Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

 

 

   Έἶ­πε ὁ πα­παΓιά­ννης ὁ Ρου­μᾶ­νος ἀ­πό τήν Κο­λι­τσοῦ: «Ὡς νέ­ος μο­να­χός εἶ­χα πολ­λή δου­λειά, ἀλ­λά ἀγα­ποῦ­σα καί τό Ψαλ­τή­ρι. Γι᾿ αὐ­τό δι­ά­βα­ζα τούς ψαλ­μούς τήν ὥ­ρα τῆς ἐρ­γα­σί­ας καί ἔ­τσι με­τά ἀ­πό και­ρό τό ἔ­μα­θα ἀπ᾿ ἔ­ξω. Ὁ Γέ­ρον­τάς μου, ὁ π. Ἠ­λί­ας, κά­θε μέ­ρα δι­ά­βα­ζε ὅ­λο τό Ψαλ­τή­ρι».

   Ἦ­ταν πο­λύ φι­λό­ξε­νος. Πάν­το­τε, ὅ­ποι­ος περ­νοῦ­σε ἀ­πό τό Κελ­λί του, τοῦ ἔ­βα­ζε νά φά­η. Ἔ­λε­γε ὅ­τι ὁ Κύ­ριος θά μᾶς κρί­νει σύμ­φω­να μέ τίς πέν­τε ἐν­το­λές του: «Ἐ­πεί­να­σα καί ἐ­δώ­κα­τέ μοι φα­γεῖν, ἐ­δί­ψη­σα καί ἐ­πο­τί­σα­τέ με, ξέ­νος ἤ­μην καί συ­νη­γά­γε­τέ με, ἀ­σθε­νής καί ἐ­πι­σκέ­ψα­σθέ με, ἐν φυ­λα­κῇ ἤ­μην καί ἤλ­θε­τε πρός με»

   Ὁ πα­πα–Γιά­ννης ἦ­ταν μι­κρό­σω­μος καί ντυ­μέ­νος μέ κου­ρέ­λια. Εἶ­χε με­γά­λη τα­πεί­νω­ση. Ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του καμ­μία φο­ρά τόν μάλω­νε καί αὐ­τός λέ­ξη δέν ἔ­βγα­ζε. Ἔ­λε­γε ἀ­δι­α­λεί­πτως τήν εὐ­χή. Ὅ­ταν στό τέ­λος δέν μπο­ροῦ­σε νά πη­γαί­νη στήν ἀ­κο­λου­θί­α, τήν ἔ­κα­νε στό κρεβ­βά­τι του. Τό κελ­λί του ἦ­ταν ἄδει­ο. Δέν εἶ­χε τί­πο­τε ἄλ­λο, ἐ­κτός ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι, τό τρα­πέ­ζι, τήν κα­ρέ­κλα καί με­ρι­κά πα­λαι­ά βι­βλί­α. Ἔ­λει­πε ἕ­να τζά­μι ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο καί ἔ­βα­ζε πο­λύ ἀέρα.

   «Ὁ μο­να­χός πρέ­πει νά ἔ­χη ὑ­πο­μο­νή. Ἀλ­λά γιά νά ἔ­χη ὑ­πο­μο­νή, πρέ­πει νά ἀ­πο­κτή­ση τα­πεί­νω­ση. Ὁ  ὑ­πε­ρή­φα­νος δέν μπο­ρεῖ νά κά­νη ὑ­πο­μο­νή. Ὡς ἀρ­χή τοῦ δρό­μου νά βά­λης τή νη­στεί­α (ὄ­χι ὡς βά­ση). Ἀλ­λοι­ῶς αἰ­σθά­νε­ται κα­νείς μέ­σα στήν Σα­ρα­κο­στή τήν Κυ­ρια­κή τό βρά­δυ πού εἶναι χορτᾶτος καί ἀλ­λοι­ῶς πρός τό τέ­λος τῆς ἑ­βδο­μά­δος. Τήν Κυρια­κή ὁ νοῦς δέν μπο­ρεῖ νά δῆ φῶς, ἐ­νῶ πρός τό τέ­λος τῆς ἑ­βδο­μά­δος ὁ νοῦς βλέ­πει φῶς».

   «Δο­κί­μα­σε, ὅ­ταν ἔ­χη δύ­ο τρά­πε­ζες τήν ἡ­μέ­ρα, τό βρά­δυ νά φᾶς μό­νο λί­γο ψω­μί καί νε­ρό, τότε θά δεῖς πῶς θά αἰ­σθά­νε­σαι τό πρωΐ. Καί ἄλ­λη φο­ρά δο­κί­μα­σε τό βρά­δυ νά πι­ῆς κρα­σί. Τό πρωΐ θά δεῖς πώς τό κε­φά­λι σου θά εἶ­ναι βα­ρύ καί στό νοῦ σου θά ἔρ­χον­ται λο­γι­σμοί».

   «Με­ρι­κοί δέν πί­νουν κα­θό­λου κρα­σί. Ἐ­γώ προ­σπα­θοῦ­σα νά μι­μη­θῶ τόν ἅ­γιο Σάβ­βα τόν Ἡ­γι­α­σμέ­νο. Ὅ­ταν πῆ­γε στόν ἅ­γιο Εὐ­θύ­μιο καί πῆ­γαν στήν τρά­πε­ζα νά φᾶ­νε, ὁ ἅ­γιος Εὐ­θύ­μιος τοῦ ἔ­δω­σε νά πι­ῆ ἕ­να πο­τή­ρι μέ κρα­σί. Ὁ ἅ­γιος Σάβ­βας, πρίν νά τό πι­ῆ, ἔ­βα­λε μέ­σα νε­ρό. Ὁ ἅ­γιος Εὐ­θύ­μιος εἶ­πε στόν ἅ­γιο Θε­ό­κτι­στο: “Αὐ­τός θά γί­νει κα­λός μο­να­χός, δι­ό­τι ἔ­δει­ξε καί ὑ­πα­κο­ή καί ἐγ­κρά­τεια “. Με­τά ὁ ἅ­γιος Σάβ­βας ἔ­κα­νε ἀρ­κε­τούς ἀ­γῶ­νες νη­στεί­ας. Ὄχι μό­νο κρα­σί δέν ἔ­πι­νε, ἀλ­λά οὔ­τε νε­ρό δέν χόρ­ται­νε. Καί σέ­να, ἄν σοῦ προ­σφέ­ρουν κρα­σί, κά­που κά­που νά πί­νης λί­γο, ἀ­φοῦ βά­λης μέ­σα καί νε­ρό. Ἔ­τσι δέν θά κα­τα­κρί­νεις αὐ­τούς πού πί­νουν, καί ἐ­σέ­να δέν θά σέ κα­τα­κρί­νουν ὅ­τι δέν πί­νεις».

   «Γιά τόν μο­να­χό δέν εἶ­ναι κα­λά νά πη­γαί­νη ἐ­δῶ καί ἐ­κεῖ. Σέ πα­νή­γυ­ρη νά πηγαίνη μί­α φο­ρά τόν  χρό­νο».

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα