Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

 

 

      Ο γε­ρω–Δα­μια­νός ὁ Γρη­γο­ριά­της ἦ­ταν ρω­μα­λέ­ος καί πο­λύ ἐρ­γα­τι­κός. Εἶ­χε πολ­λά δι­α­κο­νή­μα­τα ἐ­ξω­τε­ρι­κά καί τό Οἰ­κο­νο­μεῖ­ον καί τό Δο­χεῖ­ον. Ἦ- ταν ἐκ χα­ρα­κτῆ­ρος ζω­η­ρός καί φω­να­σκῶν, ἀλ­λά καί πο­λύ εὐ­α­ί­σθη­τος, στορ­γι­κός καί πο­νό­ψυ­χος. Ἦταν μο­να­χός φι­λα­κό­λου­θος, εὐ­λα­βής καί συ­νε­πής στά μο­να­χι­κά του κα­θή­κον­τα. Οὐ­δέ­πο­τε ἐ­ξήρ­χε­το τοῦ κελ­λί­ου του με­τά τό Ἀ­πό­δει­πνο. Ἀρ­ρώ­στη­σε ἀ­πό καρ­κί­νο τοῦ προ­στά­τη καί εἶ­χε ἀ­κα­τά­σχε­τη αἱ­μορ­ρα­γί­α. Ἔ­κα­νε μί­α γε­νι­κή καί κα­θα­ρή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση. Πα­ρα­κα­λοῦ­σε σέ ὅ­λη του τήν ζωή νά κοι­μη­θῆ τοῦ Σταυ­ροῦ, πού εἶ­ναι ἀ­νοι­χτοί οἱ οὐ­ρα­νοί. Στήν ἀ­γρυ­πνί­α τῶν Θε­ο­φα­νε­ί­ων, πού πά­λι εἶ­ναι ἀ­νοι­χτοί οἱ οὐ­ρα­νοί, ζή­τη­σε ἐ­πί­μο­να νά κοι­νω­νή­ση πρίν ν᾿ ἀρ­χί­ση ἡ Λει­τουρ­γί­α, για­τί προ­εῖ­δε τήν κο­ί­μη­σή του καί προεῖπε ὅτι, με­τά δέν θά προ­λά­βαινα. Ἐ­κοι­νώ­νη­σε καί ἐ­κοι­μή­θη τήν ὥ­ρα πού χτυ­ποῦ­σαν οἱ καμ­πά­νες γιά τήν Λει­τουρ­γί­α τό ἔ­τος 1993.     

Κά­πο­τε κου­ρα­σμέ­νος ἀ­πό τά πολ­λά δι­α­κο­νή­μα­τα, στά ὁ­ποῖ­α ὑ­πη­ρε­τοῦσε, λό­γῳ λει­ψαν­δρί­ας τῆς Μο­νῆς, ἐ­ξῆλ­θε κα­τά τήν διά­ρκεια τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας καί πῆ­γε στό κελ­λί του. Ἐ­κεῖ εἶ­δε ἕ­να μι­κρό βρω­με­ρό Αἰ­θί­ο­πα πά­νω στό κρεβ­βά­τι του. Ἔ­σπευ­σε τό­τε ἀ­μέ­σως στό να­ό καί ἔ­κτο­τε μό­νον γιά πο­λύ σο­βα­ρό λό­γο ἔ­βγαι­νε ἀ­πό τήν ἀ­κο­λου­θί­α. 

      Ο γε­ρω–Δαυ­ΐδ ὁ Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της εἶ­χε πο­λε­μή­σει  στήν Μι­κρα­σι­α­τι­κή ἐκ­στρα­τε­ί­α μέ τόν πα­τέ­ρα τοῦ νῦν ἡ­γο­υ­μένου Παρ­θε­νί­ου. Ἐ­κεῖ τοῦ δό­θη­κε εὐ­και­ρί­α νά ἁ­μαρ­τή­ση μέ κά­τι ἀ­προ­στά­τευ­τες Τουρ­κά­λες ἀλ­λά ἀρ­νή­θη­κε. Ὅ­ταν τόν ρώ­τη­σαν πῶς ἀν­τι­στά­θη­κε στόν πει­ρα­σμό, μέ τί λο­γι­σμό, εἶ­πε: «Ἄν ἦ­ταν ἀ­δελ­φές μου, δέν θά ἤ­θε­λα νά τίς τύ­χη τέ­τοι­ο κα­κό. Τίς εἶ­δα σάν ἀ­δελ­φές μου», κι ἄς ἦ­ταν καί ἀλ­λό­πι­στες. 

Ὅ­ταν ἦ­ταν μέ τόν στρα­τό στήν Κωνσταντινούπο­λη, πῆ­ρε μία ἄ­δεια, ἕ­να Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο, καί ταυ­τό­χρο­να ἔ­λα­βε ἕ­να ὁ­λο­κα­ί­νουρ­γιο κου­στο­ύ­μι ἀ­πό το­ύς γο­νεῖς του. Το­ύς τό εἶ­χε πα­ραγ­γε­ί­λει καί τό πε­ρί­με­νε πῶς καί πῶς. Μόλις τό πῆ­ρε ἀ­πό τό Τα­χυ­δρο­μεῖ­ο καί τό εἶ­χε στά χέ­ρια του νά τό φο­ρέ­ση, ἔρ­χε­ται μία Τουρ­κά­λα καί τοῦ ζήτησε ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἀμέ­σως τῆς δί­νει τό κου­στο­ύ­μι γιά ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἔ­πει­τα ἔ­λε­γε ἡ Τουρ­κά­λα δε­ί­χνον­τας τόν οὐ­ρα­νό: «Ἀλ­λάχ, Ἀλ­λάχ!». Δη­λα­δή, νά τόν θυ­μη­θῆ ὁ Ἀλ­λάχ γιά τό κα­λό πού τῆς ἔ­κα­νε. 

Μόλις γύ­ρι­σε ἀ­πό τόν πό­λε­μο εἶ­πε στο­ύς γο­νεῖς του ὅ­τι θά πά­ει γιά κα­λό­γη­ρος. Ὁ πα­τέ­ρας του δι­εφώ­νη­σε, ἀλ­λά ἡ μη­τέ­ρα του τόν ὑ­πε­ρα­σπί­στη­κε: «Ἄ­σε τό παι­δί! Ἔ­χει κα­λύ­τε­ρο πρᾶγ­μα ἀ­πό αὐ­τό;». Καί πῆ­γε στό μο­να­στή­ρι τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Ἄ­τρου. 

Ἐ­κεῖ ἔ­βο­σκε τά πρό­βα­τα τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ καί δι­α­κο­νοῦ­σε στίς ἐ­ξω­τε­ρι­κές ἐρ­γα­σί­ες. Ἦ­ταν προ­κομ­μέ­νος ἄν­θρω­πος καί ξε­χώ­ρι­ζε, γι᾿ αὐ­τό τόν φθό­νη­σαν με­ρι­κοί. Συ­κο­φαν­τή­θη­κε ὅ­τι ἔ­κλε­ψε ζῶ­α καί τόν πέ­ρα­σαν δι­κα­στή­ριο. Τόν ἔ­στει­λαν ἐ­ξο­ρί­α δύ­ο τρί­α χρό­νια μέ φυ­λά­κι­ση. Ὅ­ταν βγῆ­κε, πῆ­γε πά­λι στήν με­τά­νοιά του ξε­χνών­τας τήν συ­κο­φαν­τί­α καί συγ­χω­ρών­τας το­ύς συ­κο­φάν­τες. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως δέν τόν δέ­χθη­καν καί ἔ­τσι ἦρ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος στήν Μο­νή τοῦ Α­γί­ου Παύ­λου. 

Ὁ γε­ρω Δαυ­ΐδ κά­πο­τε ἦ­ταν κα­τά­κοι­τος καί εἶ­χε ἀ­φό­ρη­τους πό­νους στά ἔν­τε­ρα, χω­ρίς νά ξέ­ρη καί αὐ­τός τί ἔ­χει. Μία ἑ­βδο­μά­δα τήν πέ­ρα­σε ὀ­δυ­νη­ρά. Ἔ­πει­τα τοῦ ἐμ­φα­νί­στη­καν τρεῖς ἄν­θρω­ποι μπρο­στά στό κρεβ­βά­τι του. Το­ύς γνώ­ρι­σε∙ καί ἦ­ταν ὁ Ἅ­γιος Σπυ­ρί­δων, ὁ Ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος καί ὁ Ἅ­γιος Γε­ρά­σι­μος. Τοῦ λέ­ει ὁ ἅ­γιος Σπυ­ρί­δων: «Τί ἔ­χεις;», «Πο­νά­ω, πο­νά­ω», καί κρα­τοῦ­σε τήν κοι­λιά του. «Ποῦ εἶ­ναι; Γιά νά δῶ». Καί σή­κω­σε ὁ γε­ρω Δαυ­ΐδ τό ροῦ­χο του καί φά­νη­κε ἡ πε­ρι­ο­χή τῆς κοι­λιᾶς πού πο­νοῦ­σε. «Γιά νά δῶ, γιά νά δῶ», τοῦ εἶ­πε ὁ ἅ­γιος Σπυ­ρί­δων καί τοῦ ἔ­κα­νε μέ τό νύ­χι τοῦ δα­κτύ­λου του ἐ­κεῖ ἀ­κρι­βῶς πού πο­νοῦ­σε, σάν μί­α χα­ρα­κιά, πε­ρί­που 20 ἑ­κα­το­στά. Ἀ­μέ­σως πέ­ρα­σε ὁ πό­νος καί ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν οἱ Ἅ­γιοι. 

Μία φο­ρά, ἐ­κεῖ στό κά­θι­σμα τοῦ Ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος πού ἦ­ταν, τοῦ ἔ­φε­ραν κά­ποι­οι ψα­ρά­δες 4–5 ψά­ρια, γό­πες με­γά­λες. Τίς κα­θά­ρι­σε μέ χα­ρά καί ἑ­τοι­μα­ζό­ταν νά τίς τη­γα­νί­ση. Ἐ­κε­ί­νη τήν ὥ­ρα ἦρ­θε ἕ­νας φί­λος του ἀ­στυ­νο­μι­κός ἀ­πό τήν Δάφνη, χτύ­πη­σε τήν πόρ­τα καί ὁ λο­γι­σμός νί­κη­σε τόν γε­ρω Δαυ­ΐδ καί ἔ­κρυ­ψε τίς γό­πες. Τίς ἔ­βα­λε σέ ἕ­να ντου­λά­πι στήν κου­ζί­να καί ἔ­βα­λε ἕ­να λου­κέ­το, μήν τίς ἀ­νο­ί­ξη κα­τά λά­θος. Ἄν καί ἦ­ταν πο­λύ ἐ­λε­ή­μων καί ἀ­κτή­μων, τόν σκό­τι­σε ὁ πει­ρα­σμός. Μπῆ­κε ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κός καί πε­ρί­με­νε ὄρ­θιος. Δέν τοῦ εἶ­πε νά κα­θή­ση νά φᾶ­νε πα­ρέ­α, ἄν καί ἦ­ταν με­ση­μέ­ρι καί ἦ­ταν φί­λοι. Ἔ­τσι ἔ­φυ­γε. Ἔ­πει­τα πά­ει ὁ γε­ρω–Δαυ­ΐδ, ἀ­νο­ί­γει τό λου­κέ­το, ἄ­φαν­τες οἱ γό­πες! Δέν ὑ­πῆρ­χαν. 

Κάποτε πού ἔ­κα­νε προ­σευ­χή στό κελ­λί του, μπῆ­κε ὁ δι­ά­βο­λος μέ­σα, σάν σκύ­λος με­γά­λος μέ κά­τι κόκ­κι­να μά­τια, καί ἡ γλῶσ­σα του ἦ­ταν ἔ­ξω κρε­μα­σμέ­νη καί κα­τα­κόκ­κι­νη. Τά μά­τια του πε­τοῦ­σαν σπί­θες καί βρω­μοῦ­σε πά­ρα πο­λύ. Πῆ­γε, ξά­πλω­σε πά­νω στό κρεβ­βά­τι του καί δέν κου­νι­ό­ταν ἀ­πό ᾿κεῖ. Ἐν τῷ με­τα­ξύ τα­ρά­χθη­κε ὁ γε­ρω Δαυ­ΐδ πού τόν εἶ­δε, καί δέν ἤ­ξε­ρε τί νά κά­νη. Ἀ­πό τήν βρώμα πού ἔβγα­ζε ὁ «σκύλος», τοῦ ἦρ­θε δυ­σφο­ρί­α καί κόν­τε­ψε νά σκά­ση. Ἄρ­χι­σε νά βγά­ζη τά ροῦ­χα του μή­πως καί ἀ­να­κου­φι­στῆ. «Καί τό δέρ­μα μου θά ἔ­βγα­ζα» ἔλε­γε ἀρ­γό­τε­ρα. Ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή «Κύριε, Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ…», ἀλ­λά δέν ἔ­φευ­γε.  

Καί ἐ­κεῖ μέ­σα στήν ἀ­πό­γνω­ση καί στόν πα­νι­κό του, αἰ­σθάν­θη­κε μέ­σα στά χέ­ρια του κά­τι τυ­λιγ­μέ­νο σάν αὐ­γό. Ἦταν μία κορ­δέ­λα χάρ­τι­νη τυ­λιγ­μέ­νη πού τήν ξε­τύ­λι­ξε, καί εἶ­χε γραμ­μέ­νους μέ­σα το­ύς χαι­ρε­τι­σμο­ύς τῆς Πα­να­γί­ας. Ἄρ­χι­σε νά το­ύς δι­α­βά­ζη, καί μέ τό πού ἄ­κου­σε ὁ πει­ρα­σμός «Τό προ­στα­χθέν μυ­στι­κῶς λα­βών ἐν γνώ­σει…», πάφ! πε­τά­χθη­κε ἔ­ξω. Δέν ἄν­τε­ξε. «Καί ᾿κε­ί­νη τήν ὥ­ρα ἦρ­θε μία εὐ­ω­δί­α… Πα­να­γιά μου!… Νά! Αὐ­τήν τήν εὐ­ω­δί­α σου νἄ­χου­με στόν Πα­ρά­δει­σο!», εἶ­πε μέ τόν χω­ρι­ά­τι­κο τρό­πο του. 

Μία ἄλ­λη φο­ρά πού ἦ­ταν Ἀρ­σα­νά­ρης, βλέ­πει ἕναν δα­ί­μο­να νά ξε­κι­νᾶ ἀ­πό τόν κῆ­πο καί νά κα­τε­βα­ί­νη στόν Ἀρ­σα­νᾶ μέ μορφή γυ­να­ί­κας μπρο­στά του. Τόν προ­κά­λε­σε σέ μία ἄ­σε­μνη πρά­ξη καί ὁ γε­ρω–Δαυ­ΐδ πει­ρά­χτη­κε. Ἔ­πε­σε σέ ἀ­πό­γνω­ση καί ἀ- πο­ρί­α. Εἶ­χε ἀ­κο­ύ­σει γιά τόν γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ τόν Ἡ­συ­χα­στή, καί ξε­κί­νη­σε νά πά­η νά τόν δῆ. Δέν τόν εἶ­χε ξα­να­δεῖ οὔ­τε τόν γνώ­ρι­ζε. Πρώ­τη φο­ρά. Ὅ­ταν πῆ­γε καί κτύ­πη­σε τήν πόρ­τα, ὁ γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ λέ­ει στά κα­λο­γέ­ρια του: «Ὁ Δαυ­ΐδς εἶ­ναι. Τόν εἶ­δα πού ἐρ­χό­ταν». Καί ὅ­ταν πῆ­γε μέ­σα, τοῦ εἶ­πε: «Καί ᾿γώ τόν ἔ­βλε­πα τόν δα­ί­μο­να πού κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τόν κῆ­πο… Μή φο­βᾶ­σαι, αὐ­τό εἶ­ναι δαι­μο­νι­κή ἐ­νέρ­γεια». Καί τοῦ ἔ­δω­σε κου­ρά­γιο. 

Ἔ­κτο­τε ὁ γε­ρω–Δαυ­ΐδ ἔ­στελ­νε κουμ­πά­νια στόν γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ καί εἰ­δι­κά στά χρό­νια τῆς Κα­το­χῆς.  

Τόν εἶ­χε σέ με­γά­λη εὐ­λά­βεια καί ἔ­λε­γε: «Ὁ Ἰ­ω­σήφ εἶ­ναι ἅ­γιος, ἅ­γιος! Πῆ­γα καί μέ δί­δα­ξε τήν νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Ὅ,τι ἔ­μα­θα, ἀπ᾿ αὐ­τόν τό ἔ­μα­θα. Ὅ- ποι­ος πεῖ κα­κό λό­γο γιά τόν γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ, πέ­φτει ἔ­ξω». 

Τίς δύ­ο τε­λευ­ταῖ­ες ἡ­μέ­ρες τῆς ζωῆς του εἶ­χε τό κελ­λί του μία λε­πτή εὐ­ω­δί­α καί ἕ­να ἁ­πα­λό φῶς πού σέ ἠ­ρε­μοῦ­σε. Ἔ­νι­ω­θες μία ἠ­ρε­μί­α ὅ­ταν ἔμ­παι­νες μέ­σα, καί μία με­γά­λη ἀ­γά­πη. Ἔ­και­γε ἡ καρ­διά σου ἀ­πό ἀ­γά­πη. Μέ τό πού δι­έ­σχι­ζες τήν πόρ­τα τοῦ κελ­λιοῦ του, ἔμ­παι­νες σέ μία ἄλ­λη ἀ­τμό­σφαι­ρα πνευ­μα­τι­κή. Σέ ἕ­ναν ἀδελφό εἶ­πε τήν προ­η­γο­ύ­με­νη μέ­ρα τῆς κοι­μή­σε­ώς του: «Ἦρ­θα, εἶ­δα καί ἀ­πέρ­χο­μαι». Καί ὄν­τως τήν ἑπο­μέ­νη ἐ­κοι­μή­θη εἰ­ρη­νι­κά καί προ­σε­τέ­θη στο­ύς κε­κοι­μη­μέ­νους πα­τέ­ρες.  

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα