Δημοσιεύσεις ετικέτας «ΑΣΚΗΤΕΣ»

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιη΄. Γιαννούλα Θάνου

Κάποτε πού πῆγε στόν ἅγιο Μηνᾶ ξέχασε νά πάρη τό κλειδί μαζί της. Ἔκλαιγε καί προσευχόταν καί ἔλεγε «τί νά κάνω τώρα;». Καί ξαφνικά ἄνοιξε μόνη της ἡ πόρτα. Ἄλ­λη φο­ρά πού πῆ­γε στόν ἅγιο Δη­μή­τριο μέ τήν Μα­ρί­α Κο­λο­κο­τρώ­νη ἄ­κου­σαν ψαλ­μω­δί­ες. Νόμισαν ὅ­τι γί­νε­ται Ἑ­σπε­ρι­νός. Ἀλ­λά δέν ἦ­ταν κα­νε­ίς μέ­σα. Ἡ Μα­ρί­α ἄ­κου­σε μό­νο βή­μα­τα, ἡ κυ­ρα–Γι­αν­νο­ύ­λα εἶ­δε τόν ἅ­γιο Δη­μή­τριο.

Ι’. Παπα–Μεθόδιος Καρυώτης

Τε­λι­κά βρῆ­κε καί τόν τε­νε­κέ μέ τίς λί­ρες. Στε­νο­χω­ρέ­θη­κε, τοῦ ἔδωσε μί­α κλω­τσιά καί γέ­μι­σε ὁ τό­πος λί­ρες. «Πώ, πώ», ἔ­λε­γε, «δι­ά­βο­λος. Γι᾿  αὐ­τό ἔ­κα­ψε τό σπί­τι. Ὅ­ποι­ος θέ­λει ἄς πά­ρη. Ἐ­γώ δέν παίρ­νω τί­πο­τε». Πῆ­ραν ἀ­πό αὐ­τές τίς λί­ρες δύ­ο πα­τέ­ρες οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­πει­τα ἀρ­ρώ­στη­σαν καί τα­λαι­πω­ρή­θη­καν πο­λύ.

ΙΑ’. Νηπτικός Αὐξέντιος Γρηγοριάτης

«Ἔ­λαμ­πε τό­σο τό πρό­σω­πό του», δι­η­γεῖ­ται ὁ λει­τουρ­γός, «πού ὅ­ταν τόν  κοί­τα­ξα, ζα­λί­στη­κα καί πα­ρά λί­γο νά πέ­σω κά­τω. Ἔ­βα­λα τό χέ­ρι μου καί σκέ­πα­σα τά μά­τια μου για­τί δέν ἄν­τε­χα τό δυ­να­τό φῶς. Ἔ­λαμ­πε ὁ­λό­κλη­ρος». Ὅ­ταν σέ λί­γο ὑ­πε­στά­λη τό ἄ­κτι­στον φῶς καί συ­νῆλ­θε ὁ ἔκ­πλη­κτος ἱ­ε­ρέ­ας, τό­τε τόν κοι­νώ­νη­σε. 

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ια΄. Ἀθηνᾶ Σγούρου

«Ἀ­πό ποῦ;», τήν ρώ­τη­σαν οἱ ἀ­δελ­φές της. «Ἀ­κοῦ­στε καί θά σᾶς πῶ. Βρέ­θη­κα σέ σκο­τά­δι βα­θύ καί ἤ­θε­λα νά προ­χω­ρή­σω, νά φύ­γω ἀ­πό ἐ­κεῖ, νά δῶ φῶς. Μοῦ φά­νη­κε πώς κά­ποι­ος ἦ­ταν κοντά μου καί ὅ­πως προ­χω­ροῦ­σα, μέ συ­νώ­δευ­ε. Ἤ­ξε­ρε καί τ᾿ ὄ­νο­μά μου καί μοῦ εἶ­πε:

ΙΔ’. Γερω–Δαυΐδ Διονυσιάτης (και Ηχητικό)

Ἀλ­λ᾿ αὐ­τός δέν φο­βό­ταν τόν δι­ά­βο­λο. Εἶ­χε συ­νη­θί­σει μέ τά πει­ράγ­μα­τά του, για­τί συ­χνά πά­λευ­αν σῶ­μα μέ σῶ­μα. Τά ὅ­πλα του ἦ­ταν τό ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ καί ἡ ἐ­πί­κλη­ση τῆς Πα­να­γί­ας, τά ὁ­ποῖ­α ἔ­κα­ναν νά ἐ­ξα­φα­νι­σθῆ ὁ δι­ά­βο­λος. Κάποτε πού τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­κε σάν δρά­κον­τας, χω­ρίς νά τόν φο­βη­θῆ κα­θό­λου ὁ Δῆ­μος, τόν ἔ­πια­σε ἀ­πό τήν οὐ­ρά καί τόν πέ­τα­ξε μα­κρυά.

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – ε΄. Μαρία Μιχαήλ [1]

Μέ τήν μεγάλη πίστη της στόν Θεό ὕψωνε τά χέρια καί τά μάτια στόν οὐρανό καί ἔλεγε: «Δοξάζω Σε, Θεέ μου, πού μοῦ τούς ἐπῆρες, Εὐχαριστῶ  Σε, Θεέ μου». Αὐτό τό ἐπαναλάμβανε πολλές φορές κλαίγοντας καί πρόσθετε: «Δέν θά τά βάλω μέ τόν Θεό. Ποιά εἶμαι ἐγώ; Ἔτσι ἤθελε ὁ Θεός». Βάπτισε  δύο κοριτσάκια πολύ φτωχῆς οἰκογένειας καί ἔδωσε τά ὀνόματα τῶν πεθαμένων κοριτσιῶν της, ὀνομάζοντάς τα Στυλιανή καί Χρυστάλλα.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιε΄. Ὁ κοσμοκαλόγηρος Δημήτριος ὁ καλυβίτης

Ἂν καί ἀ­πέ­φευ­γε νά ἀ­να­φέ­ρη τίς πνευ­μα­τι­κές ἐμ­πει­ρί­ες πού ἔ­ζη­σε στήν κα­λύ­βα αὐ­τή, ἦ­ταν βέβαιο ἀ­πό μι­σό­λο­γα πού τοῦ ξέ­φευ­γαν ὅ­τι εἶ­χε ἐ­πι­σκέ­ψεις τῆς Πα­να­γί­ας καί πολ­λῶν Ἁ­γί­ων˙ πολ­λά πρω­ϊ­νά, ἂν τυ­χόν τόν ἔ­βλε­πε κα­νείς, τό πρό­σω­πό του ἦ­ταν φω­τει­νό καί ἔ­λαμ­πε.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιδ΄. Τατιανή Σαββίδου

Αὐ­τό τό δι­η­γή­θη­κε στήν Τα­τια­νή καί ἐ­κεί­νη τοῦ εἶ­πε: «Ἔ! π. Χρῆ­στο. Δέν ξέ­ρεις ὅ­τι οἱ Ἅ­γιοι εἶ­ναι γύ­ρω μας; Ἐ­γώ πολ­λές φο­ρές ἐ­δῶ στόν ἁ­η–Γι­ώρ­γη ἔ­χω δεῖ καί Ἀγ­γέ­λους καί Ἁ­γί­ους».

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – θ΄. Νικόλαος Σαββούδης

Ὅ­λα αὐ­τά τά βι­βλί­α τά με­λε­τοῦ­σε ὁ μπαρ­μπα–Νι­κό­λας καί φαί­νε­ται πώς προ­σπα­θοῦ­σε νά βά­λη σέ ἐ­φαρ­μο­γή τήν πα­τε­ρι­κή δι­δα­σκα­λί­α γι᾿ αὐ­τό ἐ­κτός ἀ­πό τήν σι­ω­πή ἦ­ταν στο­λι­σμέ­νος καί μέ ἄλ­λες ἀ­ρε­τές. Πο­τέ δέν ἀ­σχο­λεῖ­το μέ τούς ἄλ­λους. Ἄν καί τόν πε­ρι­έ­παι­ζαν οἱ συγ­χω­ρια­νοί του, αὐ­τός τούς ἀντι­με­τώ­πι­ζε μέ τήν σι­ω­πή του καί μ᾿ ἕ­να ἐ­λα­φρό μει­δί­α­μα.

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – δ΄. Κωνσταντῖνος Μικρός, ὁ εὐλαβής νεωκόρος

Ἀκοῦς τί σοῦ λέω; Νά φύγης τώρα ἀμέσως! Κι ὅταν φτάσης ἀπέναντι, στό νησί, τότε θά γίνη κι ἡ συνθηκολόγηση. Τράβα μπροστά καί μή φοβᾶσαι! Καί ποιός εἶσαι ἐσύ πού μοῦ τά λές ὅλα αὐτά;, ρώτησε ἀπορημένος ὁ Κώστας. Εἶμαι ὁ Ἅγιος Δημήτριος!, ἀπάντησε ὁ νεαρός στρατιώτης καί ἀμέσως ἐξαφανίστηκε ἀπό μπροστά του.

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – γ΄. Σπυρίδων Μηνέττος, ὁ κοσμοκαλόγηρος

Ἔτρεχε καί ἀνέβαινε στόν ὄροφο καί μόλις ἄνοιγε τήν πόρτα ὅλα ἡσύχαζαν. Ὁ θεῖος στό χαμηλό του κρεββάτι τουρτούριζε ἀπό τό κρύο μέσα στήν μέση τοῦ χειμῶνα χωρίς σκεπάσματα. Αὐτά ἦταν πεταμένα στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ δωματίου. «Συγγνώμη, ἀδελφή, πού σέ ξύπνησα. Μέ πειράζει ὁ δαίμονας, μέ τραντάζει καί μοῦ πετάει τά σκεπάσματα!».

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιθ΄. Λαμπρινή Βέτσιου

Δέν ἀγα­ποῦ­σε τά χρή­μα­τα, ἦταν ἀνάρ­γυ­ρη. Τό μό­νο πού τήν ἐν­διέ­φε­ρε ἦταν νά μπο­ρῆ νά κά­νη ἐλε­η­μο­σύ­νες καί νά βο­η­θᾶ τόν κό­σμο. Ὅλη τήν σύ­ντα­ξή της τήν μοί­ρα­ζε σέ ἐλε­η­μο­σύ­νες. Ἐπί­σης ὅταν τά παι­διά της τῆς ἔδι­ναν χρή­μα­τα, τά διέ­θε­τε καί αὐ­τά γιά νά βο­η­θᾶ φτω­χούς.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιγ΄. Σοφία Σαμαρᾶ

Καί μέ τήν βο­ή­θεια τῆς Πα­να­γί­ας τό παι­δί περ­πά­τη­σε καί ἄ­φη­σε γι­ά πάν­τα ἐ­κεῖ τίς πα­τε­ρί­τσες. Φεύ­γον­τας εὐ­χα­ρί­στη­σαν οἱ γο­νεῖς καί ἄ­φη­σαν χρή­μα­τα. Ἐ­κεῖ ἦ­ταν πού ἐ­ξα­γρι­ώ­θη­κε ἡ για­γιά καί εἶ­πε: “Για­τί τό χα­λᾶ­τε τώ­ρα; Για­τί χα­λᾶ­τε τήν εὐ­λο­γί­α πού πή­ρα­τε; Δέν θέ­λω τί­πο­τε.Νά πᾶ­τε στήν εὐχή τῆς Πα­να­γί­ας. Πά­ρε τόν σα­τα­νᾶ (χρή­μα­τα) ἀ­πό τό τρα­πέ­ζι, θά μοῦ λε­ρώ­σει τήν εὐ­λο­γί­α. Για­τί ἡ εὐ­λο­γί­α δέν πλη­ρώ­νε­ται. Ἐ­μέ­να ὁ Θε­ός μοῦ τό ἔ­δω­σε δω­ρε­άν καί πῶς τώ­ρα νά πά­ρω λε­φτά;”

Ασκητές Μέσα στον Κόσμο Α’ – Ὁ εὐλογημένος Συμεών

Ὁ Πνευ­μα­τι­κός κά­θε μέ­ρα πή­γαι­νε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο, μι­λοῦ­σε μα­ζί του καί ἔ­μα­θε γιά τήν ζω­ή του. Κα­τά­λα­βε ὅ­τι πρό­κει­ται πε­ρί εὐ­λο­γη­μέ­νου ἀν­θρώ­που. Τήν τρί­τη ἡ­μέ­ρα πρωΐ–πρωΐ πά­λι πῆ­γε νά δῆ τόν Συ­με­ών καί νά δι­α­πι­στώ­ση ἄν θά πραγ­μα­το­ποι­η­θῆ ἡ πρόρ­ρη­ση ὅτι θά πε­θά­νει. Πράγ­μα­τι ­ἐ­κεῖ πού κου­βέντια­ζαν, ὁ Συ­με­ών φώ­να­ξε ξαφ­νι­κά: «Ἦρ­θε ὁ Χρι­στός», καί ἐκοι­μή­θη τόν ὕ­πνο τοῦ δι­καί­ου.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ζ΄. Κωνσταντῖνος Σωτηρίου

Ὅ­ταν ἄ­νοι­ξε τά μά­τια του, εἶ­δε τόν Ἅ­γιο καί τό κρε­μα­στό καν­τή­λι στό δω­μά­τιο νά κινῆται συ­νε­χῶς ἀ­πό μό­νο του. Ξύ­πνη­σε καί τήν γυ­ναῖ­κα του, ἔ­κα­ναν προ­σευ­χή καί τό παι­δί τους σώ­θη­κε· ὄντως, ὅ­πως ἔ­μα­θαν ἀρ­γό­τε­ρα, ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα βρι­σκό­ταν σέ με­γά­λο κίν­δυ­νο.

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – Ἰωάννης Παχουλίδης, ὁ ἐρημίτης

«Ἄκουσε, παιδί μου, γρήγορα θά φύγης ἀπό ἐκεῖ». Τοῦ εἶπα: «Γιατί θά φύγω; Εἶναι πολύ καλό τό μέρος καί οἱ συγγενεῖς τῆς γυναίκας πού θά πάρω, εἶναι καλοί ἄνθρωποι». Αὐτός πάλι μοῦ εἶπε: «Θά φύγετε, ἐν᾿ ν᾿ ἄρτουν οἱ Καράμανοι (Τοῦρκοι) νά σᾶς διώξουν». Αὐτό ἦταν προφητεία, ἡ ὁποία ἐκπληρώθηκε ἀκριβῶς, διότι πράγματι, μᾶς ἔδιωξε τήν 20ή Ἰουλίου  1974 ἡ βάρβαρη εἰσβολή τοῦ τουρκικοῦ Ἀττίλα.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ι΄. Βαΐα Γεωργιαννάκη–Κωστούλα

Ζώντας ἔ­τσι κα­θη­με­ρι­νά μέ­σα σ᾽ αὐ­τόν τόν πό­νο, βλέ­πει στόν ὕ­πνο της μιά γυ­ναῖ­κα ἡ ὁ­ποί­α τῆς εἶ­πε: «Νά πά­ρης τό παι­δί σου καί κα­θα­ρά ροῦ­χα καί νά ἔρ­θης στό σπί­τι μου. Ἐ­κεῖ θά κα­τέ­βεις πολ­λά σκα­λο­πά­τια στό ἁ­γί­α­σμα, θά πλύ­νεις τό παι­δί, θά τό ἀλ­λά­ξεις, θά πά­ρεις πα­πᾶ νά λει­τουρ­γή­ση καί τό παι­δί θά γί­νει κα­λά».

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Τά τάματα πρέπει νά ἐκπληρώνωνται

Παρ᾿ ὅλα αὐτά τήν ­πῆ­ραν πά­λι ξε­χνώντας τό τά­μα τους. Τό­τε πά­λι ἀρ­ρώ­στη­σε καί πλέ­ον κα­τε­νό­η­σαν ὅ­τι ὁ Θε­ός ζη­τᾶ τήν ἐκ­πλή­ρω­ση τοῦ τά­μα­τος. Πλέ­ον τήν ἄ­φη­σαν ἐ­λεύ­θε­ρη νά ἀ­φι­ε­ρω­θῆ στόν Θε­ό καί νά ὑ­πη­ρε­τή­ση τήν Πα­να­γί­α στό Μο­να­στή­ρι της.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – β΄. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ νέος ἐλεήμων

Μιά νύ­χτα φαί­νε­ται στόν ὕ­πνο τῆς μη­τέ­ρας τοῦ τρελ­λοῦ παι­διοῦ ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης λέ­γο­ντάς της νά μήν κλαί­η για­τί τό παι­δί της θά γί­νει κα­λά. Νά τοῦ δώ­ση νά­ πι­ῆ νε­ρό στό ὁ­ποῖ­ο νά βά­λη μέ­σα ἀ­πό τό χῶ­μα τοῦ τά­φου του, καί νά κά­ψη ἕ­να κομ­μα­τά­κι ἀ­πό τό φε­λώ­νι νά τό θυ­μιά­ση. Ἔ­κα­νε ὅ­πως τῆς εἶ­πε ὁ ἅ­γιος καί τό παι­δί της ἔ­γι­νε κα­λά.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Ἀδολεσχία εὐχῆς καί Ψαλτηρίου

Τό κομ­πο­σχοί­νι εἶ­χε λει­ώ­σει στά χέ­ρια τους ἀ­πό τήν χρήση. Ἐ­πί τριά­ντα χρό­νια συ­νε­χῶς ἐ­πα­να­λάμ­βα­ναν τήν εὐ­χή, τό «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με». Εἶ­χαν ἀ­πο­κτή­σει καλή πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση. Ὅ­ταν μι­λοῦ­σαν ἔ­νιω­θες ὅ­τι ἡ εὐ­χή τους δέν στα­μα­τοῦ­σε, ἦ­ταν ἀ­πορ­ρο­φη­μέ­νοι ἀ­πό τή νο­ε­ρά τους ἐρ­γα­σί­α.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – α΄. Πατήρ Βασίλειος ὁ θαυματουργός

Ὁ παπα–Βα­σί­λης πού τόν πε­ρί­με­νε, τόν ρώ­τη­σε μέ ἀ­πο­ρί­α πῶς ἄ­νοι­ξαν οἱ πόρ­τες. «Γι­ά μᾶς οἱ κλει­δα­ρι­ές δέν ἰ­σχύ­ουν. Πᾶ­με στήν ἐκ­κλη­σί­α νά μέ κοι­νω­νή­σης».

Ο γερω Ἠ­λί­ας απο το Κελ­λί Εἰ­σο­δί­ων τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Κου­τλου­μου­σί­ου

Δέν ἔ­βγαι­νε στόν κό­σμο καί δέν εἶ­χε ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τούς συγ­γε­νεῖς του. Στίς Κα­ρυ­ές πού ἀ­πεῖ­χαν 10 λε­πτά εἶ­χε 46 χρό­νια νά πά­η. Εἶ­χε τό ἀ­κα­τά­κρι­το. Δέν ἀ­σχο­λεῖ­το καί δέν ἔ­κρι­νε τούς ἄλ­λους. Ἦ­ταν λε­πτός ἄν­θρω­πος, εἶ­χε εὐ­γέ­νεια ψυ­χῆς καί ἦ­ταν πο­νό­ψυ­χος, φι­λό­ξε­νος, ἐρ­γα­τι­κός, τί­μιος, φι­λή­συ­χος, κα­λο­γε­ρι­κός.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιζ΄. Πατήρ Εὐστράτιος Παπαχρήστου

Κά­πο­τε ἔ­κα­νε στό σπί­τι του στήν Με­γά­λη Χώ­ρα εὐ­χέ­λαι­ο. Ξαφ­νι­κά ἦλ­θε τό ζεῦ­γος Α. Λ. μέ τό μι­κρό παι­δά­κι τους στά χέ­ρια. «Πά­τερ, σταύ­ρω­σε τό παι­δί, εἶ­ναι πο­λύ ἄρ­ρω­στο. Σταύ­ρω­σέ το καί θά τό πᾶ­με ἀ­μέ­σως στόν για­τρό στό Ἀ­γρί­νιο». Ὁ π. Εὐ­στρά­τιος τό σταύ­ρω­σε μέ τό ἅ­γιο ἔ­λαι­ο τοῦ εὐ­χε­λαί­ου καί τούς εἶ­πε: «Πη­γαί­νε­τε στό σπί­τι σας. Τό παι­δί θά γί­νει κα­λά». Ἔ­τσι καί ἔ­γι­νε.

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

O γε­ρω–Ἐ­φραίμ ὁ Λαυ­ρι­ώ­της δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι πα­λαιά στήν πα­νή­γυ­ρη τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου ἕ­νας Ἐ­πί­τρο­πος ἔ­δω­σε ἐν­το­λή νά μή δώ­ση ὁ Δο­χειά­ρης στούς ἀ­σκη­τές εὐ­λο­γί­α λά­δι, ὅ­πως ἦ­ταν τό κα­θι­ε­ρω­μέ­νο, για­τί εἶ­χαν λί­γο, μή­πως καί δέν φθά­ση. Ὁ Δο­χει­ά­ρης ὅ­μως ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό του καί ἔδι­νε καί τό πιθά­ρι δέν ἄ­δεια­ζε.

Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση. νε΄. Οἱ ἅ­γιοι Τα­ξιά­ρχες ἐ­πι­σκέ­φθη­καν ἀ­σθε­νῆ , νς΄. Φο­βε­ρός πό­λε­μος μέ δαι­μό­νια ὑ­πε­ρη­φα­νε­ί­ας

Στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Με­γί­στης Λαύ­ρας ζοῦ­σε πα­λαι­ό­τε­ρα ἕ­να γε­ρον­τά­κι, ὀ­νό­μα­τι Μᾶρ­κος.  Στόν κό­σμο ἦ­ταν χω­ρο­φύ­λα­κας. Ἔ­γι­νε μο­να­χός καί τοῦ ἔ­δω­σαν τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ βορ­δο­νά­ρη (φρόν­τι­ζε τά ζῶ­α). Στήν ἀρχή κά­πνι­ζε κα­νέ­να τσι­γά­ρο καί ἔ­πι­νε κα­νέ­να κρα­σά­κι ἀλ­λά ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­δει­ξε με­τά­νοι­α καί ἔ­γι­νε με­γα­λό­σχη­μος. Ὕστε­ρα ἀρ­ρώ­στη­σε καί ἔ­πε­σε στό κρεβ­βά­τι.

Ασκητές μέσα στον Κόσμο Α’ – η΄. Σωτήριος Βακουφτσῆς

Κα­τά­λα­βε τήν ση­μα­σί­α τοῦ ὀ­νεί­ρου καί πῆ­γε τή νύ­χτα στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, πού εἶ­ναι δί­πλα στήν πλα­τεῖ­α. Στά­θη­κε στό στα­σί­δι, προ­σευ­χή­θη­κε γι­ά λί­γο καί εἶ­πε στήν γυ­ναῖ­κα του: «Πᾶ­με νά φύ­γου­με, τό παι­δί θά γί­νη κα­λά». Καί ὄντως ἐνῶ πή­γαι­ναν γιά τό σπί­τι, τό ἄ­φη­σε ὁ πυ­ρε­τός.

Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – ε΄. Πατήρ Ἠλίας Διαμαντίδης ὁ μυροβλύτης

Βί­α­ζε τόν ἑαυ­τό του πο­λύ στήν προ­σευ­χή. Ἔ­κα­νε κομ­πο­σχοί­νι καί ἔ­τρε­χαν τά δά­κρυ­ά του συ­νέ­χεια. Ἄν κά­πο­τε δέν ξυ­πνοῦ­σε, τόν σκουν­τοῦ­σε ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος λέ­γο­ντας: «Σή­κω, ἡ ὥ­ρα πέ­ρα­σε».

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Ὀνειδισμός ἀνεξομολογήτου

Τό­τε λοι­πόν ξε­πε­τά­χτη­κε ἕ­νας δαι­μο­νι­σμέ­νος καί ἄρ­χι­σε νά λέ­γη: “Θό­δω­ρε, τί θέ­λεις ἐ­σύ ἐ­δῶ; Ἦλ­θε καί ὁ Θό­δω­ρος στόν Κα­ψά­λη!”. (Ἔτσι ἀ­πο­κα­λεῖ τόν ἅ­γιο Γε­ρά­σι­μο ὁ δι­ά­βο­λος). Μετά ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος σ᾿ ἕ­ναν ἄλ­λο δαι­μο­νι­σμέ­νο τοῦ λέ­γει: “Θω­μᾶ, ἀ­κοῦς; Ἦλ­θε καί ὁ Θό­δω­ρος στόν Κα­ψά­λη! Δός του χα­βα­δά­κι!”

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Ὅ­ποι­ος μι­λᾶ γιά ἀ­ρε­τές, κρύ­βει τά πά­θη του, καί ὅ­ποι­ος μι­λᾶ γιά πά­θη, κρύ­βει τίς ἀ­ρε­τές του». 

Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Κά­ποι­ος Γέ­ρον­τας ἔ­δω­σε τίς λί­γες οἰ­κο­νο­μί­ες του σέ γνω­στό του γιά νά τίς φυ­λά­ξη. Ὅ­ταν ζή­τη­σε νά τίς πά­ρη, ἐ­κεῖ­νος δέν τίς ἐ­πέ­στρε­φε καί ἄρ­χι­σε νά βρί­ζη καί νά κα­τα­ρι­έ­ται τόν μο­να­χό. Αὐ­τός, ὁ ἀδικημένος, πα­ραι­τή­θη­κε ἀ­πό τήν λο­γο­μα­χί­α, δέ­χθη­κε τήν ἀ­δι­κί­α καί ἤ­ρε­μα τοῦ εἶ­πε: «Κρά­τη­σε ἐ­σύ τά χρή­μα­τα καί ἐ­γώ τίς ἀ­ρές (κα­τά­ρες)». Ἀλ­λά ἡ δι­και­ο­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ ἐ­νήρ­γη­σε καί αὐ­τόν πού ἀ­δί­κη­σε, τόν ἔ­κλε­ψαν καί με­τά ἀρ­ρώ­στη­σε. Ἐ­πα­λη­θεύ­θη­κε ἔτσι ἡ Γρα­φή ἡ λέ­γου­σα: «Δι᾽ ὧν τις ἁ­μαρ­τά­νει, διά τού­των κο­λά­ζε­ται»

Περιστατικά ἀπό τήν Ἀσκητική καί Ἡσυχαστική Ἁγιορείτικη Παράδοση

Στό Ξη­ρο­πο­τα­μι­νό Κελ­λί τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου κά­ποι­ος Ἀ­νώ­νυ­μος[1][1] Γέ­ρον­τας Ρου­μᾶ­νος πρίν ἀ­πό χρό­νια ἐ­κοι­μή­θη, ἀλλά δέν εἶ­χε κα­λό τέ­λος. Αὐ­τό ὠ­φεί­λε­το, κα­τά τούς πα­τέ­ρες πού τόν γνώ­ρι­ζαν, στό ὅ­τι εἶ­χε πά­ει στήν Ρωσ­σί­α καί στήν Ρου­μα­νί­α καί μά­ζε­ψε ἐ­λε­η­μο­σύ­νες καί χρή­μα­τα μα­ζί μέ ὀ­νό­μα­τα γιά μνη­μό­νευ­ση, αὐ­τός ὅ­μως δέν μνη­μό­νευ­σε τά ὀ­νό­μα­τα. Γι᾿ αὐτό τήν ὥ­ρα τῆς κοι­μή­σε­ώς του φώ­να­ζε: «Πάρ­τε αὐ­τά τά χαρ­τιά, μέ καῖ­νε τά ὀ­νό­μα­τα». 

Σελίδες