Κάποιον μοναχόν, συνεργείᾳ καί φθόνῳ διαβολικῷ, ὁ παραδελφός του τοῦ ἔβγαλε τό μάτι. Ἐπειδή ἦταν ταπεινός, ποτέ δέν ἀνέφερε σέ κανέναν ποιός τόν τύφλωσε, παρά μόνο, ὅταν τόν ρωτοῦσαν, ἀπαντοῦσε ὅτι ἦταν «ἡ κακιά ὥρα».
Ἕνα νέο καλογέρι πάλευε κάποια μέρα μέ τούς λογισμούς του. Τόν εἶχαν πνίξει λογισμοί κατακρίσεως γιά τόν Γέροντά του. Χτύπησε τήν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ τους κάποιος Γέροντας. Ἄνοιξε καί τόν προσκάλεσε νά μπῆ μέσα. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε καί τοῦ εἶπε: «Ἄκουσε νά δῆς. Ἄν ἐσύ εἶσαι στραβόξυλο καί δέν θέλης νά σωθῆς, δέν θά σέ σώσει οὔτε ὁ Γέροντας οὔτε κανένας. Ἐσύ νά ἰσιάξης τόν λογισμό σου».
Κάποιος ἔκλεβε πεπόνια ἀπό τόν κῆπο ἑνός Κελλιοῦ. Ὁ ὑποτακτικός κατάλαβε τί συμβαίνει, παραφύλαξε τή νύχτα καί εἶδε ποιός ἦταν ὁ κλέφτης. Πῆγε μέ χαρά νά τό πῆ στόν Γέροντά του. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Σούτ, μήν τό ξαναπῆς, μήν τό πῆς σέ κανέναν. Ἀλλά κι ἄν τύχη καί τόν ξαναδῆς, κρύψου νά μήν σέ δῆ καί ντραπῆ».
Κάποιος Διονυσιάτης κατέκρινε ἕναν ἡλικιωμένον Ἱερέα πού ἦταν πολύ χοντρός σκεφτόμενος «τί χάρι μπορεῖ νά ἔχη αὐτός ὁ παπᾶς;». Ὅταν ὅμως λειτουργοῦσε τόν εἶδε φωτεινό καί διάφανο καί κατάλαβε τό λάθος του.
Πρίν ἀπό 15–20 χρόνια δύο μοναχοί μέ δύο λαϊκούς πῆγαν μέ τήν βάρκα στήν Ρουμανική Σκήτη τοῦ Προδρόμου. Εἶδαν κάποιον μοναχό μέσα στά πουρνάρια νά κάθεται σέ τρία ξύλα πάνω, ἐνῶ τό ζωστικό του ἦταν κουρελιασμένο, ὅπως οἱ κορδέλες πού δένουν τίς ντομάτες. Πλησιάζοντας κοντά του τόν ἔχασαν ἀπό τά μάτια τους.
Δύο ἄλλοι Ξενοφωντινοί πατέρες κατέβαιναν ἀπό τόν χείμαρρο στό Μοναστήρι. Τό δάσος ἦταν πυκνό καί δυσκολοδιάβατο. Εἶδαν σέ κάποιο σημεῖο λείψανα παλαιοῦ ὑπαίθριου ἀσκηταριοῦ. Ἕναν τόπο ἴσιο στήν πλαγιά, περίπου 2х2 μέτρα, καί ἕνα πέτρινο ἁψιδωτό προσκυνητάρι. Ἴσως ἐκεῖ νά ξεχειμώνιαζε κάποιος ἀσκητής. Ἐκεῖ κοντά δέν ὑπῆρχε οὔτε Κελλί οὔτε μονοπάτι. Καί ἄλλες φορές προσπάθησαν νά πᾶνε πάλι ἀλλά δέν εὕρισκαν τό μέρος.
Γέρων εἶπε ἐξομολογητικά σέ κάποιον: «Ὅταν λέω τήν εὐχή, αἰσθάνομαι μία γλύκα, μία γλύκα» καί ἔδειχνε μέ τό χέρι του τόν λαιμό του.
Ὁ ἴδιος ἔλεγε: «Ὅλα κουράζουν, μόνο ἡ εὐχή δέν κουράζει».
Εἶχε τελειώσει κάποτε τό λάδι του. Ἄναψε τότε τό καντήλι μπροστά στήν εἰκόνα τῶν ἁγίων τοῦ Κελλιοῦ του καί μέ πίστη καί ἁπλότητα τούς λέγει: «Ἅγιοί μου, κανονίστε. Τό λάδι τελείωσε. Νά οἰκονομήσετε λίγο λαδάκι νά σᾶς ἀνάβω τό καντήλι καί νά τρώω καί ἐγώ». Τήν ἄλλη μέρα πού ἀνέβηκε στίς Καρυές, βρίσκει σέ κάποιο μαγαζί ἕνα δοχεῖο λάδι γιά τό Κελλί του, χωρίς νά γράφη ποιός τό στέλνει. Εὐχαρίστησε τούς Ἁγίους γιά τήν γρήγορη βοήθειά τους.
Ἔλεγε ὅτι, ὅταν ἔγινε μεγαλόσχημος σέ μεγάλη ἡλικία, γιά δώδεκα ἡμέρες συνέχεια ἔβλεπε φῶς ἐπάνω του σάν ὀμπρέλλα.
«Ἡ προσοχή καί ἡ καλλιέργεια τῶν καλῶν λογισμῶν ἀξίζει περισσότερο ἀπό χίλιες μετάνοιες».
«Τό κυριώτερο γιά τόν μοναχό εἶναι νά μπορῆ νά συγκεντρώνη τό νοῦ του καί νά μήν τόν ἀφήνη νά περιπλανᾶται. Νά προσέχη νά μή γυρίζη ἀπό Κελλί σέ Κελλί, καί ὅταν ἔρχωνται ἐπισκέπτες πού ἀγαποῦν τήν ἀργολογία, μέ τρόπο νά τούς ἀποφεύγη. Ὅ,τι ἀκούσει πού δέν εἶναι ὠφέλιμο, ὁ πειρασμός θά τό φέρει μπροστά του τήν ὥρα τῆς προσευχῆς».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα