Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

     Εἶ­πε Γέρων: «Οἱ πα­λαι­οί πα­τέ­ρες εἶ­χαν πολ­λή ὑ­πο­μο­νή. Τε­ρά­στια ὑ­πο­μο­νή. Ὅ,τι κι ἂν συ­νέ­βαι­νε, ἔ­σκυ­βαν τό κε­φά­λι τους καί δέν μι­λοῦ­σαν. Σή­με­ρα δέν ἀν­τέ­χου­με. Πα­λαι­ά ὑ­πῆρ­χε πολ­λή ἁ­πλό­τη­τα. Ξυ­πό­λυ­τος γυρ­νοῦ­σε ὁ ἄλ­λος καί δέν τόν πα­ρε­ξη­γοῦ­σαν. Φο­ροῦ­σαν μπα­λω­μέ­να, πα­λαι­ά, ξε­σχι­σμέ­να, καί κα­νε­ίς δέν ἔ­δι­νε ση­μα­σί­α. Κά­πο­τε ἕ­νας κα­λό­γε­ρος συ­νάν­τη­σε ἕ­ναν Γέ­ρον­τα πού κα­θό­ταν στό μο­νο­πά­τι γιά νά ξε­κου­ρα­στῆ καί εἶ­χε βγά­λει τόν σκοῦ­φο του. Μό­λις τόν εἶ­δε τόν φό­ρε­σε, ση­κώ­θη­κε τοῦ ἔ­βα­λε με­τά­νοι­α λέ­γον­τας, “εὐ­λό­γη­σον πού ἤ­μουν ξε­σκο­ύ­φω­τος”. Τό νά κυ­κλο­φο­ρῆ κά­ποι­ος ξε­σκού­φω­τος ἐ­κτός τοῦ κελ­λιοῦ του ἔ­δει­χνε ἔλ­λει­ψη σε­βα­σμοῦ. Κι­νοῦν­ταν ἁ­πλά ἀλ­λά μέ σε­βα­σμό πη­γαῖ­ο. Ὅ­ταν ἔ­χη κα­νείς ἁ­πλό­τη­τα, ὅ­λα τά βλέ­πει κα­λά καί ὄ­μορ­φα, ὅ­λους ἁ­γί­ους. Οἱ πα­λαι­οί δέν ἤ­ξε­ραν πλη­θυν­τι­κούς καί ἑ­νι­κούς. Χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν τήν κα­λο­γε­ρι­κή γλῶσ­σα. Ἔ­λε­γαν “­ἡ ὁ­σι­ό­της σου­” ἤ “­ἡ πα­νο­σι­ό­της σου” γιά τόν πα­πᾶ καί τόν Γέ­ρον­τα. Πα­λαι­ά δέν ὑ­πῆρ­χε ὁ πλη­θυν­τι­κός καί ὅ­μως ὑ­πῆρ­χε με­γα­λύ­τε­ρος σε­βα­σμός. Οἱ πα­λαι­οί εἶ­χαν τήν κα­λή ὑ­πο­κρι­σί­α. Εἶ­χαν ἀ­ρε­τές καί τίς ἔ­κρυ­βαν καί πα­ρου­σι­ά­ζον­ταν σάν ἐμ­πα­θεῖς. Ἀλ­λά ἐ­μεῖς αὐ­τά σή­με­ρα δέν τά ἔ­χου­με».

*

     Εἶ­πε Γέρων: «Πα­λαιά ὑ­πῆρ­χαν πολ­λοί ἐ­νά­ρε­τοι πα­τέ­ρες, ἀ­γω­νι­στές μέ αὐ­τα­πάρ­νη­ση καί ξε­νι­τε­ί­α, ἀλ­λά τό­τε δέν το­ύς πρό­σε­χε κα­νε­ίς για­τί αὐ­τό ἦ­ταν σύ­νη­θες, δέν ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση, δέν φαι­νό­ταν πα­ρά­ξε­νο. Ἐ­νῶ, ἄν  ζοῦ­σαν σή­με­ρα καί το­ύς βλέ­πα­με, θά το­ύς προ­σκυ­νο­ύ­σα­με σάν Ἁ­γί­ους».

  *

     Εἶ­πε Γέρων: «Οἱ πα­λαι­οί Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες ζοῦ­σαν  φτω­χι­κά. Ἡ φτώ­χεια τους ἦ­ταν ἑκούσια, τήν προ­τι­μοῦ­σαν, ἄν καί μπο­ροῦ­σαν νά βελ­τι­ώ­σουν τήν ζωή τους. Ἔ­σκα­βαν μέ τήν τσά­πα τόν κῆ­πο τους καί ἔ­βα­ζαν μία σει­ρά κου­κιά, μία σει­ρά φα­σό­λια καί περ­νοῦ­σαν. Ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κοί ἀ­σκη­τές. Ὅ­ταν ἦρ­θαν οἱ Ρῶσ­σοι καί ἔ­φε­ραν τήν πο­λυ­τέ­λεια, πολ­λοί πα­τέ­ρες ἀν­τέ­δρα­σαν. Μέχρι τό­τε εἶ­χαν τά λυ­χνά­ρια τους καί, ὅ­ταν ἔ­δυ­ε ὁ ἥ­λιος, μα­ζε­ύ­ον­ταν στά κελ­λιά τους καί ἡ­σύ­χα­ζαν. Ὅ­ταν λοι­πόν ἦρ­θαν οἱ Ρῶσ­σοι, ἔ­φε­ραν τίς λάμ­πες πε­τρε­λα­ί­ου καί αὐ­τά τά θε­ώ­ρη­σαν κο­σμι­κά πράγ­μα­τα. Αὐ­τά ἦ­ταν δαι­μό­νια κο­σμι­κά γιά τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ποῦ νά μᾶς ἔ­βλε­παν σή­με­ρα! Τώρα οἱ λάμ­πες πε­τρε­λα­ί­ου θε­ω­ροῦν­ται πα­ρα­δο­σια­κές καί ἀ­σκη­τι­κές».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα