Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

     Εἶ­πε ὁ πα­πα–Δι­ο­νύ­σιος τῆς Κο­λι­τσοῦ, ὁ Ρου­μᾶ­νος Πνευ­μα­τι­κός: «Ὅ­ταν πή­ρα­με τόν Ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο στήν Κο­λι­τσοῦ, ἦ­ταν ἐ­ρεί­πιο. Πη­γαί­να­με καί φέρ­να­με ξύ­λα ἀ­πό τήν Φι­λο­θέ­ου μέ τήν βάρ­κα τρα­βών­τας κου­πί. Κά­να­με δύ­ο τρί­α δρο­μο­λό­για τήν ἡμέ­ρα. Εἴ­χα­με εἰ­δι­κά σα­μα­ρά­κια γιά τήν πλά­τη, γιά νά κου­βα­λᾶ­με τίς πέ­τρες. Ἀ­κο­λου­θί­α οὔ­τε μία μέ­ρα δέν χά­σα­με. Κά­να­με 150 με­τά­νοι­ες καί 12 ἑ­κα­το­στά­ρια σταυ­ρω­τά. Τότε, ἅ­μα ἔ­λε­γες στόν Πνευ­μα­τι­κό ὅ­τι δέν ἔ­κα­νες τόν κα­νό­να, δέν σέ κοι­νω­νοῦ­σε». 

«Κου­ρα­ζό­μα­σταν πο­λύ, ἀλ­λά εἴ­χα­με χα­ρά μέ­σα μας, πολ­λή χα­ρά. Ἡ στέ­ρη­ση καί ὁ ἀ­γώ­νας πού κά­να­με μᾶς ἔ­δι­νε χα­ρά. Τό­τε λί­γα πράγ­μα­τα εἴ­χα­με. Τώ­ρα ἔ­χο­με πολ­λές εὐ­κο­λί­ες, ἀλ­λά ὄ­χι χα­ρά. Ἐ­μεῖς οἱ μο­να­χοί γί­να­με σάν τούς πα­λαι­ούς εὐ­λα­βεῖς λα­ϊ­κούς, καί οἱ λα­ϊ­κοί εἶ­ναι κατ᾿ ὄ­νο­μα Χρι­στια­νοί». 

«Κά­πο­τε πή­γα­με μέ τά πό­δια ἀ­πό τήν Κο­λι­τσοῦ στήν πα­νή­γυ­ρη τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου στήν Λα­ύ­ρα με­τά τήν ἐρ­γα­σί­α. Εἴ­χα­με χα­ρά πού περ­πα­τού­σα­με τή νύ­χτα στό Πε­ρι­βό­λι τῆς Πα­να­γί­ας. Ξη­με­ρώ­μα­τα φθά­σα­με στό Ἁ­γί­α­σμα καί προ­λά­βα­με τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α». 

«Αὐ­τά (σπί­τια, κῆ­ποι, ἐρ­γό­χει­ρα) εἶ­ναι γι᾽ αὐ­τήν τήν ζω­ή. Ἀλ­λά καί χω­ρίς αὐ­τά δέν μπο­ροῦ­με». 

«Ἡ κα­λύ­τε­ρη προ­σευ­χή γί­νε­ται τή νύ­χτα με­τά τόν ὕ­πνο. Δι­ό­τι τό­τε ὁ νοῦς εἶ­ναι ξε­κού­ρα­στος καί συγ­κεν­τρω­μέ­νος». 

«Ὅ­ταν ὁ κα­νό­νας γί­νε­ται πρίν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α (νυ­χτε­ρι­νή ἀ­κο­λου­θί­α), εἶ­ναι χρυ­σός, με­τά τήν   ἀ­κο­λου­θί­α ἄρ­γυ­ρος καί τήν ἡ­μέ­ρα μπα­κί­ρι». 

«Οἱ δύ­ο πτέ­ρυ­γες τοῦ μο­να­χοῦ εἶ­ναι ὁ προ­σω­πι­κός του κα­νό­νας καί ἡ ἀ­κο­λου­θί­α στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Καί οἱ δύο πρέ­πει νά εἶ­ναι χω­ρίς ἐλ­λεί­ψεις». 

«Κά­θε βρά­δυ νά ἐ­ξε­τά­ζης τούς λο­γι­σμούς σου, τί ἔ­κα­νες τήν ἡ­μέ­ρα, καί κά­θε δύ­ο ἑ­βδο­μά­δες τό πο­λύ νά ἐ­ξο­μο­λο­γῆ­σαι ἐ­νώ­πιον Πνευ­μα­τι­κοῦ». 

«Ὁ βα­σι­λι­κός δρό­μος γιά τόν ὕ­πνο εἶ­ναι τέσ­σε­ρις ὧ­ρες τή νύ­χτα καί δύ­ο τήν ἡ­μέ­ρα. Τήν ἡ­μέ­ρα δέν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το νά κοι­μη­θῆς, πα­ρά μό­νο νά ξα­πλώ­σης, ἀ­νά­λο­γα μέ τίς δυ­νά­μεις σου». 

«Ἄν ἔ­χης μία ἐν­το­λή σάν κα­νό­να καί δέν μπο­ρῆς γιά κά­ποι­ο λό­γο νά τήν ἐκ­πλη­ρώ­σης κά­ποι­α μέ­ρα, πρέ­πει νά τήν κά­νης ἄλ­λη μέ­ρα». 

«Αὐ­τό πού βλά­πτει πε­ρισ­σό­τε­ρο τό νέ­ο εἶ­ναι ὁ πο­λύς ὕ­πνος. Πιό πο­λύ καί ἀ­πό τό πο­λύ φα­γη­τό». 

«Ὁ μο­να­χός πρέ­πει νά εἶ­ναι σέ ὅ­λη τήν ἀ­κο­λου­θί­α στήν Ἐκ­κλη­σί­α· νά μή λεί­πη πο­τέ οὔ­τε νά κα­θυ­στε­ρῆ, ἀλ­λά οὔ­τε καί νά φεύ­γη πιό νω­ρίς, πρίν ἀπό τό “δι᾿ εὐ­χῶν”». 

«Ὅ­ταν κά­νης τόν κα­νό­να σου, νά μή δέ­χε­σαι λο­γι­σμούς κα­τα­κρί­σε­ως γιά τούς ἀ­δελ­φούς, ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­με­λεῖς, ἀλ­λά νά αὐ­το­μέμ­φε­σαι ὅ­τι ἐ­σύ εἶ­σαι ὁ πιό ἁ­μαρ­τω­λός καί κά­νεις αὐ­τό πού ἔ­χεις χρέ­ος νά κά­νης, ἐ­νῶ οἱ ἄλ­λοι πα­τέ­ρες ἔ­χουν ἀ­ρε­τές πού ἐ­σύ δέν τίς βλέ­πεις». 

«Ὅ­ταν κά­νης μι­κρές με­τά­νοι­ες, τό χέ­ρι πρέ­πει νά φθά­νη στό χῶ­μα. Ἄν δέν μπο­ρῆς, τοὐ­λά­χι­στον στά γό­να­τα. Ἄν κου­ρα­στῆς κα­τά τόν κα­νό­να, μπο­ρεῖς νά κά­νης δι­ά­λειμ­μα, προ­σευ­χό­με­νος ὅ­μως νο­ε­ρῶς. Ἄν δέν μπο­ρῆς νά κά­νης με­τά­νοι­ες με­γά­λες γιά κά­ποι­ο λό­γο, νά κά­νης δι­πλά­σι­ες μι­κρές». 

«Εἴ­μα­στε ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά προ­σευ­χώ­μα­στε γιά τούς εὐ­ερ­γέ­τες μας. Νά μή μέ­νου­με χρε­ω­μέ­νοι στούς εὐ­ερ­γέ­τες μας, ἀλ­λά νά ξε­πλη­ρώ­νου­με μέ προ­σευ­χή. Ἕ­νας μο­να­χός πού δέν προ­σευ­χό­ταν γιά τούς εὐ­ερ­γέ­τες του, ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη πῆ­γε νά πε­ρά­ση ἡ ψυ­χή του τά τε­λώ­νια. Ὅ­μως αὐ­τά πού εἶ­χε κερ­δί­σει ἀ­πό τά κα­λά του ἔρ­γα, ὁ φύ­λα­κας Ἄγ­γε­λός του τά μοί­ρα­σε στούς εὐ­ερ­γέ­τες του γιά νά ξε­πλη­ρώ­ση, καί ἔτσι δέν κα­τώρ­θω­σε νά πε­ρά­ση τά τε­λώ­νια. Τό­τε ὁ Ἄγ­γε­λος τοῦ εἶ­πε νά ἐ­πι­στρέ­ψη στό σῶ­μα του καί μέ­χρι τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του ἔ­κλαι­γε καί ἔ­δι­νε ἐ­λε­η­μο­σύ­νη». 

«Χω­ρίς νά  κά­νου­με τόν  κα­νό­να  μας δέν  μπο­ροῦ­με νά εἴ­μα­στε μο­να­χοί. Ὅ­ταν ἦρ­θα τό 1924 στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, στό Κα­ρα­κάλ­λου σ᾿ ἕ­να τοῖ­χο εἶ­χε  τήν ἑ­ξῆς δι­ή­γη­ση: “Δύ­ο κα­λοί ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα βο­η­θοῦ­σαν καί ὠ­φε­λοῦ­σαν πο­λύ κό­σμο, ἀλ­λά πολ­λές φο­ρές ἄ­φη­ναν τόν κα­νό­να τους. Ὅ­ταν τούς ἔ­κα­ναν τήν ἀ­να­κο­μι­δή, βρέ­θη­καν ἄ­λυω­τοι. Τό­τε ὁ Πα­τριά­ρχης ἔ­δω­σε ἐν­το­λή σέ ὅ­λους τούς μο­να­χούς νά κά­νουν ἀ­γρυ­πνί­α γι᾿ αὐ­τούς. Σ᾿ ἕ­ναν ἀ­να­χω­ρη­τή ἐμ­φα­νί­στη­κε Ἄγ­γε­λος καί εἶ­πε ὅ­τι αὐ­τοί οἱ δύ­ο εἶ­ναι κα­λοί, ἀλ­λά δέν ἔ­λυ­ω­σαν, για­τί ἄ­φη­ναν τόν κα­νό­να τους. Ὁ Ἄγ­γε­λος εἶ­πε νά κά­νουν οἱ μο­να­χοί τῆς πε­ρι­ο­χῆς τόν κα­νό­να τῶν δύ­ο ἱ­ε­ρο­μο­νά­χων γιά ἕ­να χρό­νο. Ὅ­ταν ἔ­πει­τα ἔ­κα­ναν τήν ἀ­να­κο­μι­δή, εἶ­χαν λυ­ώ­σει”». 

«Πα­λαι­ά στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, γιά νά γί­νη κα­νείς μο­να­χός, ἔ­πρε­πε νά μά­θη τούς Χαι­ρε­τι­σμούς ἀπ᾿ ἔξω». 

«Ἄν στήν προ­σπά­θεια γιά νο­ε­ρά προ­σευ­χή ἐμ­φα­νι­στοῦν πό­νοι στήν καρ­διά σω­μα­τι­κοί καί ὄ­χι πνευ­μα­τι­κοί, αὐ­τοί πού λέ­νε οἱ Πα­τέ­ρες, τό­τε μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι κρύ­ω­μα ἤ τά νεῦ­ρα. Πάν­τως μήν ἀ­φή­σης τήν εὐ­χή καί νά σταυ­ρώ­νης τήν καρ­διά μέ λά­δι ἀ­πό τό καν­τή­λι τοῦ Ἁ­γί­ου τῆς Μο­νῆς». 

«Ἄν στόν κα­νό­να σοῦ ἔρ­θη κα­τά­νυ­ξη καί κα­τάστα­ση κα­λή, ἀκόμη καί ἄν τε­λει­ώ­σης τά κομ­πο­σχο­ί­νια, μή στα­μα­τή­σης τήν εὐ­χή μέ­χρι νά φύ­γη ἀ­πό μό­νη της αὐ­τή ἡ κα­τά­στα­ση». 

«Νά μή λές τήν εὐ­χή μέ βε­βι­α­σμέ­νη ἐ­σω­τε­ρι­κή κα­τά­στα­ση, ἀλ­λά ὁ νοῦς σου νά εἶ­ναι συγ­κεν­τρω­μέ­νος στήν εὐ­χή. Τήν αἴ­σθη­ση τῆς με­τα­νοί­ας καί τήν κα­τά­νυ­ξη νά τίς πε­ρι­μέ­νης ἀ­πό τόν Κύ­ριο». 

«Ὅ­ταν φι­λο­ξε­νῆ­σαι μα­ζί μέ ἄλ­λους στό ἴ­διο δω­μά­τιο  καί δέν μπο­ρῆς νά κά­νης τόν κα­νό­να σου,  πρέ­πει νά τόν κά­νης τήν ἄλ­λη μέ­ρα. Κα­λά εἶ­ναι νά ἔ­χης κά­νει με­ρι­κούς κα­νό­νες ἀ­πό πρίν, καί ὅ­ταν δέν μπο­ρῆς νά κά­νης κα­νό­να, νά τόν ἔ­χης ἐ­ξα­σφαλι­σμέ­νον ἀ­πό πρίν». 

«Οἱ Πα­λαι­οί πα­τέ­ρες ἔ­λε­γαν: “Ὅ­ταν πᾶς κά­που καί σέ φι­λο­ξε­νή­σουν, ὕ­στε­ρα, ὅ­ταν φύ­γης, ἀ­κό­μη καί στόν δρό­μο, κά­νε ἕ­να κομ­πο­σχο­ί­νι γι᾿ αὐ­τούς, για­τί ἔ­κα­ναν κό­πο· καί ἄν δέν προ­σευ­χη­θῆς γι᾿ αὐ­τούς μέ­νεις μέ χρέ­ος. Πάν­το­τε νά εὐ­χα­ρι­στῆς ἐ­κεί­νους πού σέ φι­λο­ξέ­νη­σαν, καί νά προ­σεύ­χε­σαι γι᾿  αὐ­τούς”». 

«Ἐ­δῶ δέν ἤρ­θα­με νά κά­νου­με κα­λά ἔρ­γα, ἀλ­λά νά κά­νου­με ὑ­πα­κοή». 

«Πρῶ­τα ἀ­πό ὅ­λα νά προ­σπα­θῆς νά ἀ­πο­κτή­σης τα­πει­νο­φρο­σύ­νη. Ἄν κά­ποι­ος σοῦ πῆ κά­τι, ἐ­σύ πές “Ὤ, μό­νο αὐ­τό; Ἐ­γώ εἶ­μαι πο­λύ πιό ἁ­μαρ­τω­λός, εἶ­μαι καί τέ­τοι­ος καί τέ­τοι­ος”. Ὅ­ταν ἀ­πο­κτή­σης τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, τό­τε ἀ­πό τίς βρι­σι­ές θά αἰ­σθά­νε­σαι χα­ρά. Ὅ­ταν ἔ­χης τα­πεί­νω­ση, τό­τε ὁ Θε­ός δί­δει τήν χά­ρι Του. Στήν καρ­διά ἔρ­χε­ται οὐ­ρά­νια χα­ρά. Τό­τε ὁ Κύ­ριος βο­η­θᾶ σέ ὅ­λα». 

«Ἄν ἔ­χης ἐ­νυ­πνια­σμό τήν Κυ­ρια­κή, ἀν­τί πε­νῆν­τα με­τά­νοι­ες με­γά­λες, νά κά­νης ἑ­κα­τό μι­κρές με­τά­νοι­ες. Δέν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τί­α νά κά­νης με­γά­λες με­τά­νοι­ες τήν Κυ­ρια­κή, ἀλ­λά οἱ Πα­τέ­ρες μας ἔ­κρι­ναν ἔ­τσι πρός δό­ξαν Θε­οῦ. Ἀλ­λά ἄν κά­ποι­α φο­ρά αἰ­σθά­νε­σαι με­τά­νοι­α καί ἡ ψυ­χή σου θέ­λη νά γο­να­τί­ση, τό­τε μπο­ρεῖς καί δέν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τί­α». 

«Ὅ­ταν στήν τρά­πε­ζα ἔ­χη πολ­λά φα­γη­τά, κα­λύ­τε­ρα νά δο­κι­μά­σης λί­γο ἀπ᾿ ὅ­λα καί νά μή χορ­τά­σης ἐν­τε­λῶς. Ἄν δέν τρῶς με­ρι­κά φα­γη­τά, τό­τε θά ὑ­πε­ρη­φα­νευ­τῆς, χω­ρίς νά τό κα­τα­λά­βης». 

«Γιά νά θυ­μᾶ­μαι αὐ­τά πού δι­ά­βα­σα σέ κά­ποι­ο βι­βλί­ο, ὅ­ταν ξα­πλώ­νω νά κοι­μη­θῶ, προ­σπα­θῶ νά θυ­μη­θῶ τί δι­ά­βα­σα». 

«Γιά νά ἀ­πο­φύ­γης τόν με­τε­ω­ρι­σμό, ἄν ἔ­χης νά κά­νης πολ­λά πράγ­μα­τα, ἐκ τῶν προ­τέ­ρων νά ὁ­ρί­ζης (νά προ­γραμ­μα­τί­ζης)· τώ­ρα θά κά­νω μία ὥ­ρα αὐ­τά, με­τά δύ­ο ὧ­ρες τό ἄλ­λο κ.ο.κ.». 

«Κα­λύ­τε­ρα νά ξε­κου­ρά­ζε­σαι καί τή νύ­χτα καί τήν ἡ­μέ­ρα. Ἀ­κό­μη καί πέν­τε ὧ­ρες ἄν κοι­μη­θῆς τή νύχτα, τό  σῶ­μα πά­λι  θέ­λει ξε­κού­ρα­ση. Γι᾿ αὐ­τό τή νύ­χτα νά κοι­μᾶ­σαι τρι­σή­μι­σιτέσ­σε­ρις ὧ­ρες καί τήν ἡ­μέ­ρα νά βρῆς μί­α ὥ­ρα ἤ τοὐ­λά­χι­στον σα­ράντα­πε­νῆν­τα λε­πτά λί­γο νά ξε­κου­ρα­στῆ τό σῶ­μα». 

«Ὅ­ταν προ­σευ­χώ­μα­στε γιά τούς ἄλ­λους, δεί­χνου­με ἀ­γά­πη. Καί “­ὁ Θε­ός ἀ­γά­πη ἐ­στί”. Ἅ­μα βλέ­πη ὅ­τι ἐ­γώ προ­σεύ­χο­μαι γιά σέ­να καί σύ γιά μέ­να, θά πεῖ: “Ἄς τούς βο­η­θή­σω καί τούς δύο”. Καί ὅ­ταν προ­σεύ­χε­σαι γιά τούς κε­κοι­μη­μέ­νους, πο­λύ βο­η­θᾶς τίς ψυ­χές τους. Καί ἄν κά­ποι­ος ἀ­πό αὐ­τούς ἀ­ξι­ώ­θη­κε τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν, τό­τε ἡ ἀ­γά­πη σου πρός αὐ­τόν ἐ­πι­στρέ­φει πά­νω σου». 

«Ἡ ὑ­πο­μο­νή πάν­το­τε κερ­δί­ζει. Τί­πο­τε κα­λό δέν γί­νε­ται γρή­γο­ρα. Γι᾿ αὐ­τό, πάν­το­τε ὑ­πο­μο­νή». 

«Στήν Ἐκ­κλη­σί­α οἱ Πα­τέ­ρες μας ὥ­ρι­σα­ν νά καθώ­μα­στε στό Ψαλ­τή­ρι». 

«Ὅ­ταν  δέν ἔ­χης πολ­λή δου­λειά στό δι­α­κό­νη­μα,  πή­γαι­νε στό κελ­λί σου καί κά­νε ἕ­να κα­νό­να, γιά νά τόν ἔ­χης ἕ­τοι­μο, ὅ­ταν δέν θά μπο­ρεῖς ἄλ­λη μέ­ρα νά τόν κά­νης». 

«Ὁ Γέ­ρον­τάς σου πρέ­πει νά γνω­ρί­ζη τά πάν­τα γιά σέ­να καί ὅ­λα νά τά κά­νης μέ τήν εὐ­λο­γί­α του. Νά ἔ­χης ὑ­πα­κο­ή σέ ὅ­λους. Τούς νε­ώ­τε­ρους μο­να­χούς νά τούς βλέ­πης σάν δε­κα­πέν­τε χρό­νια πα­λαι­ό­τε­ρους ἀ­πό σέ­να. Ἄν σοῦ ποῦ­νε νά κά­νης κά­ποι­α δου­λειά τήν ὥ­ρα τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, νά μήν  ἀν­τι­λο­γή­σης.  Θά  πᾶς  καί  θά  λές  τήν  εὐ­χή  (ὁ μονα­χός πάν­το­τε πρέ­πει νά τήν λέ­η), καί νά ξέ­ρης ὅ­τι Ἄγ­γε­λος Θε­οῦ θά σέ γρά­ψει πρῶ­τον στήν Λει­τουρ­γί­α. Ἔ­τσι θά φυ­λά­ξεις καί τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή σου εἰ­ρή­νη καί τήν εἰ­ρή­νη τῶν ἄλ­λων. Δέν πρέ­πει νά γί­νων­ται σκάν­δα­λα». 

«Πε­ρισ­σό­τε­ρο μᾶς ἐμ­πο­δί­ζουν δύ­ο πράγ­μα­τα: Τό “ἐ­γώ” καί τό “για­τί”. Ὅ­ταν τά ἔ­χουμε αὐ­τά,   τό­τε ἡ προ­σευ­χή μας εἶ­ναι ἄ­καρ­πη καί εἰ­ρή­νη δέν ἔχου­με. Κά­νε ὅ,τι σοῦ ποῦ­νε. Αὐ­τός πού δι­α­τά­ζει ἔ­χει καί τήν εὐ­θύ­νη· ἐνῶ ἐ­σύ θά ἀ­πο­κτή­σεις εἰ­ρή­νη καί οὐ­ρά­νια στε­φά­νια, ἄν σέ μα­λώ­νουν ἄ­δι­κα». 

«Ἄν σέ πο­λε­μοῦν λο­γι­σμοί ἐκ­δι­κή­σε­ως γιά κά­ποι­ον ἀ­δελ­φό, νά προ­σευ­χη­θῆς γι᾿ αὐ­τόν, νά κά­νης με­ρι­κές με­τά­νοι­ες γι᾿ αὐ­τόν καί νά εὔ­χε­σαι ὁ Θε­ός νά τοῦ δί­νη μα­κρο­ζω­ΐ­α καί ὑ­γεί­α». 

«Ἄν ἔ­χης ἀ­νάγ­κη νά φᾶς ἐ­κτός τρα­πέ­ζης, πάν­το­τε νά λές σέ κά­ποι­ον ἀ­δελ­φό: “Εὐ­λο­γεῖ­τε”. Ὅ­ταν αὐ­τός ἀ­παν­τή­ση “­ὁ Κύ­ριος”, τό­τε τό φα­γη­τό δέν βλά­πτει. Ἄν δέν τό κά­νης αὐ­τό, τό­τε μπαί­νει ὁ δι­ά­βο­λος ἐξ αἰ­τί­ας τῆς λα­θρο­φα­γί­ας. Ἀ­πό ἐ­κεῖ ἔρ­χον­ται καί κα­κοί λο­γι­σμοί γιά τούς ἀ­δελ­φούς». 

«Πάν­το­τε ἔ­χεις χρέ­ος νά προ­σεύ­χε­σαι γιά τούς  πα­τέ­ρες τῆς Μο­νῆς· κά­θε μέ­ρα ἀ­πό ἕ­να κομ­πο­σχο­ί­νι». 

«Νά μή φύ­γης ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι σου. Με­τά ἀπό χρό­νια θά λές: “Κα­λά πού δέν ἔ­φυ­γα καί ἔ­μει­να στήν με­τά­νοι­ά μου”».  

«Ὅ­ταν κα­τα­κρί­νης, νά ξέ­ρης ὅ­τι θά σοῦ ἔρ­θει δι­πλά­σιος σαρ­κι­κός πό­λε­μος. Καί ἔ­τσι μᾶς πο­λε­μᾶ σαρ­κι­κά, ἀλ­λά μέ­σα ἀ­πό τήν κα­τά­κρι­ση ἔρ­χε­ται δι­πλά­σιο. Δέν ἔ­χου­με καμ­μία ὠ­φέ­λεια ἀ­πό τήν κα­τά­κρι­ση». 

«Τό ρα­κί δέν ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται. Με­τά ἀ­πό με­γά­λη σω­μα­τι­κή κού­ρα­ση ἤ με­τά ἀ­πό πο­λύ δρό­μο, μπο­ρεῖ νά πά­ρης λί­γο καί κά­νει κα­λό στό σῶ­μα». 

«Ὅ­ταν  κά­θε­σαι στήν ἀ­κο­λου­θί­α καί βλέ­πης ὅ­τι  νυ­στά­ζεις, σή­κω. Δέν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τί­α νά κά­θε­σαι  γι᾿ αὐ­τό οἱ Πα­τέ­ρες ἔ­βα­λαν στα­σί­δια στήν Ἐκ­κλη­σί­α , ἀλ­λά εἶ­ναι ἁ­μαρ­τί­α νά κοι­μᾶ­σαι. Γι᾿ αὐ­τό νά κά­θε­σαι, νά ση­κώ­νε­σαι, ἀλ­λά νά μέ­νης ξύ­πνιος καί ν᾿ ἀκοῦς αὐ­τά πού δι­α­βά­ζον­ται σάν νά τά δι­α­βά­ζης ὁ ἴ­διος». 

«Ἄν ὁ νοῦς σου εἶ­ναι κου­ρα­σμέ­νος, μπο­ρεῖς νά ἀν­τι­κα­τα­στή­σης αὐ­τά πού δι­α­βά­ζεις, στό κελ­λί σου μέ κομ­πο­σχο­ί­νι. Ἡ πα­ρά­κλη­ση τῆς Πα­να­γί­ας ἕ­να τρι­α­κο­σά­ρι, οἱ Χαι­ρε­τι­σμοί ἕ­να τρι­α­κο­σά­ρι, Τό κά­θι­σμα τοῦ Ψαλ­τη­ρί­ου ἕ­να τρι­α­κο­σά­ρι, ὁ κα­νό­νας τοῦ φύ­λα­κα Ἀγ­γέ­λου ἕ­να τρι­α­κο­σά­ρι, ὁ κα­νό­νας τοῦ Ἁγί­ου τῆς Μο­νῆς ἕ­να τρι­α­κο­σά­ρι. Ἄν θέ­λης νά κοι­νω­νή­σης καί δέν ἔ­χης μα­ζί σου τήν ἀ­κο­λου­θί­α τῆς θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως, νά κά­νης δέ­κα κομ­πο­σχοί­νια ἑ­κα­το­στά­ρια. Ἀλ­λά εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα νά δι­α­βά­ζης τίς εὐ­χές». 

«Ὅ­ταν ση­κω­θῆς ἀ­πό τόν ὕ­πνο, πρῶ­τα ἀπ᾿ ὅλα νά κά­νης τρεῖς με­τά­νοι­ες στόν Κύ­ριο. Με­τά μπο­ρεῖς νά πλυ­θῆς κ.λπ.». 

«Πρό­σε­ξε νά πᾶς στήν ἀ­κο­λου­θί­α πρίν ἀρ­χί­ση, για­τί Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου γρά­φει ποι­ός εἶ­ναι ἐ­κεῖ ἀ­πό τήν ἀρ­χή. Ὅ­ταν ἀρ­γοῦ­με, ζη­μι­ω­νό­μα­στε». 

«Μέ­σα στήν ἀ­κο­λου­θί­α, πό­τε ν᾿ ἀ­κοῦς τήν ἀ­νά­γνω­ση, πό­τε νά λές τήν εὐ­χή. Τό πιό σπου­δαῖ­ο εἶ­ναι ἡ ἀ­κο­λου­θί­α. Ἀλ­λά ὅ­ταν κου­ρα­στῆ ὁ νοῦς στό ν᾿ ἀ­κού­η, τό­τε λέ­γε τήν εὐ­χή. Ὅ­ταν προ­σέ­χου­με τά τρο­πά­ρια, τό­τε δέν μᾶς πιά­νει ὕ­πνος». 

«Μήν ἀ­φή­νης τόν ἀ­γῶ­να σου. Πρέ­πει κά­τι νά κά­νης, νά ἀ­γω­νί­ζε­σαι. Ὅ­λοι ἤρ­θα­με στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος κά­τι νά κά­νου­με. Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο κό­πο κά­νου­με, τό­σο πιό πο­λύ μι­σθό θά ἔ­χου­με». 

«Ἄν με­τά τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί πρίν ἀπό τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α σοῦ συμ­βῆ κά­τι καί δέν εἶ­ναι σο­βα­ρό, κά­νε τόν σταυ­ρό σου καί πές: “Θε­έ μου, συγ­χώ­ρη­σόν με­”, καί κοι­νώ­νη­σε». 

«Πο­τέ νά μήν κα­τη­γο­ρῆς τό Μο­να­στή­ρι σου μπρο­στά σέ ξέ­νους καί ἰ­δι­αί­τε­ρα μπρο­στά σέ κο­σμι­κούς». 

«Πρίν κοι­νω­νή­σης, τήν προ­η­γού­με­νη ἡ­μέ­ρα νά μήν τρῶς ἐ­λι­ές. Ἐ­μεῖς πα­λαι­ό­τε­ρα τρώ­γα­με μό­νο μία φο­ρά τό βρά­δυ λί­γο ψω­μί μέ τσά­ϊ. Ἄν ἔ­χης πλη­γές καί τρέ­χει αἷ­μα, νά μήν κοι­νω­νᾶς, ἤ σκέ­πα­σε τίς πλη­γές, ὥ­στε νά μήν τρέ­χουν τοὐ­λά­χι­στον γιά ἕ­να εἰ­κο­σι­τε­τρά­ω­ρο». 

«Ὅ­ταν κά­νης κομ­πο­σχο­ί­νια πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀπ᾿ αὐ­τά πού ἔ­χεις χρέ­ος, τά πα­ρα­πα­νί­σια μήν τά με­τρᾶς». 

«Ὅ­ταν σέ κά­νουν μο­να­χό, γιά ὀ­χτώ μέ­ρες νά   μήν βγά­λης τόν μαν­δύ­α κα­θό­λου. Καί ἄν μπο­ρῆς, αὐ­τές τίς μέ­ρες νά μήν κοι­μᾶ­σαι στό κρεβ­βά­τι, ἀλ­λά σ᾿ ἕ­να σκα­μνά­κι». 

«Ὅ­ταν δέν θά μπο­ρῶ νά πη­γαί­νω στήν ἀ­κο­λου­θί­α, νά ξέ­ρε­τε ὅ­τι πλη­σιά­ζει ὁ θά­να­τός μου».  (Ὅ­πως καί συ­νέ­βη). 

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα