὐ­τό. Ὅ­λα τά ζῶ­α τό νιώ­θουν. Ἂν ὅ­μως δέν τό ἔ­χης, σέ φο­βᾶ­ται, σέ ἀ­πο­στρέ­φε­ται καί φεύ­γει».

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (τα-τς). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Ἡ κρυ­φή ὑ­πε­ρη­φά­νεια δύ­σκο­λα κα­τα­λα­βαί­νε­ται. Βλέ­πει ὅ­μως κα­νείς ὅ­τι μέ­σα του δέν ἔ­χει ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­νά­παυ­ση. Ὅ­ταν κα­νείς εἶ­ναι ἄρ­ρω­στος στό μυα­λό καί ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­ε­ται, ὁ Θε­ός τοῦ δί­νει πα­ρη­γο­ριά καί χα­ρά, σάν κά­ποι­ο παι­δί, ἄρ­ρω­στο δι­α­νο­η­τι­κά, πού πί­στευ­ε ὅ­τι εἶ­ναι στρα­τη­γός καί χαι­ρό­ταν. Ὅ­ποι­ος ὅ­μως ἔ­χει κρυ­φή ὑ­πε­ρη­φά­νεια δέν αἰ­σθά­νε­ται ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­νά­παυ­ση καί πα­ρη­γο­ριά. Μπο­ρεῖ νά ἀ­να­παύ­η κα­νείς ψεύ­τι­κα τόν λο­γι­σμό του, ἀλ­λά τήν συ­νεί­δη­σή του δέν μπο­ρεῖ νά τήν ἀ­να­παύ­ση, ἄν βέ­βαι­α δέν ἔ­χη πο­ρω­θῆ». Πρέ­πει με­τά τήν πνευ­μα­τι­κή δι­ά­γνω­ση, νά μή δέ­χε­ται τούς ἐ­παί­νους καί νά ἀ­πο­βάλ­λη κά­θε ἰ­δέ­α πού ἔ­χει γιά τόν ἑ­αυ­τό του. Ἄν δε­χθῆς ἕ­ναν ἔ­παι­νο γιά μί­α ἀ­ρε­τή πού ἔ­χεις, εἶ­ναι μι­σή ἁ­μαρ­τί­α, για­τί ὁ ἄν­θρω­πος δέν ἔ­χει τί­πο­τα κα­λό δι­κό του, ὅ­λα εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ Ἄν δέν τήν ἔ­χης κι­ό­λας, εἶ­ναι μι­ά­μι­ση ἁ­μαρ­τί­α

ΚΑ΄. Ὁ μυστηριώδης ἔγκλειστος Ἡρωδίων

Τό δύ­σκο­λο ἔ­τος 1986, πού ἔ­κα­νε βα­ρύ χει­μῶ­να καί με­γά­λες πα­γω­νι­ές, δέν ἐ­ξη­γεῖ­ται ἀν­θρω­πί­νως  πῶς μπό­ρε­σε καί ἄν­τε­ξε. Μά­λι­στα κυ­κλο­φο­ροῦ­σε ξυ­πό­λυ­τος μέ­σα στό Κελ­λί του. Δέν εἶ­χε κρεβ­βά­τι καί ποτέ του δέν ξάπλωνε∙ πάν­τα στε­κό­ταν ὄρ­θιος ἤ ἀ­κουμ­ποῦ­σε λί­γο στήν ἄ­κρη ἑ­νός πάγ­κου πού ἦ­ταν γε­μᾶ­τος πράγ­μα­τα πα­λαι­ά γιά τά σκου­πί­δια

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (σκα-τ). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

      «Τά ὀ­στᾶ ἑ­νός Γέ­ρον­τος στήν Προ­βά­τα κα­τά τήν ἀ­να­κο­μι­δή ἦ­ταν κα­τα­κί­τρι­να καί εὐ­ω­δί­α­ζαν. Ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του συν­τε­τριμ­μέ­νος ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε: ”Ἐ­γώ τόν ἁ­γί­α­σα. Ὅ­που μέ ἔ­στελ­νε τοῦ ἔ­λε­γα, “νά πᾶς ἐ­σύ”, δέν τοῦ ἔ­κα­να κα­θό­λου ὑ­πα­κο­ή. Πολ­λές φο­ρές τόν χτύ­πη­σα καί αὐ­τός τά ὑ­πέ­μει­νε ὅ­λα­”».

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (σπ-σκ). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

 «Νά μήν ἀ­να­φέ­ρου­με κα­θό­λου τό ὄ­νο­μα τοῦ πει­ρα­σμοῦ. Σ᾿ ἕ­ναν Γέ­ρον­τα ἑ­κα­τόν χρό­νων ἐμ­φα­νί­στη­κε ὁ δι­ά­βο­λος, γιά ψύλ­λου πή­δη­μα, για­τί εἶ­πε: “Βρέ τόν πει­ρα­σμό”, καί τόν ρώ­τη­σε ὁ πει­ρα­σμός “­τί θέ­λεις”­, καί ἐ­κεῖ­νος ἔ­πα­θε σόκ».

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (σο-σοθ). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

 «Ἀν­δρι­σμός εἶ­ναι νά ἔ­χη κα­νείς παλ­λη­κα­ριά μέ­σα του. Ὅ­σοι ἀ­να­δεί­χθη­καν με­γά­λοι (ἥ­ρω­ες κ.λπ.), εἶ­χαν με­γά­λη καρ­διά, ἦ­ταν παλ­λη­κά­ρια. Ἀν­δρι­σμός εἶ­ναι νά δί­νε­σαι ὁ­λό­κλη­ρος μέ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στόν  Θεό­. Ἄν σοῦ πῆ μία κου­βέν­τα ὁ ἄλ­λος, δέν πει­ρά­ζει. Νά σκε­φτῆς: ”Ἐ­γώ πό­σες φο­ρές ἔ­σφα­λα;”. Εἶ­ναι παλ­λη­κα­ριά νά ση­κώ­νης ὅ,τι σοῦ λέ­νε. Αὐ­τός πού ἔχει ἀν­δρι­σμό, ἔ­χει καί ἀ­γά­πη καί ὁ Θε­ός τό ὑ­πο­λο­γί­ζει. Ὁ ἀν­δρι­σμός δέν εἶ­ναι βαρ­βα­ρό­τη­τα ἀλ­λά λε­βεν­τιά. Λε­βεν­τιά καί ὄ­χι κα­κο­μοι­ριά».

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γε­ρω–Χα­ρά­λαμ­πος ὁ Κομ­πο­σχοι­νᾶς δι­η­γή­θη­κε: «Ἦ­ταν μί­α κα­λο­γρι­ού­λα στήν Μι­κρά Ἀ­σί­α μέ μία­ θαυ­μα­τουργή εἰ­κό­να. Θε­ρά­πευ­ε Τούρ­κους καί Χρι­στια­νούς. Στόν πό­λε­μο τοῦ ᾿22 αὐ­τή πῆ­ρε τήν εἰ­κό­να· ἐ­νῶ, λοι­πόν, σκό­τω­ναν οἱ Τοῦρ­κοι, αὐ­τήν δέν τήν ἔ­βλε­παν καί ἦρ­θε στήν Ἀ­θή­να. Μέ τό μύ­ρο πού ἔ­βγα­ζε ἡ εἰ­κό­να θε­ρά­πευ­σε ἄρ­ρω­στο».

ΚΒ΄. Ἡγούμενος Εὐθύμιος Ζωγραφίτης

Κά­πο­τε πού με­τέ­φε­ρε χόρ­τα μέ τό τρα­κτέρ τόν πῆ­ρε ὁ ὕ­πνος πά­νω στό τι­μό­νι καί  ἔπε­σε μέ τό τρα­κτέρ στό πο­τά­μι. Τότε, τοῦ ξα­ναεμ­φα­νί­σθη­κε ἡ Πα­να­γί­α. Τόν ἔ­σω­σε, χω­ρίς νά πά­θη τί­πο­τε, καί τοῦ εἶ­πε: «Δέν  πρέ­πει νά κά­νης ὑ­περ­βο­λές. Ἄν δέν εἶ­χα ἔρ­θει, τί θά πά­θαι­νες!».

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (σνη-σξθ). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

 «Μοὔ­λε­γε ἕ­νας κο­σμι­κός: “Ἐ­σεῖς οἱ κα­λό­γε­ροι οὔ­τε παι­διά κά­νε­τε οὔ­τε τί­πο­τε”. Καί τοῦ λέ­ω: Εὐ­λο­γη­μέ­νε, πό­σα παι­διά μπο­ρεῖς νά κά­νης ἐ­σύ; Δέ­κα, ἂς εἶ­ναι εἴ­κο­σι, ἂς εἶ­ναι τριά­ντα. Ὁ κα­λό­γε­ρος μπο­ρεῖ (μέ τήν προ­σευ­χή του) νά κά­νη 500 καί 5.000. Ἀκό­μα προ­σεύ­χε­ται γιά τά δι­κά σου παι­διά καί γιά νά μπο­ροῦν νά κά­νουν παι­διά ὅ­σα ἀν­δρό­γυ­να δυ­σκο­λε­ύ­ον­ται, νά, ὅ­πως ὁ ἅ­γιος Ἀρ­σέ­νιος».

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (σνβ-σνζ). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Τόν π. Πορ­φύ­ριο τόν ἔ­χω δεῖ δύο τρεῖς φο­ρές. Σέ πολ­λούς πε­ρι­έ­γρα­ψε τό σπί­τι καί τό χω­ριό τους. Σέ ἄλ­λους ἀ­πε­κά­λυ­ψε ποῦ ὑ­πάρ­χει νε­ρό καί ἔ­σκα­ψαν καί τό βρῆ­καν. Σέ ἕ­ναν μέ τρί­α πτυ­χί­α τοῦ εἶ­πε ὅ­λα τά προ­βλή­μα­τα πού εἶ­χε καί τόν βο­ή­θη­σε πο­λύ, ἐ­νῶ ἄλ­λοι Πνευ­μα­τι­κοί δέν μπό­ρε­σαν νά τόν βο­η­θή­σουν. Κά­πο­τε περ­νών­τας ἀ­πό ἕ­να μέ­ρος, ὅ­που ἔ­σκα­βε μί­α μπουλ­ντό­ζα, εἶ­πε: “Προ­σέξ­τε, μέ­σα στό χῶ­μα εἶ­ναι ἕ­νας Σταυ­ρός. Προ­σέξ­τε νά μήν τόν σπά­σε­τε”».

Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Ο γε­ρω-Ἀ­γά­πιος ὁ Γρη­γο­ρι­ά­της

Ο γε­ρω–Ἀ­γά­πιος ὁ Γρη­γο­ρι­ά­της ἦ­ταν πρᾶ­ος καί ἁ­πλοῦς. Κάποτε, δι­α­κο­νών­τας στό μα­γει­ρεῖ­ο, ἔ­βρα­ζε τρα­χα­νᾶ καί ἐ­πει­δή φο­ύ­σκω­νε τό φα­γη­τό καί δέν εὕ­ρι­σκε τήν κου­τά­λα ἔ­βα­λε τό χέ­ρι του στόν τα­βᾶ καί ἀ­να­κά­τε­ψε τό φα­γη­τό χω­ρίς νά πά­θη τί­πο­τε.

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (σν-σνα). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Ἦρ­θε πα­λαιά στῶν Ἰ­βή­ρων ἕ­νας νέ­ος ἄν­θρω­πος γιά μο­να­χός. Ἦ­ταν 35 ἐ­τῶν. Αὐ­τός εἶ­χε πά­ει στήν Ἀ­με­ρι­κή 18 ἐ­τῶν καί σάν παι­δί πού ἦ­ταν, βρῆ­κε ἐ­λευ­θε­ρί­α καί λε­φτά· ἔτσι ὅ­λη νύ­χτα γλεν­τοῦ­σε. Ὅ­σα λε­φτά ἔ­βγα­ζε, τά σπα­τα­λοῦ­σε στίς γυ­ναῖ­κες. Ὅ­ταν ὅ­μως ἔ­γι­νε 35 χρό­νων, ἀ­πο­γο­η­τεύ­τη­κε καί σκέ­φθη­κε: “Τί κά­νω; Μία τέ­τοι­α ζω­ή πού ζῶ ἐ­γώ, τήν ζῆ καί ἕ­να κτῆ­νος.

Ε’. Ἀσκητής Γαβριήλ Καρουλιώτης

Κά­ποι­ον νέ­ο πού πέ­ρα­σε ἀ­πό τό Ἀ­σκη­τή­ριό του καί τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά τόν κρα­τή­ση γιά μο­να­χό, ὁ Γέ­ρον­τας ἄν καί ἤ­θε­λε ὑ­πο­τα­κτι­κό τόν ἔ­δι­ω­ξε, για­τί αἰ­σθάν­θη­κε δυ­σω­δί­α. Ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τοῦ τοῦ νέ­ου δι­κα­ί­ω­σε τόν γέ­ρον­τα Γα­βρι­ήλ καί ἀ­πέ­δει­ξε τήν γνη­σι­ό­τη­τα τοῦ χα­ρί­σμα­τός του. Ὁ ἀ­νω­τέ­ρω νέ­ος, ἔ­γι­νε μέν μο­να­χός, ἀλ­λά ὕ­στε­ρα ἀ­πέ­βα­λε τό Σχῆ­μα· ὄ­χι μό­νο παν­τρε­ύ­τη­κε ἀλ­λά ἔ­γι­νε καί μο­να­χο­μά­χος, ἁ­γι­ο­μά­χος καί θε­ο­μά­χος.

Σελίδες