Δημοσιεύσεις ετικέτας «ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΊΤΙΚΗ ΠΑΡΆΔΟΣΗ»

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γε­ρω Ἡ­σα­ΐ­ας ὁ Καυ­σο­κα­λυ­βί­της κα­τα­γόταν ἀ­πό τήν Λῆ­μνο. Πο­λέ­μη­σε στά ὀ­χυ­ρά τοῦ Με­τα­ξᾶ. Βλέ­πον­τας τόν κίν­δυ­νο ἔ­κα­νε τά­μα, ἄν τόν σώ­ση ἡ Πα­να­γί­α νά γί­νη κα­λό­γε­ρος. Με­τά τόν πό­λε­μο ἦρ­θε καί ὑ­πε­τά­γη στόν γε­ρω Συ­με­ών στήν καλύβη τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου στά Καυσοκαλύβια. Ὁ Γέ­ρον­τάς του Συ­με­ών τοῦ εἶ­πε: «Συ­νή­θως τούς δο­κίμους τούς κρα­τοῦν ἕ­να χρό­νο. Ἐ­μεῖς θά κά­νου­με τό τοῦ ἁ­γί­ου Πα­χω­μί­ου, τρεῖς χρό­νους δο­κι­μή».

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

O γε­ρω–Ἐ­φραίμ ὁ Λαυ­ρι­ώ­της δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι πα­λαιά στήν πα­νή­γυ­ρη τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου ἕ­νας Ἐ­πί­τρο­πος ἔ­δω­σε ἐν­το­λή νά μή δώ­ση ὁ Δο­χειά­ρης στούς ἀ­σκη­τές εὐ­λο­γί­α λά­δι, ὅ­πως ἦ­ταν τό κα­θι­ε­ρω­μέ­νο, για­τί εἶ­χαν λί­γο, μή­πως καί δέν φθά­ση. Ὁ Δο­χει­ά­ρης ὅ­μως ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό του καί ἔδι­νε καί τό πιθά­ρι δέν ἄ­δεια­ζε.

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Έλεγε ὁ γε­ρω–Μα­κά­ριος γιά τόν Γέ­ρον­τά του πα­πα–Εὐ­θύ­μιο τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου, τόν Πνευ­μα­τι­κό: «Ὁ Γέ­ρον­τάς μου ἦ­ταν ἐ­λε­ή­μων, ἀ­γρυ­πνοῦ­σε τίς νύ­χτες […]

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

   Ο γε­ρω–Ἐμ­μα­νου­ήλ Νε­ο­σκη­τι­ώ­της γεν­νή­θη­κε στό Πλω­μά­ρι τῆς Λέσβου τό ἔ­τος 1918. Ἦ­ταν ἀ­δελ­φός κα­τά σάρ­κα τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Μη­θύ­μνης Ἰ­α­κώ­βου. Ἐρ­γα­ζό­ταν ὡς τρα­πε­ζι­κός ὑ­πάλ­λη­λος καί, ὅ­ταν πῆ­ρε τήν σύν­τα­ξή του, ἦρ­θε καί μό­να­σε στήν Κου­τλου­μου­σια­νή Σκή­τη τοῦ Ἁ­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος τό ἔ­τος 1974. Τό 1976 πῆ­ρε τήν Καλύβη τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων στή Νέα Σκή­τη καί τό ἔ­τος 1992 κοι­νο­βί­α­σε στή Μο­νή Γρη­γο­ρί­ου ὅ­που καί ἐ­κοι­μή­θη τό ἔ­τος 2008 σέ ἡ­λι­κί­α 90 ἐ­τῶν.    

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο πα­πα–Δι­ο­νύ­σιος ὁ Πνευ­μα­τι­κός, ὁ Μι­κρα­γι­αν­να­νί­της, ἤ­θε­λε ἀ­πό μι­κρός νά γί­νη μο­να­χός. Σέ ἡλι­κί­α 12 ἐ­τῶν ἔ­φυ­γε καί πῆ­γε σέ ἕ­να μο­να­στή­ρι τῆς Ἀτ­τι­κῆς, ἀλ­λά οἱ δι­κοί του τόν πῆ­ραν πί­σω.  

Ἀ­πό τόν Πνευ­μα­τι­κό του στόν κό­σμο ἔ­μα­θε ὑ­πα­κοή. Στήν ἐ­νο­ρί­α τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ του πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε ὅ­λες τίς ἀ­κο­λου­θί­ες πού τίς ἔ­κα­νε, ὅ­πως στά μο­να­στή­ρια. Ζήτησε εὐ­λο­γί­α ὁ μι­κρός Θε­ο­δό­σης νά γί­νη μο­να­χός καί ὁ Πνευ­μα­τι­κός του τοῦ εἶ­πε: «Ἄν θέ­λης νά γί­νης κα­λό­γε­ρος, δέν ἔ­χεις εὐ­λο­γί­α νά πᾶς που­θε­νά ἀλ­λοῦ πα­ρά μό­νο στόν Γέ­ροντά μου Ἀ­βι­μέ­λεχ». Πίστευε ὅ­τι δέν θά ἄν­τε­χε τήν αὐ­στη­ρή ζωή τοῦ γε­ρω–Ἀ­βι­μέ­λεχ καί θά γύ­ρι­ζε πά­λι στόν κό­σμο, δι­ό­τι τόν προ­ώ­ρι­ζε γιά δι­ά­δο­χό του. 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

     Εἶ­πε ὁ πα­πα–Δι­ο­νύ­σιος τῆς Κο­λι­τσοῦ, ὁ Ρου­μᾶ­νος Πνευ­μα­τι­κός: «Ὅ­ταν πή­ρα­με τόν Ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο στήν Κο­λι­τσοῦ, ἦ­ταν ἐ­ρεί­πιο. Πη­γαί­να­με καί φέρ­να­με ξύ­λα ἀ­πό τήν Φι­λο­θέ­ου μέ τήν βάρ­κα τρα­βών­τας κου­πί. Κά­να­με δύ­ο τρί­α δρο­μο­λό­για τήν ἡμέ­ρα. Εἴ­χα­με εἰ­δι­κά σα­μα­ρά­κια γιά τήν πλά­τη, γιά νά κου­βα­λᾶ­με τίς πέ­τρες. Ἀ­κο­λου­θί­α οὔ­τε μία μέ­ρα δέν χά­σα­με. Κά­να­με 150 με­τά­νοι­ες καί 12 ἑ­κα­το­στά­ρια σταυ­ρω­τά. Τότε, ἅ­μα ἔ­λε­γες στόν Πνευ­μα­τι­κό ὅ­τι δέν ἔ­κα­νες τόν κα­νό­να, δέν σέ κοι­νω­νοῦ­σε». 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Κά­ποι­ος ὑ­πο­τα­κτι­κός στε­νο­χώ­ρη­σε τόν Γέ­ρον­τά του καί ἐ­κεῖ­νος τόν κα­τα­ρά­στη­κε, ἀλ­λοί­μο­νο, νά πε­θά­νη στόν δρό­μο. Με­τά ἀ­πό δε­κα­ε­τί­ες, ὅ­ταν ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα τῆς κοι­μή­σε­ώς του, δυστυχῶς ἔ­πια­σε ἡ κα­τά­ρα τοῦ Γέ­ρον­τά του καί πράγ­μα­τι ἐ­κοι­μή­θη στόν δρό­μο. Ἴ­σως ὁ ὑποτακτικός ἀ­μέ­λη­σε νά συγ­χω­ρη­θῆ ἤ δέν ἔδω­σε ση­μα­σί­α γιά νά πά­ρη πί­σω ὁ Γέ­ρον­τας τήν κα­τά­ρα του. Χρει­ά­ζε­ται προ­σο­χή νά μήν δί­νου­με ἀ­φορ­μές. «Μή δῶς τό­πον ἀν­θρώ­πῳ κα­τα­ρά­σα­σθαί σε»[1][1]. Ἡ ἄ­δι­κη κα­τά­ρα δέν πιά­νει. Ἀλ­λά ἄν κα­τα­ρα­στῆ κά­ποι­ος πο­νε­μέ­νος πού ἔ­χει δί­και­ο, τό­τε πιά­νει, ἄν καί δέν πρέ­πη πο­τέ νά κα­τα­ρι­ώ­μα­στε.  

Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση. κζ’. Γιά λο­γι­σμό ὑ­πε­ρη­φα­νε­ί­ας δαι­μο­νί­στη­κε.  κη΄. Ὁ θε­λη­μα­τά­ρης δέν κά­νει γιά μο­να­χός 

Ο γε­ρω–Ἀ­γά­πιος ὁ Καυ­σο­κα­λυ­βί­της ἦρ­θε 20 ἐτῶν γιά μο­να­χός καί ἐ­κοι­μή­θη 90. Οὐ­δέ­πο­τε βγῆ­κε ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ἄν καί ἦ­ταν ἀ- σθε­νι­κός καί ὑ­πέ­φε­ρε, ὅ­μως ἔ­κα­νε ὑ­πο­μο­νή. Ἦ­ταν ἄ­κρως νη­στευ­τής καί νη­πτι­κός. Πο­λε­μοῦ­σε μέ το­ύς δα­ί­μο­νες πού τοῦ πα­ρου­σι­ά­ζον­ταν φα­νε­ρά, καί το­ύς ἔ­βλε­πε. Κάποτε εἶ­χε ἀ­γρυ­πνί­α στό Κυ­ρια­κό καί αὐ­τός δέν τό ἤ­ξε­ρε. Ὅ­λη τή νύ­χτα ἀγρυπνώντας στό Κελλί του δει­νο­πά­θη­σε πα­λε­ύ­ον­τας μέ το­ύς δα­ί­μο­νες. 

Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση.  κδ’. Πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε νά με­ί­νη στήν με­τά­νοιά του.  κς’. «Ἄν θέ­λη ἡ Πα­να­γί­α…»  

Γέρων δι­η­γή­θη­κε: «Ἀ­φοῦ ἔ­γι­να μο­να­χός, ἔ­βλε­πα κά­ποι­α πράγ­μα­τα στήν με­τά­νοιά μου καί δέν ἀ­να­παυ­ό­μουν∙ ἤ­θε­λα νά φύ­γω. Ὅμως τρεῖς φο­ρές ἐμ­πο­δί­στη­κα καί στό τέ­λος κα­τά­λα­βα ὅ­τι τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι νά με­ί­νω στήν με­τά­νοιά μου.  

»Τήν  πρώ­τη  φο­ρά  συμ­βου­λε­ύ­τη­κα δυό  γε­ρον­τά­κια. Μέ ρώ­τη­σαν ἄν εἶ­μαι με­γα­λό­σχη­μος. Καί ὅταν το­ύς εἶ­πα ὅ­τι εἶ­μαι, μοῦ ἀ­πάν­τη­σαν: ”Δέν μπο­ρεῖς νά φύ­γης ἀ­πό τήν με­τά­νοιά σου, ἐ­κτός ἄν ἐ­πι­ζη­τῆς ἀ­νώ­τε­ρη ζω­ή­”. Σκέ­φθη­κα ὅ­τι δέν μπο­ρῶ νά κά­νω ἀ­νώ­τε­ρη ζωή καί γύ­ρι­σα.  

Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση. κβ’. Ἀνεξάλειπτο τό μοναχικό Σχῆμα κγ’. Ἡ ἄκρα ταπείνωση τοῦ Ἡγουμένου

Ο γε­ρω–Μα­κά­ριος ἐ­γεν­νή­θη στό Ἄρ­γος τό ἔ­τος 1892. Ἐ­κά­ρη μο­να­χός στήν Ἱ. Μ. Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου, ἀλ­λά ἔ­πει­τα ὁ πει­ρα­σμός κα­τά­φε­ρε νά τόν βγά­λη ἀ­πό τήν με­τά­νοιά του στόν κό­σμο καί νυμ­φε­ύ­θη­κε. Ἀ­πέ­κτη­σε μά­λι­στα καί ἕ­να παι­δά­κι. Ζοῦ­σε λοι­πόν ἐν λή­θῃ τῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ών του, ὥ­σπου μί­α μέ­ρα ὁ Θε­ός τοῦ ἔ­δει­ξε ση­μεῖ­ο καί συγ­κλο­νί­στη­κε: 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γε­ρω–Δα­μια­νός ὁ Γρη­γο­ριά­της ἦ­ταν ρω­μα­λέ­ος καί πο­λύ ἐρ­γα­τι­κός. Εἶ­χε πολ­λά δι­α­κο­νή­μα­τα ἐ­ξω­τε­ρι­κά καί τό Οἰ­κο­νο­μεῖ­ον καί τό Δο­χεῖ­ον. Ἦ- ταν ἐκ χα­ρα­κτῆ­ρος ζω­η­ρός καί φω­να­σκῶν, ἀλ­λά καί πο­λύ εὐ­α­ί­σθη­τος, στορ­γι­κός καί πο­νό­ψυ­χος. Ἦ-ταν μο­να­χός φι­λα­κό­λου­θος, εὐ­λα­βής καί συ­νε­πής στά μο­να­χι­κά του κα­θή­κον­τα. Οὐ­δέ­πο­τε ἐ­ξήρ­χε­το τοῦ κελ­λί­ου του με­τά τό Ἀ­πό­δει­πνο. Ἀρ­ρώ­στη­σε ἀ­πό καρ­κί­νο τοῦ προ­στά­τη καί εἶ­χε ἀ­κα­τά­σχε­τη αἱ­μορ­ρα­γί­α. Ἔ­κα­νε μί­α γε­νι­κή καί κα­θα­ρή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση. Πα­ρα­κα­λοῦ­σε σέ ὅ­λη του τήν ζωή νά κοι­μη­θῆ τοῦ Σταυ­ροῦ, πού εἶ­ναι ἀ­νοι­χτοί οἱ οὐ­ρα­νοί. Στήν ἀ­γρυ­πνί­α τῶν Θε­ο­φα­νε­ί­ων, πού πά­λι εἶ­ναι ἀ­νοι­χτοί οἱ οὐ­ρα­νοί, ζή­τη­σε ἐ­πί­μο­να νά κοι­νω­νή­ση πρίν ν᾿ ἀρ­χί­ση ἡ Λει­τουρ­γί­α, για­τί προ­εῖ­δε τήν κο­ί­μη­σή του καί προεῖπε ὅτι, με­τά δέν θά προ­λά­βαινα. Ἐ­κοι­νώ­νη­σε καί ἐ­κοι­μή­θη τήν ὥ­ρα πού χτυ­ποῦ­σαν οἱ καμ­πά­νες γιά τήν Λει­τουρ­γί­α τό ἔ­τος 1993.     

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γε­ρω–Δη­μή­τριος ὁ Γρη­γο­ρι­ά­της γεν­νή­θη­κε στήν Μεσ­ση­νί­α τό ἔ­τος 1930. Στήν Μο­νή Γρη­γο­ρί­ου κοι­νο­βί­α­σε τό 1953. Ἦ­ταν ὑ­πό­δειγ­μα τε­λε­ί­ας ὑ­πα­κο­ῆς στόν Ἡ­γο­ύ­με­νο, ἀλ­λά καί σέ ὅ­λους το­ύς ἀ­δελ­φο­ύς.

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γε­ρω–Γε­ρόν­τιος ἔ­γι­νε μο­να­χός στήν Μο­νή Γρη­γο­ρί­ου. Προ­σβλή­θη­κε ἀ­πό φυ­μα­τί­ω­ση καί τόν ἔ­στει­λαν μα­ζί μέ ἄλ­λον ὁ­μοι­ο­πα­θῆ μο­να­χό στό Σα­να­τό­ριο. Ὅ­ταν θε­ρα­πε­ύ­τη­κε ἐ­πέ­στρε­ψε στό Μο­να­στή­ρι, ἀλ­λά κά­ποι­οι πα­τέ­ρες φο­βο­ύ­με­νοι μήν κολ­λή­σουν καί ἄλ­λοι, τοῦ εἶ­παν νά μέ­νη στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη καί νά τοῦ στέλ­νουν ὅ,τι χρει­ά­ζε­ται. Δέν δέ­χθη­κε. Τοῦ πρό­τει­ναν νά πά­η στό Ὄ­ρος ὅ­που θέ­λει καί αὐ­τοί θά τοῦ στέλ­νουν τρό­φι­μα. Ἔ­φυ­γε χω­ρίς νά πά­ρη τί­πο­τε. Ἔ­κα­νε με­ρο­κά­μα­τα καί ζοῦ­σε. Ἔ­κα­νε στόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο καί στόν Ἅ­γιο Πέτρο. Αὐ­τά ἦ­ταν τά κα­λύ­τε­ρα χρό­νια τῆς κα­λο­γε­ρι­κῆς του. Κοι­νω­νοῦ­σε τα­κτι­κά καί ἦ­ταν χα­ρο­ύ­με­νος ἄν καί δέν εἶ­χε οὔ­τε ἕ­να κον­σερ­βο­κο­ύ­τι νά πί­νη νε­ρό. 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ἔ­λε­γε: «Οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες ἀ­γω­νί­σθη­καν διά τῆς εὐ­χῆς, διά τήν εὐ­χήν. Εἶ­ναι δῶ­ρον Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μᾶς εἶ­πε: ”αἰτεῖτε καί δο­θή­σε­ται­”. Ἡ εὐ­χή γιά τόν μο­να­χό εἶ­ναι ὅ,τι ὁ ὁ­πλι­σμός γιά τόν στρα­τι­ώ­τη. Ἐ­άν ἀ­φαι­ρέ­σου­με τόν ὁ­πλι­σμό του εἶ­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος σέ αἰχ­μα­λω­σί­α».

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Δι­η­γή­θη­κε ὁ πα­πα–Ἀρ­τέ­μιος, πα­λαι­ός Κων­στα­μο­νί­της: «Κα­τά­γο­μαι ἀ­πό τόν Βό­λο καί στόν κό­σμο ἤ­μουν πο­δο­σφαι­ρι­στής. Μοῦ εἶ­παν τρεῖς γνω­στοί μου ὅ­τι θά πή­γαι­ναν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος νά γί­νουν μο­να­χοί.

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γε­ρω–Ἀρ­τέ­μιος ἀ­πό τό Δι­ο­νυ­σι­ά­τι­κο Κελ­λί τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου τοῦ Ψα­ρᾶ, πλη­σί­ον τῶν Κα­ρυ­ῶν, κα­τή­γε­το ἀ­πό τήν Ἤ­πει­ρο καί ἦρ­θε σέ ἡ­λι­κί­α πέν­τε ἐ­τῶν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ὁ πα­τέ­ρας του χή­ρε­ψε μέ τέσ­σε­ρα παι­διά μι­κρά, δύ­ο ἀ­γό­ρια καί δύ­ο κο­ρί­τσια. Τά ἀ­γό­ρια τά ἔ­φε­ρε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί τά κο­ρί­τσια τά ἔ­βα­λε σέ γυ­ναι­κεῖ­ο Μο­να­στή­ρι στήν Κέρκυρα. Ἔ­γι­νε καί αὐ­τός μο­να­χός σέ Μο­να­στή­ρι τῆς Κέρκυρας καί ἀρ­γό­τε­ρα χει­ρο­το­νή­θη­κε ἱ­ε­ρο­μό­να­χος. Ἤ­θε­λε νά ᾿ρθῆ στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, ἀλ­λά ἔ­μει­νε στό Μο­να­στή­ρι του, γιά νά δῆ μή­πως τά κο­ρί­τσια του ὅ­ταν με­γα­λώ­σουν δέν θε­λή­σουν νά γί­νουν μο­να­χές, γιά νά τίς παν­τρέ­ψη. Ἔ­γι­ναν καί οἱ δύ­ο μο­να­χές ὅ­ταν ἐ­νη­λι­κι­ώ­θη­καν καί μά­λι­στα ἡ μί­α ἔ­γι­νε Ἡ­γου­μέ­νη. Ὁ πα­τέ­ρας τους, ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἰ­ω­αν­νί­κιος, εἶ­χε φή­μη Ἁ­γί­ου καί με­τά τήν κο­ί­μη­σή του συ­νέ­χι­σε νά θαυ­μα­τουρ­γῆ.  

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος ὁ Κα­του­να­κι­ώ­της (Γέ­ρον­τας τοῦ π. Ἰ­λα­ρί­ω­νος τοῦ ξυ­λο­γλύ­πτου), γιά νά κα­τα­πο­νῆ τό σῶ­μα του εἶ­χε ἕ­να δι­κέλ­λι καί γυρ­νοῦ­σε καί ἔ­σκα­βε τά πε­ζού­λια τῶν πα­τέ­ρων. Συ­νε­χῶς ψι­θύ­ρι­ζε τήν εὐ­χή καί κα­τά δι­α­στή­μα­τα φώ­να­ζε πιό δυ­να­τά: «Δό­ξα σοι ὁ Θε­ός». Ἔ­σκα­βε ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα, ἔ­τρω­γε κά­τι –αὐ­τό ἦ­ταν ἡ ἀ­μοι­βή του– καί τό βρά­δυ γύ­ρι­ζε στό Κα­λύ­βι του. 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

      Εἶ­χε τε­λει­ώ­σει κά­πο­τε τό λά­δι του. Ἄ­να­ψε τό­τε τό καν­τή­λι μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τῶν ἁ­γί­ων τοῦ Κελλιοῦ του καί μέ πί­στη καί ἁ­πλό­τη­τα τούς λέ­γει: «Ἅ­γιοί μου, κα­νο­νίστε. Τό λά­δι τε­λεί­ω­σε. Νά οἰ­κο­νο­μή­σε­τε λί­γο λα­δά­κι νά σᾶς ἀ­νά­βω τό καν­τή­λι καί νά τρώ­ω καί ἐ­γώ». Τήν ἄλ­λη μέ­ρα πού ἀ­νέ­βη­κε στίς Κα­ρυ­ές, βρί­σκει σέ κάποιο μα­γα­ζί ἕ­να δο­χεῖ­ο λά­δι γιά τό Κελ­λί του, χω­ρίς νά γρά­φη ποι­ός τό στέλ­νει. Εὐ­χα­ρί­στη­σε τούς Ἁ­γί­ους γιά τήν γρή­γο­ρη βο­ή­θειά τους. 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Κάποια νύ­χτα ση­κώ­θη­κα νά κά­νω τήν ἀ­γρυ­πνί­α στό κελ­λί μου. Ἔ­κλα­ψα, ἔ­κλα­ψα, ὄ­χι ἀ­πό κα­τά­νυ­ξη, ἀλ­λά ἐ­πει­δή δέν μπο­ροῦ­σα νά στα­θῶ ὄρ­θιος νά κά­νω τήν ἀ­κο­λου­θί­α μου. Ἐ­κε­ί­νη τήν ὥ­ρα πού ἔ­κλαι­γα μέ ἐ­πε­σκί­α­σε ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­νῶ ἤ­μουν σέ τέ­τοι­α κα­τά­στα­ση ἀ­δυ­να­μί­ας, ἦρ­θε κά­ποι­α θέρ­μη μέ­σα μου. Αὐ­τή ἦ­ταν ἡ θε­ί­α χά­ρις. Ὕ­στε­ρα ὅ­λα ἄλ­λα­ξαν». 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Μο­να­χός Κοι­νο­βιά­της βγῆ­κε ἀ­πό τό κα­θο­λι­κό κα­τά τήν διά­ρκεια ἀ­γρυ­πνί­ας σέ μί­α ἁ­πλω­τα­ριά νά πά­ρη λί­γο ἀ­έ­ρα, νά ξε­κου­ρα­σθῆ. Ὅ­πως στε­κό­ταν καί κοι­τοῦ­σε τήν θά­λασ­σα, κά­ποι­α στιγ­μή σκέ­φθη­κε· «και­ρός εἶ­ναι νά πά­ω μέ­σα». Ὁ­πό­τε ἀ­κού­ει μί­α ἄ­γρια φω­νή δί­πλα του· «κά­τσε λί­γο ἀ­κό­μη». Ἔν­τρο­μος ἔ­τρε­ξε πρός τό να­ό. Μά­λι­στα κτύ­πη­σε τό κε­φά­λι του σέ μί­α χα­μη­λή κα­μά­ρα καί τοῦ ἔ­φυ­γε ὁ σκοῦ­φος μέ τό κου­κού­λι, ἀλ­λά ἀ­πό τόν φό­βο του οὔ­τε γύ­ρι­σε πί­σω. Σέ τέ­τοι­α κα­τά­στα­ση εἰ­σῆλ­θε στό ναό. 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Κά­ποι­ος κοι­νο­βι­ά­της μο­να­χός πα­λαιά εἶ­χε τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ ψα­ρᾶ. Ἀ­πό τά ψά­ρια πού ἔ­πια­νε τη­γά­νι­ζε κρυ­φά καί ἔ­τρω­γε. Κάποτε πού ἦ­ταν σέ μί­α ἐ­ξο­χή βρά­χου καί ἔ­κα­νε τίς λα­θρο­φα­γί­ες του, ξε­κό­πη­κε ὁ βρά­χος καί κα­τε­πον­τί­σθη­κε στήν θά­λασ­σα, μα­ζί καί ὁ ἴ­διος. Ὁ βρά­χος φαί­νε­ται μέ­χρι σή­με­ρα καί εἶ­ναι γνω­στός σάν ”βρά­χος τῆς λα­θρο­φα­γί­α­ς”. 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Στά Κα­του­νά­κια σέ μί­α κα­ται­γί­δα ἔ­βλε­παν οἱ Δα­νι­η­λαῖ­οι ἕ­ναν ἀ­σκη­τή πού περ­νών­τας ἀ­πό τό μο­νο­πά­τι εἶ­δε ἕ­ναν Σταυ­ρό πε­σμέ­νο ἀ­πό τόν ἀ­έ­ρα. Ἀ­ψή­φη­σε τήν κα­ται­γί­δα καί προ­σπα­θοῦ­σε νά στη­ρί­ξη τόν Σταυ­ρό. Ξαφ­νι­κά ἐ­κεῖ δί­πλα ἔ­πε­σε κε­ραυ­νός πού ἔ­σχι­σε τήν σω­λῆ­να τοῦ νε­ροῦ σέ μῆ­κος 50 μέ­τρων, καί ὁ μο­να­χός καί ὁ Σταυ­ρός δέν ἔ­πα­θαν τί­πο­τε. Καί με­τά τόν κε­ραυ­νό ὁ γεν­ναῖ­ος ἐ­κεῖ­νος κα­λό­γη­ρος μέ πί­στη δέν ἔ­φυ­γε ἀ­πό ἐ­κεῖ, μέ­χρι πού στε­ρέ­ω­σε τόν Σταυ­ρό. 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ἕ­να γε­ρον­τά­κι ἐ­νά­ρε­το ἀ­πό τό Κελ­λί τοῦ Ἄ­ξι­όν Ἐστι τῆς Κα­ψά­λας ἔ­λε­γε: «Θά ᾿ρθεῖ και­ρός πού ὁ Θε­ός θά πα­ρα­χω­ρεῖ ἀ­σθέ­νει­ες στο­ύς ἀν­θρώ­πους καί στά φυ­τά, καί θά ψά­χνουν οἱ ἄν­θρω­ποι νά βροῦν φάρ­μα­κο. Ὥ­σπου νά βροῦν γιά τήν μία ἀ­σθέ­νεια, θά πα­ρα­χω­ρεῖ ὁ Θε­ός ἄλ­λη». 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Τήν τα­πε­ί­νω­ση σή­με­ρα δύ­σκο­λα τήν βρί­σκεις ὅ­πως καί τήν δι­ά­κρι­ση. Ἀ­γά­πη θά βρεῖς, ἀλ­λοῦ λί­γη ἀλ­λοῦ πο­λλή. Τα­πε­ί­νω­ση ὅ­μως καί δι­ά­κρι­ση δύ­σκο­λα βρί­σκεις· εἶ­ναι καί ἀλ­λη­λέν­δε­τες. Ἡ τέ­λεια δι­ά­κρι­ση εἶ­ναι ση­μεῖ­ο ἁ­γι­ό­τη­τος».  

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Εἶ­πε Γέρων: «Πε­νῆν­τα πέν­τε χρό­νια εἶ­μαι ἐ­δῶ. Ἐ­χθές ἦρ­θα, αὔ­ριο φε­ύ­γω».   
Εἶ­πε Γέ­ρων: «Μία φο­ρά πού ἔ­κα­να κα­νό­να τή νύ­χτα στό κελ­λί μου εἶ­δα φῶς καί αἰ­σθάν­θη­κα μία ἀλ­λοί­ω­ση». 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Τό πιό σπου­δαῖ­ο στήν προ­σευ­χή δέν εἶ­ναι οὔ­τε ἡ ἀ­να­πνο­ή οὔ­τε ἡ στά­ση μας, ἀλ­λά ἡ με­τά­νοι­α καί ἡ καρ­δια­κή προ­σευ­χή. Ἄν προ­σε­ύ­χε­σαι μέ τό κομ­πο­σχο­ί­νι καί οἱ λο­γι­σμοί τρέ­χουν συ­νέ­χεια, τό­τε στα­μά­τη­σέ τα ὅ­λα, καί τήν προ­σευ­χή καί τούς λο­γι­σμούς, καί ὁ νοῦς νά μεί­νη γιά λί­γο ἄ­δει­ος ἀπ᾿ ὅ­λα. Εἶ­ναι σάν νά ξα­πλώ­νης, ὅ­ταν ὁ ἐ­χθρός πυ­ρο­βο­λᾶ καί οἱ σφαῖ­ρες περ­νοῦν ἀ­πό πά­νω σου. Ἔ­πει­τα ἄρ­χι­σε πά­λι τήν εὐ­χή». 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Ὅ­ποι­ος μι­λᾶ γιά ἀ­ρε­τές, κρύ­βει τά πά­θη του, καί ὅ­ποι­ος μι­λᾶ γιά πά­θη, κρύ­βει τίς ἀ­ρε­τές του». 

Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Με­ρι­κοί πού ἔ­χουν φθό­νο καί μῖσος γιά κά­ποι­ον, ὅ­ταν τόν δοῦν λέ­νε: “Μ᾿ ἔ­κα­ψε πού τόν εἶ­δα. Δέν μπο­ρῶ νά τόν δῶ­”. Νι­ώ­θουν ἕ­να κά­ψι­μο ἐ­σω­τε­ρι­κό. Τέ­τοι­ου εἴ­δους, ἀλ­λά σέ βαθ­μό ἀ­συγ­κρί­τως με­γα­λύ­τε­ρο, πού κα­λύ­τε­ρα νά μή γνω­ρί­ση κα­νείς, θά εἶ­ναι καί τό κά­ψι­μο τῆς κο­λά­σε­ως. Ὁ Θε­ός νά φυ­λά­η». 

Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Κά­ποι­ος Γέ­ρον­τας ἔ­δω­σε τίς λί­γες οἰ­κο­νο­μί­ες του σέ γνω­στό του γιά νά τίς φυ­λά­ξη. Ὅ­ταν ζή­τη­σε νά τίς πά­ρη, ἐ­κεῖ­νος δέν τίς ἐ­πέ­στρε­φε καί ἄρ­χι­σε νά βρί­ζη καί νά κα­τα­ρι­έ­ται τόν μο­να­χό. Αὐ­τός, ὁ ἀδικημένος, πα­ραι­τή­θη­κε ἀ­πό τήν λο­γο­μα­χί­α, δέ­χθη­κε τήν ἀ­δι­κί­α καί ἤ­ρε­μα τοῦ εἶ­πε: «Κρά­τη­σε ἐ­σύ τά χρή­μα­τα καί ἐ­γώ τίς ἀ­ρές (κα­τά­ρες)». Ἀλ­λά ἡ δι­και­ο­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ ἐ­νήρ­γη­σε καί αὐ­τόν πού ἀ­δί­κη­σε, τόν ἔ­κλε­ψαν καί με­τά ἀρ­ρώ­στη­σε. Ἐ­πα­λη­θεύ­θη­κε ἔτσι ἡ Γρα­φή ἡ λέ­γου­σα: «Δι᾽ ὧν τις ἁ­μαρ­τά­νει, διά τού­των κο­λά­ζε­ται»

Περιστατικά ἀπό τήν Ἀσκητική καί Ἡσυχαστική Ἁγιορείτικη Παράδοση

Στό Ξη­ρο­πο­τα­μι­νό Κελ­λί τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου κά­ποι­ος Ἀ­νώ­νυ­μος[1][1] Γέ­ρον­τας Ρου­μᾶ­νος πρίν ἀ­πό χρό­νια ἐ­κοι­μή­θη, ἀλλά δέν εἶ­χε κα­λό τέ­λος. Αὐ­τό ὠ­φεί­λε­το, κα­τά τούς πα­τέ­ρες πού τόν γνώ­ρι­ζαν, στό ὅ­τι εἶ­χε πά­ει στήν Ρωσ­σί­α καί στήν Ρου­μα­νί­α καί μά­ζε­ψε ἐ­λε­η­μο­σύ­νες καί χρή­μα­τα μα­ζί μέ ὀ­νό­μα­τα γιά μνη­μό­νευ­ση, αὐ­τός ὅ­μως δέν μνη­μό­νευ­σε τά ὀ­νό­μα­τα. Γι᾿ αὐτό τήν ὥ­ρα τῆς κοι­μή­σε­ώς του φώ­να­ζε: «Πάρ­τε αὐ­τά τά χαρ­τιά, μέ καῖ­νε τά ὀ­νό­μα­τα». 

Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Ὁ γε­ρω–Ἀ­να­νί­ας

Στό Κελ­λί τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου τό ἐ­πο­νο­μα­ζό­με­νον τῶν Σκουρ­ταί­ων, ἄ­νω­θεν τῶν Κα­ρε­ῶν, ἀ­σκή­θη­κε ὁ π. Παρ­θέ­νιος καί με­τά θά­να­τον εὐ­ω­δί­α­σαν τά Λεί­ψα­νά του. Στό ἴ­διο Κελ­λί ἐ­κοι­μή­θη καί ἐ­τά­φη καί ὁ ὅ­σιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της.

Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γερω–Ἀ­θα­νά­σιος, ἀ­δελ­φός κα­τά σάρ­κα τοῦ γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ τοῦ Ἡ­συ­χα­στοῦ, δέν ἔ­κα­νε πολ­λή ὑπα­κο­ή στόν Γέ­ρον­τά του. Μία μέ­ρα εἶ­δε σέ ὅ­ρα­μα στόν τό­πο τῆς εἰ­κό­νος τοῦ Χρι­στοῦ, στό τέμ­πλο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τους, νά εἶ­ναι ἡ εἰ­κό­να τοῦ Γέ­ρον­τά του.

Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Ὁ γε­ρω-Ἀ­γλά­ϊ­ος ὁ Κων­στα­μο­νί­της – Ο γε­ρω-Ἀ­θα­νά­σιος ὁ Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της

Ὁ γε­ρω–Ἀ­γλά­ϊ­ος ὁ Κων­στα­μο­νί­της, ὅ­ταν γέ­ρα­σε, ἀρ­ρώ­στη­σε καί βά­ρυ­νε. Ὅ­λοι κα­τά­λα­βαν ὅ­τι   πλη­σι­ά­ζει ἡ κο­ί­μη­σή του. Τότε ὁ π. Γρη­γό­ριος εἶ­πε: «Πα­τέ­ρες μου, ὁ γε­ρω–Ἀ­γλά­ϊ­ος Προ­ϊ­στά­με­νος ἦ­ταν·  ἄς τοῦ κά­νου­με ἕ­να εὐ­χέ­λαι­ο».

Σελίδες