Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο δια­κο Κορ­νή­λιος ὁ Γρη­γο­ριά­της τῆς ἁ­γί­ας Ἀ­να­στα­σί­ας ἔ­γι­νε διᾶ­κος καί τῆς ἁ­γί­ας Ἀ­να­στα­σί­ας ἐ­κοι­μή­θη, τήν ὁ­πο­ί­α εἶ­δε μέ τά ἴ­δια του τά μά­τια πρίν κοι­μη­θῆ.

Κά­ποι­α μέ­ρα εἶ­χε ρω­τή­σει τόν Ἡ­γού­με­νο: «Γέ­ρον­τα, ποῦ εἶ­ναι ὁ γε­ρω Ζα­χα­ρί­ας;» (κά­ποι­ος Προ­ϊ­στά­με­νος).

–Ξε­κου­ρά­ζε­ται στό κελ­λί του, ἀ­πάν­τη­σε ὁ Ἡ­γού­με­νος.

–Ἐ­γώ τόν βλέ­πω καί πη­γαί­νει ἐ­πά­νω στόν οὐ­ρα­νό.

Πῆ­γαν στό κελ­λί τοῦ γε­ρω Ζα­χα­ρί­α καί πράγ­μα­τι τόν βρῆ­καν πε­θα­μέ­νον.

*

   Ο γε­ρω Κο­σμᾶς ὁ Ἀμ­πε­λι­κός ἔ­με­νε καί καλ­λι­ερ­γοῦ­σε τήν ἀμ­πε­λι­κιά τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος. Ἦ­ταν κον­τού­λης. Ὅ­ταν πῆ­ρε τήν ἀμ­πε­λι­κιά, ἔ­βγα­ζε 30 φορ­τί­α στα­φύ­λια καί στό τέ­λος ἔ­φτα­σε νά βγά­ζη 470 φορ­τί­α. Ἔ­σκα­βε τό χῶ­μα, πα­ρά­χω­νε τίς κλιμα­τσί­δες ἀ­πό τά κλα­δέ­μα­τα καί γίνονταν κο­πριά. Στόν τρύ­γο μα­ζεύ­ον­ταν 62 ἄ­το­μα καί τρυ­γοῦ­σαν τρεῖς μέ­ρες. Δού­λευ­ε πο­λύ καί ὅ­λη τήν ἀμ­πε­λι­κιά τήν ἔ­σκα­βε μό­νος του. Ἀ­κό­μα καί τή νύ­χτα ἄ­να­βε τό φα­νά­ρι καί ἔ­σκα­βε. Εἶ­χε κρε­μα­σμέ­νο στόν λαι­μό του ἀ­πό μέ­σα τό τρι­α­κο­σά­ρι του. Ὅ­ταν κου­ρα­ζό­ταν, στα­μα­τοῦ­σε, τό ἔ­βγα­ζε καί ἔ­κα­νε κομ­πο­σχο­ί­νι.

   Ἀ­πό τήν κα­λο­γε­ρι­κή του (μο­να­χι­κή κου­ρά) εἶ­χε δύ­ο παν­τε­λό­νια. Αὐ­τά φο­ροῦ­σε σ᾽ ὅ­λη του τήν ζω­ή. Εἶ­χαν γί­νει κου­ρέ­λια. Τά ἔ­ρρα­βε μό­νος του χρη­σι­μο­ποι­ών­τας σάν κλω­στή σχοι­νί ἀ­πό πά­νι­να τσου­βά­λια. Ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἄ­σπρο τό σχοι­νί, ἔ­παιρ­νε κα­πνιά ἀ­πό τήν πυ­ρο­στιά καί μέ τό σά­λιο του τό ἔ­βα­φε μαῦ­ρο· μέ αὐ­τό τό μαυ­ρι­σμέ­νο σχοι­νί ἔ­βα­ζε πολ­λά μπα­λώ­μα­τα καί ὑ­πο­θε­τι­κῶς λε­γό­ταν παν­τε­λό­νι.

   Ἦ­ταν πο­λύ ἀ­σκη­τι­κός καί λι­τός στό φα­γη­τό του, παρ᾽ ὅ­λο πού ἐρ­γα­ζό­ταν πο­λύ χει­ρωνα­κτι­κά. Ὁ μάγκιπας τοῦ ἔ­δι­νε μπα­γι­ά­τι­κο ψω­μί καί αὐ­τοί ἔ­τρω­γαν τό φρέ­σκο. Πο­τέ του ὅμως δέν πα­ρα­πο­νέ­θη­κε.

   Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος ἀ­κτή­μων, ἐ­λε­ή­μων καί πο­λύ ἐρ­γα­τι­κός. Τό Μο­να­στή­ρι ἔ­στελ­νε ἐρ­γά­τες γιά νά σκά­ψουν τό ἀμ­πέ­λι. Αὐ­τός το­ύς ἔ­βα­ζε νά φυ­τεύ­ουν κλήματα καί τό ἀμ­πέ­λι τό ἔ­σκα­βε μό­νος του. Φύτευε φα­σό­λια, ντο­μά­τες καί πολ­λά ἄλ­λα κη­πευ­τι­κά καί τά μο­ί­ρα­ζε εὐ­λο­γί­α στο­ύς ἀ­σκη­τές τῆς Κα­ψά­λας καί στο­ύς πα­τέ­ρες τῶν Σταυ­ρο­νι­κη­τια­νῶν Κελ­λι­ῶν.

   Κάποτε τόν τσίμ­πη­σε ὀ­χιά καί τό βρά­δυ εἶ­χε ἀ­γρυ­πνί­α στο­ύς «Τυ­πο­γρά­φους». Πῆ­γε στήν ἀ­γρυ­πνί­α, εἶ­δε τόν γε­ρω Δη­μό­κλη­το τόν για­τρό, ἀλ­λά ἀ­πό λε­πτό­τη­τα, γιά νά μή δη­μι­ουρ­γή­ση ἀ­να­στά­τω­ση, δέν εἶ­πε τί­πο­τε. Τόν εἶ­δε ὁ γε­ρω Δη­μό­κλη­τος νά τρέ­μη, τόν ρώ­τη­σε τί ἔ­χει καί τό­τε τοῦ ἀ­νέ­φε­ρε ὅ­τι τόν τσίμ­πη­σε ὀ­χιά.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα