Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Ο γερω Αρσένιος ο Γρηγοριάτης

Ο γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος ὁ Γρη­γο­ρι­ά­της, ὅ­ταν ἦρ­θε νά μο­νά­ση, εἶ­χε ὕφος ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ, δι­ό­τι αὐ­τό ἦ­ταν τό ἐπάγ­γελμά του στόν κό­σμο, καί θύ­μω­νε. Ἐξ ἀρ­χῆς ἔ­βα­λε σκο­πό νά νι­κή­ση τό πά­θος τοῦ θυ­μοῦ. Ὅ­σες φο­ρές πή­γαι­νε νά θυ­μώ­ση, κα­τέ­βαι­νε στό δο­χειό τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ καί μέ ἕ­να ξύ­λο χτυ­ποῦ­σε τά πό­δια του λέ­γον­τας: «Θέλεις νά κά­νης τόν χω­ρο­φύ­λα­κα στό Μο­να­στή­ρι; Ἐ­δῶ θά πε­θά­νει ὁ χω­ρο­φύ­λα­κας». Καί βλέ­πον­τας ὁ Θε­ός τόν ἀ­γῶ­να του τοῦ χά­ρι­σε ἀ­ορ­γη­σί­α. Ἦ­ταν πρᾶ­ος, εἰ­ρη­νι­κός μέ ὅ­λους, εὐ­δι­ά­θε­τος καί ἔ­λε­γε νό­στι­μα ἀ­στεῖ­α, γιά νά δί­νη χα­ρά καί πα­ρη­γο­ριά στο­ύς θλιμ­μέ­νους. Ὅ­ποι­ος εἶ­χε στε­νο­χώ­ρι­ες κα­τέ­φευ­γε στόν γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιο, ὁ ὁ­ποῖ­ος τόν πα­ρη­γο­ροῦ­σε μέ τόν κα­λύ­τε­ρο τρό­πο, για­τί ἦ­ταν ἄν­θρω­πος σο­φός καί εἶ­χε πολ­λή ἀ­γά­πη. 

Τό πα­ρά­θυ­ρο τοῦ κελ­λιοῦ του ἦ­ταν πο­λύ στε­νό. Ὅμως τοῦ ἄ­ρε­σε ἡ φύ­ση καί τό φῶς. Ἔ­λε­γε: «Τί ὡ­ραῖ­ο κό­σμο ἔ­κα­νε ὁ Θε­ός καί μεῖς οἱ κα­λό­γε­ροι κά­να­με κά­τι μπουν­τρο­ύ­μια καί κλει­στή­κα­με μέ­σα. Δέν μπο­ροῦ­με αὐ­τό τό πα­ρά­θυ­ρο νά τό με­γα­λώ­σου­με λί­γο νά μπῆ λί­γο φῶς;». Πῆ­ρε ἕ­νας συγ­κοι­νο­βι­ά­της του σφυ­ρί καί κα­λέ­μι καί ἄρ­χι­σε νά ἀ­νο­ί­γη τόν πα­χύ τοῖ­χο, νά με­γα­λώ­ση τό πα­ρά­θυ­ρο. Ἕ­να γε­ρον­τά­κι πού ἔμε­νε σέ δι­πλα­νό κελ­λί ἄ­κου­σε τόν θό­ρυ­βο, καί ὅ­ταν ἔ­μα­θε τί γί­νε­ται, τοῦ εἶ­πε αὐ­στη­ρά: «Ἄν θέ­λης νά γκρε­μί­σης τό Μο­να­στή­ρι, κα­λύ­τε­ρα νά πᾶς στά Με­τέ­ω­ρα», ἐ­πει­δή γιά κά­ποι­ο δι­ά­στη­μα εἶχε φύγει ἀ­πό τήν με­τά­νοιά του καί εἶχε πάει στά Με­τέ­ω­ρα. Ὁ γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος δέν μί­λη­σε κα­θό­λου. Ἕ­να ἄλ­λο γε­ρον­τά­κι ἄκου­σε τήν φα­σα­ρί­α καί ρώ­τη­σε τί ἔ­γι­νε. Καί ὁ γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος μέ τό χα­ρι­τω­μέ­νο του τρό­πο καί τήν εὐ­στρο­φί­α του ἀ­πάν­τη­σε: «Ἀ­δελ­φά­κι μου, χρει­ά­ζε­ται πό­τε–πό­τε κα­νέ­να λο­ύ­σι­μο μέ ἁ­λυ­σί­βα γιά νά κα­θα­ρί­ζη ἡ πι­τυ­ρίς!». 

Ὅ­ταν γή­ρα­σε κα­θό­ταν στό κελ­λί του σέ μί­α κα­ρέ­κλα καί ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή στραμ­μέ­νος πρός τίς εἰ­κό­νες. Κάποια μέ­ρα ἦ­ταν πο­λύ χα­ρο­ύ­με­νος καί εἶ­πε σέ κά­ποι­ον: «Ἔ­χει μί­α χα­ρά ἡ ψυ­χή μου, τρέλ­λα χα­ρᾶς, τώ­ρα πού θά φύ­γω ἀπ᾿ αὐ­τόν τόν κό­σμο». 

Τήν ἑ­πο­μέ­νη ὅ­μως ἡ­μέ­ρα ἦ­ταν κα­τη­φής καί στε­νο­χω­ρη­μέ­νος.  

–Τί ἔ­χεις, γε­ρω–Ἀρ­σέ­νι­ε, τόν ἐ­ρώ­τη­σε ὁ ἴ­διος μο­να­χός.  

–Τί νά σοῦ πῶ! Κοι­τά­ζω τίς εἰ­κό­νες καί γυρ­νά­ει ἡ Μαν­νο­ύ­λα (Πα­να­γί­α) τό πρό­σω­πό της ἀλ­λοῦ, δέν θέ­λει νά μέ δῆ, τό ἴ­διο καί ὁ Χρι­στός καί ὁ Ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος… ”Μά τί σᾶς ἔ­φται­ξα;”, το­ύς λέ­ω. 

Αὐ­τό κρά­τη­σε γιά 3–4 μέ­ρες ἀ­κό­μα. Ὅμως τήν πέμπτη ὁ γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος ἦ­ταν πά­λι χα­ρο­ύ­με­νος, κα­τενυγ­μέ­νος καί δα­κρυ­σμέ­νος, καί ἐ­ξή­γη­σε τήν ἀλ­λα­γή του: «Ἄρ­χι­σα νά ψά­χνω τί φτα­ί­ει. Καί σκέ­φτη­κα μή­πως ἐ­κεῖ­νος ὁ λό­γος πού εἶ­πα ὅ­τι ἔ­χει μία χα­ρά ἡ ψυ­χή μου πού θά φύ­γει ἀ­πό τόν κό­σμο, μή­πως αὐ­τό εἶ­ναι ὑ­πε­ρη­φά­νεια; Καί ἄρ­χι­σα νά λέ­ω: ”Χριστέ μου, καί αὐ­τό δι­κό σου εἶ­ναι, ἐ­γώ εἶ­μαι μία βρῶ­μα. Κι ἄν αἰ­σθά­νω­μαι ἔ­τσι, ἐ­σύ μοῦ ἔ­δω­σες αὐ­τό τό αἴ­σθη­μα∙ δέν εἶ­ναι δι­κό μου». 

Μέ τήν αὐ­το­μεμ­ψί­α του τα­πει­νώ­θηκε καί τήν ἄλ­λη ἡ­μέ­ρα εἶ­πε ὅ­τι ὅ­λες οἱ εἰ­κό­νες τόν κοι­τοῦ­σαν μέ ὁ­λά­νοι­χτα τά μά­τια. 

Ἀ­γα­ποῦ­σε καί εὐ­λα­βεῖ­το πά­ρα πο­λύ τήν Πα­να­γί­α, για­τί τόν ἔ­σω­σε ἀ­πό το­ύς Γερ­μα­νο­ύς καί τόν βο­ή­θη­σε πολ­λές φο­ρές. Τήν ἀ­πο­κα­λοῦ­σε «Μαν­νο­ύ­λα» καί ὅ­ταν ἔ­φευ­γε ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι γιά δι­α­κο­νί­α ἔ­ξω, ἔ­παιρ­νε πάν­τα μα­ζί του μία πα­λαιά εἰ­κό­να της. 

Κάποτε ἔ­πα­θε ἐγ­κε­φα­λι­κό. Στό κελ­λί του ἦ­ταν κοντά του με­ρι­κοί πα­τέ­ρες καί ὁ Ἡ­γο­ύ­με­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος τόν ρώ­τη­σε ἄν εἶ­χε δεῖ τήν Πα­να­γί­α. Στήν κα­τά­στα­ση πού ἦ­ταν δέν μπο­ροῦ­σε νά ἀ­πο­κρύ­ψη τί­πο­τε καί ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι τήν βλέ­πει. «Στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἤ στό κελ­λί σου;», τόν ρώ­τη­σε πά­λι ὁ Ἡ­γο­ύ­με­νος καί ἀ­πάν­τη­σε: «Καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί στό κελ­λί μου». 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα