Ο γερω Ἠ­λί­ας απο το Κελ­λί Εἰ­σο­δί­ων τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Κου­τλου­μου­σί­ου

     Ο γερω Ἠ­λί­ας κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τίς Γου­ρι­ές Κο­ρυ­τσᾶς. Ἦρ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος τό 1920 σέ ἡ­λι­κί­α 13 χρό­νων, ὀρ­φα­νός ἀ­πό μάν­να, μα­ζί μέ τόν πα­τέ­ρα του γιά ἐρ­γα­σί­α. Ὁ πα­τέ­ρας του ἐ­κοι­μή­θη καί ὁ ἴ­διος ἔ­γι­νε μο­να­χός στό Κελ­λί Εἰ­σο­δί­ων τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Κου­τλου­μου­σί­ου, ἄ­νω­θεν τῶν Κα­ρυ­ῶν. Ἔ­μα­θε καί λί­γα γράμ­μα­τα. Εἶ­χε τε­λεί­α ξε­νητεί­α. Δέν ἔ­βγαι­νε στόν κό­σμο καί δέν εἶ­χε ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τούς συγ­γε­νεῖς του. Στίς Κα­ρυ­ές πού ἀ­πεῖ­χαν 10 λε­πτά εἶ­χε 46 χρό­νια νά πά­η. Εἶ­χε τό ἀ­κα­τά­κρι­το. Δέν ἀ­σχο­λεῖ­το καί δέν ἔ­κρι­νε τούς ἄλ­λους. Ἦ­ταν λε­πτός ἄν­θρω­πος, εἶ­χε εὐ­γέ­νεια ψυ­χῆς καί ἦ­ταν πο­νό­ψυ­χος, φι­λό­ξε­νος, ἐρ­γα­τι­κός, τί­μιος, φι­λή­συ­χος, κα­λο­γε­ρι­κός.

     Σέ μεγάλη ἡλικία ἔ­πα­θε πνευ­μο­νί­α καί κα­θυ­στε­ρη­μέ­να τόν πῆ­γε ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο. Ἀ­νέ­βα­σε πυ­ρε­τό, ἐ­πι­δει­νώ­θη­κε ἡ ὑ­γε­ί­α του καί ὁ για­τρός εἶ­πε ὅ­τι θά πε­θά­νει. Ἀλλά ὁ γε­ρω Ἠ­λί­ας διαφώνησε: «Μήν ἀ­κοῦς τόν για­τρό. Ἐ­γώ θά πε­θά­νω στό κελ­λά­κι μου. Δέν θά μ᾿ ἀ­φή­σει ἡ Πα­να­γί­α νά πε­θά­νω  ἔ­ξω ἀπ᾿ τό Ὄ­ρος». Καί ὄν­τως τήν ἑ­πο­μέ­νη ἔ­πε­σε ὁ πυ­ρε­τός καί μπῆ­καν στό Ὄ­ρος.

      Ἀρ­ρώ­στη­σε στό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του γιά τέσ­σε­ρις ἑ­βδο­μά­δες πε­ρί­που. Δέν ἤ­θε­λε νά βγῆ στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη γιά ἐ­ξε­τά­σεις. «Ἐ­δῶ στήν Πα­να­γί­α, στήν με­τά­νοι­ά μου νά πε­θά­νω», ἔ­λε­γε. «Ἄν βγῶ ἔ­ξω, δέν θά γυ­ρί­σω ζων­τα­νός σέ τέ­τοι­α ἡ­λι­κί­α».­ Ὁ για­τρός τῶν Κα­ρυ­ῶν τόν ρώ­τη­σε:

–Γέ­ρον­τα, θέ­λεις νά βγῆς ἔ­ξω νά πᾶς στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο; Θά σέ βγά­λου­με μέ ἑ­λι­κό­πτε­ρο∙ δέν θά κου­ρα­στεῖς κα­θό­λου.

–Τό ἑ­λι­κό­πτε­ρο ἔ­χει φτε­ρά; ρώ­τη­σε.

–Ἔ­χει, τοῦ εἶ­πε ὁ για­τρός.

–Τό­τε κα­λύ­τε­ρα νά φύ­γω μέ τόν Ἀρ­χάγ­γε­λο Μι­χα­ήλ. Καί αὐ­τός ἔ­χει φτε­ρά. Τί, νά ζη­μι­ώ­σου­με καί τό Δη­μό­σιο;

     Ἔ­κα­νε ὑ­πο­μο­νή χω­ρίς νά γογ­γύ­ζη. Μᾶλ­λον εἶ­χε καρ­κί­νο στά ἔν­τε­ρα. Τόν ἔ­πια­σε δύ­σπνοι­α καί ἀνο­ρε­ξί­α. Σι­γάσι­γά ἔ­κο­βε τήν τρο­φή καί ζοῦ­σε μέ μία κου­τα­λιά νε­ρό. Ἐ­πε­κα­λεῖ­το τήν Πα­να­γί­α.

     Μία ἑ­βδο­μά­δα πρίν κοι­μη­θῆ δέν ἤ­θε­λε κα­νέ­ναν δί­πλα του. «Θέ­λω νά ἡ­συ­χά­σω», ἔ­λε­γε. Εἶ­χε ἀ­φοσι­ω­θῆ στήν προ­σευ­χή. Ὅ­σο και­ρό ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος, σή­κω­νε τά χέ­ρια του καί προ­σευ­χό­ταν ἐ­πι­κα­λού­με­νος τήν Πα­να­γί­α. «Πα­να­γο­ύ­λα μου πά­ρε με νά ἡ­συ­χά­σω», ἔ­λε­γε. Φαι­νό­ταν σάν κά­τι νά ἔ­βλε­πε, ἔ­στρε­φε τό κε­φά­λι του δε­ξιά–ἀ­ρι­στε­ρά ἤ κοι­τοῦ­σε ψη­λά ἔ­χον­τας ἤ­ρε­μο τό πρό­σω­πό του. Τήν Δευ­τέ­ρα τῆς Πέμπτης ἑ­βδο­μά­δος τῶν Νη­στει­ῶν εἶ­πε στόν π. Δα­μια­νό, τόν ὑ­πο­τα­κτι­κό του: «Τήν Κυ­ρια­κή πού θἄρ­θει, ἡ Πα­να­γί­α θά μέ πά­ρει. Νά ἑ­τοι­μά­σης ὅ­λα τά ἀ­πα­ρα­ί­τη­τα γιά τήν κη­δε­ί­α μα­ζί μέ 150 κε­ριά καί νά σοῦ δώ­σω τήν εὐ­χή μου». Πράγ­μα­τι, τήν Κυ­ρια­κή τῆς ὁ­σί­ας Μα­ρί­ας τῆς Αἰ­γυ­πτί­ας 4–4–94 ἦρ­θε ἡ Πα­να­γί­α νά τόν πά­ρη∙ ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως εἶ­χε κοι­νω­νή­σει τῶν ἀ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων καί μό­λις ὁ ἱ­ε­ρέ­ας τοῦ δι­ά­βα­σε τήν «εὐ­χήν εἰς ψυ­χορ­ρα­γοῦν­τα», ἐ­νῶ οἱ πα­τέ­ρες πού ἦ­ταν πα­ρόν­τες προ­σεύ­χον­ταν, προ­τε­λευ­ταί­α του λέ­ξη ἦ­ταν «ὁ Δα­μια­νός». Τό­τε τό κα­λο­γέ­ρι του, τοῦ ἔ­βα­λε με­τά­νοι­α ἐ­δα­φια­ία καί τοῦ φί­λη­σε τό χέ­ρι· με­τά ὁ γε­ρω Ἠ­λί­ας ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τήν Πα­να­γί­α καί ξε­ψύ­χη­σε. Στήν κη­δε­ί­α του ἦ­ταν 26 ἱ­ε­ρεῖς, πολ­λοί μο­να­χοί καί λα­ϊ­κοί. Ὅ­λοι μα­ζί ἦ­ταν 150, ὅ­σους εἶ­χε προ­ε­ίπει ὁ γε­ρω–Ἠ­λί­ας.

Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με. Ἀ­μήν.

 

Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα