Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Ο γερο Αρσένιος ο Αγιοπαυλίτης

Ο γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος ὁ Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν Πορ­τα­ριά Χαλ­κι­δι­κῆς. Ἔ­μει­νε ὀρ­φα­νός καί ἐρ­γα­ζό­ταν ὡς μοῦ­τσος σ᾿ ἕ­να κα­ρά­βι πού κά­ποι­α μέ­ρα ἔ­πια­σε στό Μο­να­στή­ρι. Ρώ­τη­σε ὁ Γέ­ρον­τας τόν κα­πε­τά­νιο: «Δέν μᾶς δί­νεις αὐ­τό τό παι­δί νά μᾶς κου­βα­λά­η τό τα­χυ­δρο­μεῖ­ο κά­θε μέ­ρα;». «Ἅ­μα θέ­λη, ἄς ἔρ­θη». Τόν ρώ­τη­σε ὁ Γέ­ρον­τας, ἄν θέ­λη νά μεί­νη στό Μο­να­στή­ρι, καί δέ­χθη­κε. Ἦ­ταν τό ἔ­τος 1910 τό­τε καί ὁ μι­κρός ἦ­ταν 10 ἐ­τῶν. Ἔ­κτο­τε ἔ­με­ινε στό Μο­να­στή­ρι καί ὅ­ταν ἐ­νη­λι­κι­ώ­θη­κε ἔ­γι­νε μο­να­χός. Ἔ­γι­νε ὁ πο­λυ­τε­χνί­της τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ. Τό μυα­λό του ἔ­κο­βε. Ἦ­ταν εὑ­ρε­σι­τέ­χνης. Ὅ­λες τίς ζη­μι­ές ὁ π. Ἀρ­σέ­νιος τίς ἐ­πι­δι­ώρ­θω­νε. Μέ­χρι τό­τε στό Μο­να­στή­ρι ὑ­πῆρ­χαν δύο κτι­στές σόμ­πες. Αὐ­τός ἀ­πό μό­νος του ἔ­φτια­ξε και­νο­ύρ­γι­ες καί γέ­μι­σε τό Μο­να­στή­ρι μέ σόμ­πες. 

Εἶ­χε στόν κόρ­φο του τήν πα­ρά­κλη­ση τῆς Πορ­τα­ΐ­τισ­σας. Ὅ­που κα­θό­ταν στήν αὐ­λή, ἔ­λε­γε τήν  πα­ρά­κλη­ση. Ὅ­ταν γή­ρα­σε, τίς νύ­χτες γύ­ρι­ζε στούς δι­α­δρό­μους καί στήν αὐ­λή μέ τό τρι­α­κο­σά­ρι καί ἔ­λε­γε ψι­θυ­ρι­στά τήν εὐ­χή. 

Ὅ­ταν εἶ­δε κά­ποι­ον πού ἦρ­θε γιά μο­να­χός, τόν ρώ­τη­σε: «Ἔ­χεις ὑ­πο­μο­νή; Ἄν ἔ­χης, θά γί­νεις μο­να­χός». 

Τό ἔ­τος 1956 ἦρ­θε νω­ρίς ὁ χει­μῶ­νας. Μί­α συ­νο­δε­ί­α στίς Κα­ρυ­ές πού εἶ­χαν γε­ρον­τά­κια, δέν πρό­λα­βαν νά προ­μη­θευ­τοῦν ξύ­λα. Ζήτησαν ἀ­πό ἕ­ναν Ἀν­τι­πρό­σω­πο καί ἐ­κεῖ­νος το­ύς εἶ­πε: «Στόν πό­λε­μο σφαῖ­ρες δέν δί­νουν», καί δέν το­ύς ἔ­δω­σε. Μάλιστα τό ἀ­νέ­φε­ρε καί σέ συ­ζή­τη­ση μέ ἄλ­λους Ἀν­τι­προ­σώ­πους. Κάποια στιγμή, τήν ἴ­δια μέ­ρα, βλέ­πουν οἱ πα­τέ­ρες ἔ­ξω ἀ­πό τήν πόρ­τα τους ξη­ρά ξύ­λα, ἀρ­κε­τά φορ­τί­α. Τά πῆ­ραν καί οἰ­κο­νο­μή­θη­καν, χω­ρίς νά ξέ­ρουν ποι­ός τά ἔ­στει­λε. Ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων ἔ­μα­θαν ὅ­τι αὐ­τός ἦ­ταν ὁ γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος ὁ Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της. 

Τό τέ­λος του  ἦ­ταν  ὁ­σια­κό. Ὁ  γη­ρο­κό­μος τοῦ πῆ­γε τό φα­γη­τό καί αὐ­τός τόν εὐ­χα­ρί­στη­σε. Ὕ­στε­ρα ση­κώ­θη­κε, πῆ­γε στό κελ­λί τοῦ γε­ρω–Δαυ­ΐδ καί τοῦ εἶ­πε: «Φεύ­γω. Πά­ω νά βρῶ τόν Γέ­ρον­τά μας καί τούς πα­τέ­ρες. Κα­λή ἀν­τά­μω­ση στόν Πα­ρά­δει­σο!». Τόν χαι­ρέ­τη­σε, για­τί εἶ­χαν με­γά­λη ἀ­γά­πη με­τα­ξύ τους. Ὕ­στε­ρα γύ­ρι­σε στό κελ­λί του, ξά­πλω­σε, σταύ­ρω­σε τά χέ­ρια του καί ἐ­κοι­μή­θη. Σέ ὅ­λη τήν ζωή του δέν εἶ­χε ἀρ­ρω­στή­σει πο­τέ. 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα