Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Έλεγε ὁ γε­ρω–Μα­κά­ριος γιά τόν Γέ­ρον­τά του πα­πα–Εὐ­θύ­μιο τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου, τόν Πνευ­μα­τι­κό: «Ὁ Γέ­ρον­τάς μου ἦ­ταν ἐ­λε­ή­μων, ἀ­γρυ­πνοῦ­σε τίς νύ­χτες καί ἦ­ταν ἄν­θρω­πος προ­σευ­χῆς. Ἔ­ζη­σε βί­ον θε­ά­ρε­στον, ὅ­λη του ἡ ζω­ή ἦ­ταν ἀ­σκη­τι­κή μέ αὐ­στη­ρό­τη­τα». 

«Κα­τά τήν ἀ­να­κο­μι­δή τά ὀ­στᾶ τοῦ Γέ­ρον­τός μου εὐ­ω­δί­αζα­ν. Μό­λις ἔ­βγα­λαν καί τό τε­λευ­ταῖ­ο σα­νί­δι, ἐ­μέ­να μέ χτύ­πη­σε εὐ­ω­δί­α. Αὐ­τή τήν εὐ­ω­δί­α τήν ἄ­κου­σα (αἰ­σθάν­θη­κα) καί τά με­σά­νυ­χτα στήν Ἐκκλησία ὅ­ταν κά­να­με τό μνη­μό­συ­νο, καί ἄλ­λη μία φο­ρά πού δού­λευ­α κά­τω ἀ­πό τό μνῆ­μα ἐ­κεῖ στό ἀμ­πέ­λι, καί ἦρ­θε μό­νη της ἡ εὐ­ω­δί­α. Ἀλ­λά δέν θέ­λη­σα ἐ­γώ νά τό δι­α­δώ­σω γιά νά δο­ξά­σω ὡς ἅ­γιο τόν Γέ­ρον­τά μου, για­τί εἶ­ναι Γέ­ρον­τάς μου. Ἅ­μα θέ­λη ὁ Θε­ός τόν δο­ξά­ζει». 

Ο γέρων δια­κο–Εὐ­θύ­μιος ὁ Ρε­πα­νᾶς ἦρ­θε 18 ἐ­τῶν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί ἔ­ζη­σε 70 χρό­νια ὡς μο­να­χός στό Πε­ρι­βό­λι τῆς Πα­να­γί­ας. Εἶ­χε μία πο­λύ βα­σι­κή ἀ­ρε­τή. Δέν κα­τέ­κρι­νε κα­νέ­ναν. Κάποτε στήν πα­νή­γυ­ρη τῆς Κου­τλου­μου­σια­νῆς Σκή­της τοῦ Ἁ­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος οἱ πα­τέ­ρες στό κέ­ρα­σμα συ­ζη­τοῦ­σαν. Μόλις ὅ­μως ἡ συ­ζή­τη­ση πῆ­ρε χα­ρα­κτῆ­ρα κου­τσομ­πο­λιοῦ μέ κα­τά­κρι­ση, ὁ γε­ρωΕὐ­θύ­μιος μέ ἐμ­φα­νῆ δυ­σα­ρέ­σκεια ση­κώ­θη­κε καί ἔ­φυ­γε. 

* 

Δι­η­γή­θη­κε ὁ Προ­η­γο­ύ­με­νος πα­παΓα­βρι­ήλ Μακ­κα­βός, ὁ Πρω­το­ψάλ­της: «Ὅ­ταν ὁ πα­τέ­ρας μου μέ ἔ­φε­ρε μι­κρό παι­δί στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, στήν στρο­φή τοῦ δρόμου  γιά τό Κελ­λί τοῦ Ἁ­γί­ου Χρυ­σο­στό­μου, κοντά στόν Τρυ­γω­νᾶ, συ­ναν­τή­σα­με ἕ­να γε­ρον­τά­κι μέ μα­κρυά γε­νει­ά­δα πο­λύ σε­βά­σμιο. Τόν χαι­ρέ­τη­σε ὁ πα­τέ­ρας μου, πού ἦ­ταν κα­βά­λα στό ἄ­λο­γο καί ἐ­γώ πι­σω­κά­που­λα. Τό θαυ­μα­στό εἶ­ναι ὅ­τι, ἄν καί πρώ­τη φο­ρά τόν βλέ­πα­με, ἐ­κεῖ­νος σάν νά μᾶς ἤ­ξε­ρε ρώ­τη­σε τόν πα­τέ­ρα μου: “Ποῦ τό πᾶς τό παι­δί, στόν π. Χα­ρά­λαμ­πο;”. “Ναί”, τοῦ ἀ­πάν­τη­σε ὁ πα­τέ­ρας μου. “Ἄν­τε μέ τό κα­λό, μέ τό κα­λό,” εἶ­πε. Με­τά ἀ­πό χρό­νια, ἀ­φοῦ εἶ­χα γί­νει κα­λό­γε­ρος στό Κελ­λί τοῦ π. Χα­ρά­λαμ­που, εἶ­δα πά­λι αὐ­τό τό γε­ρον­τά­κι καί ἔ­μα­θα ὅ­τι ἦ­ταν ὁ γε­ρω–Εὐ­λό­γιος τοῦ “Φα­νε­ρω­μέ­νου”, μα­θη­τής τοῦ Χα­τζηΓι­ώρ­γη, καί κα­τά­λα­βα ὅ­τι εἶ­χε δι­ο­ρα­τι­κό χά­ρι­σμα». 

Ο παπα–Εὐ­σέ­βιος ὁ Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της, πού ἐ­χρη­μά­τι­σε καί Ἡ­γού­με­νος, ὅ­ταν ἔ­γι­νε μο­να­χός, ἀ­γω­νι­ζό­ταν πο­λύ καί ζοῦ­σε ἀ­σκη­τι­κά. Μπο­ροῦ­σε μέ ἕ­να πα­ξι­μά­δι νά πε­ρά­ση ὅ­λη τήν ἑ­βδο­μά­δα. Στό βου­νό, πού ἦ­ταν τό δι­α­κό­νη­μά του, λι­πο­θυ­μοῦ­σε ἀ­πό τήν νη­στε­ί­α. Τόν εὕ­ρι­σκαν οἱ ὑ­λο­τό­μοι πε­σμέ­νο, ἔ­βρε­χαν πα­ξι­μά­δι καί τοῦ ἔ­δι­ναν νά φά­η λί­γο μέ­χρι νά ση­κω­θῆ. Ἔ­κα­νε χρό­νια στό βου­νό. Πή­γαι­νε κέ­ρα­σμα στούς ὑ­λο­τό­μους, λου­κού­μια καί ἄλ­λα, ἀλ­λά αὐ­τός δέν ἔ­τρω­γε τί­πο­τε. Ἕ­να πο­τή­ρι κρα­σί τζορ­τζί­δι­κο, ἕ­να πα­ξι­μά­δι καί δύο ἐ­λι­ές. Αὐ­τό ἦ­ταν τό φα­γη­τό του καί ἀρ­γό­τε­ρα στό Μο­να­στή­ρι. 

Ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λι­κά ἀ­κτή­μων. Τό κελ­λί του ἦ­ταν ἄ­δει­ο. Ἡ μό­νη πε­ρι­ου­σί­α του ἦ­ταν ἕ­να μπα­ου­λά­κι μέ τέσ­σε­ρις φα­νέλ­λες μέ­σα, ἕ­να κεν­τη­τό ὕ­φα­σμα πού τοῦ εἶ­χαν φέ­ρει ἀ­πό τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, καί ἕ­να κα­να­τά­κι νε­ροῦ. Κοι­μό­ταν πά­νω σ᾿ ἕ­να κρεβ­βά­τι μέ δύ­ο σι­δε­ρέ­νια κα­βα­λέ­τα καί σα­νί­δια. Εἶ­χε μία φλο­κά­τη∙ μι­σή ἔ­στρω­νε ἀ­πό κά­τω μι­σή ἀ­πό πά­νω. Ἄλ­λο στρῶ­μα δέν εἶ­χε. Δέν εἶ­χε οὔ­τε ρο­λό­ϊ οὔ­τε δεύτερο ζευγάρι πα­πο­ύ­τσια οὔ­τε βι­βλί­α οὔ­τε εἰ­κό­νες οὔ­τε ἅ­για Λε­ί­ψα­να, ἄν καί εἶ­χε 60 χρό­νια στό Μο­να­στή­ρι καί ἐ­χρη­μά­τι­σε Ἡ­γο­ύ­με­νος.  

Τόν ἐ­ξέ­λε­ξαν Ἡ­γού­με­νο καί συ­νέ­χι­σε νά εἶ­ναι αὐ­στη­ρός στήν προ­σω­πι­κή του ζω­ή, ἔ­κα­νε με­γά­λους ἀ­γῶ­νες, ἀλ­λά αὐ­τά δέν μπο­ροῦ­σαν νά τά κά­νουν ὅ­λοι. Δέν ἤ­ξε­ρε τί θά πεῖ οἰ­κο­νο­μί­α. Κά­πο­τε χει­ρούρ­γη­σε ὁ π. Δη­μό­κλη­τος τόν γε­ρω–Νε­κτά­ριο πά­νω σ᾽ ἕ­να τρα­πέ­ζι. Τοῦ ἔ­βγα­λε ἕ­να με­γά­λο σπυ­ρί πού εἶ­χε στήν πλά­τη μέ πύ­ον. Εἶ­πε ὁ π. Δη­μό­κλη­τος νά τοῦ δώ­σουν λί­γο λά­δι νά φά­η. «Ἀ­δελ­φέ μου, Πα­ρα­σκευ­ή σή­με­ρα», ἀ­πάν­τη­σε ὁ Ἡ­γού­με­νος. Γι᾽  αὐ­τό τό θέ­μα τῆς αὐ­στη­ρῆς νη­στεί­ας πα­ραι­τή­θηκε ἀ­πό τήν Ἡ­γου­με­νί­α. 

Ἔ­λε­γε ὁ πα­πα–Εὐ­σέ­βιος: «Κα­λύ­τε­ρα νά ἔ­χης πέν­τε κα­λο­γέ­ρους καί κα­λούς πα­ρά πολ­λούς καί προ­βλη­μα­τι­κούς, για­τί καί μέ το­ύς πέν­τε, ἄν ὑ­πάρ­χη συ­νεν­νό­η­ση, μπο­ρεῖ νά κυ­βερ­νη­θῆ τό κα­ρά­βι». 

Με­τά τήν ἄρ­ση τῶν ἀ­να­θε­μά­των ἀ­πό τόν Ἀ­θη­να­γό­ρα σκαν­δα­λί­στη­κε, ἔ­κο­ψε τό μνη­μό­συ­νό του  καί δέν πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Μό­νο σέ καμ­μία κη­δεί­α, ἄν ἦ­ταν στό Μο­να­στή­ρι, πή­γαι­νε. Ὅ­ταν ἦ­ταν στόν ζῆ­λο, πῆ­γε κά­ποι­α μέ­ρα στό κελ­λί τοῦ γε­ρω–Δαυ­ΐδ καί τοῦ μι­λοῦ­σε γιά τήν πί­στη, τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, τά ζη­λω­τι­κά κ.λπ. Ἀ­φοῦ τόν ἄ­κου­σε τό γε­ρον­τά­κι, τοῦ εἶ­πε: «Κοίτα­ξε, πα­πα–Εὐ­σέ­βι­ε. Αὐ­τά πού λές ἐ­σύ, ἐ­γώ δέν τά γνω­ρί­ζω. Ἐ­γώ θέ­λω νά πά­ω ἐ­κεῖ πού πῆ­γαν οἱ Γε­ρον­τά­δες μας καί οἱ Πα­τέ­ρες οἱ πα­λαι­οί. Ἄν ἐ­σύ μ᾽ αὐ­τά πού λές το­ύς θεωρεῖς ὅ­τι πῆ­γαν στήν κό­λα­ση, ἄς πά­ω καί ἐ­γώ στήν κό­λα­ση. Δέν μ᾽ ἐν­δι­α­φέ­ρει τί λές. Ἐ­γώ θέ­λω νά πά­ω ἐ­κεῖ πού πῆ­γαν οἱ Πα­τέ­ρες». Ἔ­τσι ὁ πα­πα–Εὐ­σέ­βιος τρό­πον τι­νά ντρά­πη­κε καί ἄλ­λη φο­ρά δέν ξα­να­μί­λη­σε γι᾽ αὐ­τά τά θέ­μα­τα στόν γε­ρω–Δαυ­ΐδ. Ἐ­πει­δή  εἶ­χε τα­πε­ί­νω­ση τά τέσ­σε­ρα τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τ­ῆς  ζω­ῆς του ἐ­πα­νεν­τά­χθη­κε πλή­ρως στήν Ἀ­δελ­φό­τη­τα.  

Στά γη­ρά­μα­τά του, κά­ποι­α φο­ρά πού ἐ­πέ­στρε­φε ἀ­πό τή Νέα Σκή­τη, συ­νάν­τη­σε ἕ­ναν για­τρό Ἑλ­λη­νο­α­με­ρι­κα­νό πού πή­γαι­νε πρός τήν Ἁ­γί­α Ἄν­να. Χαι­ρε­τή­θη­καν∙ ὁ για­τρός τόν εἶ­δε σε­βά­σμιο καί ἐ­ξα­ϋ­λω­μέ­νο καί τοῦ λέ­ει: «Γέροντα, στα­ύ­ρω­σέ με, δι­ό­τι ἔ­χω 30 χρό­νια ἕ­να κε­φα­λό­πο­νο καί ὑ­πο­φέ­ρω ἀ­φάν­τα­στα». «Ἀ­δελφέ μου, ὁ Θε­ός καί ἡ Πα­να­γί­α νά σέ κά­νουν κα­λά. Τί νά κά­νου­με;». Καί στα­ύ­ρω­σε τό κε­φά­λι τοῦ για­τροῦ καί τόν ἑ­αυ­τό του κοι­τών­τας πρός τά πά­νω καί ἐκ­δη­λώ­νον­τας στό πρό­σω­πό του τό αἴ­σθη­μα τῆς ἀ­πό τα­πε­ί­νω­ση ἀ­δυ­να­μί­ας γιά θε­ρα­πε­ί­α. Χώρισαν καί πῆ­γε ὁ κα­θέ­νας στόν προ­ο­ρι­σμό του. Τόν ἄλ­λο χρό­νο ἦρ­θε ὁ για­τρός νά τόν εὐ­χα­ρι­στή­ση, δι­ό­τι εἶ­χε γί­νει κα­λά. Τοῦ ἔ­φε­ρε δῶ­ρα, ὅ­μως τόν βρῆ­κε κε­κοι­μη­μέ­νο. Ἔ­λε­γε στο­ύς πα­τέ­ρες: «Νά ἔρ­θω ὅ­ταν θά κά­νε­τε τήν ἀ­να­κο­μι­δή του, νά πά­ρω τά δά­χτυ­λά του γιά εὐ­λο­γί­α; Μέ ἔ­σω­σε ὁ ἄν­θρω­πος». 

Με­τά τήν πα­ρα­ί­τη­σή του πα­ρέ­μει­νε στό Μο­να­στή­ρι. Εἶ­χε ἕ­να πρι­ο­νά­κι καί ἕ­να τσε­κου­ρά­κι καί, ὅπου πή­γαι­νε, ἄ­νοι­γε τά μο­νο­πά­τια. Κά­πο­τε κό­βον­τας ἕ­να κλα­δί ἔ­πε­σε καί χτύ­πη­σε. Ἀ­πό τό­τε δέν ξα­να­ση­κώ­θη­κε. Τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σε­ως τόν κοι­νώ­νη­σε ὁ πα­πα–Σω­φρό­νιος καί με­τά τήν  Λει­τουρ­γί­α ἐ­νώ­πιον τῶν πα­ρι­στα­μέ­νων πα­τέ­ρων ἔκλει­σε τά μά­τια του, ἔ­κα­νε μέ τό πρό­σω­πό του ἕ­ναν μορ­φα­σμό πού ἔ­δει­ξε ὅ­τι κά­τι βγαί­νει ἀ­πό μέ­σα του, ἐ­ξέ­πνευ­σε ἤ­ρε­μα καί ἐ­κοι­μή­θη εἰ­ρη­νι­κά. 

* 

Στήν Ρου­μα­νι­κή Σκή­τη τοῦ Τ. Προ­δρό­μου πα­λαιά ἦ­ταν κά­ποι­ος μο­να­χός, Εὐ­στρά­τιος ὀ­νό­μα­τι, πού ἔ­κα­νε 40 μέ­ρες νη­στε­ί­α χω­ρίς νά φά­η τί­πο­τε». 

* 

Ο γε­ρω–Ἐ­φρα­ίμ ὁ Γρη­γο­ρι­ά­της, ὅταν ἦ­ταν νέ­ος μο­να­χός εἶ­χε δυ­σκο­λί­ες, πῆγε καί τίς ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε στόν ἡ­γο­ύ­με­νο πα­πα–Θα­νά­ση. Τό βρά­δυ στόν ὕ­πνο του βλέ­πει τόν Ἡ­γο­ύ­με­νο νά φο­ρᾶ λαμ­πρό ἡ­γου­με­νι­κό μαν­δύ­α καί γο­να­τι­στός μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ νά φω­νά­ζη: «Κύριε, σῶ­σε τό παι­δί σου». Αὐ­τό συγ­κλό­νι­σε τόν π. Ἐ­φρα­ίμ καί τόν βο­ή­θη­σε νά ξε­πε­ρά­ση τίς δυ­σκο­λί­ες του.  

Εἶ­χε τό ἀ­έ­να­ο δά­κρυ­ο. Ὁ Γέροντας καί οἱ πα­τέ­ρες τόν ἔ­βα­ζαν ἐ­πί­τη­δες νά κά­νη ἀ­νά­γνω­ση στήν τρά­πε­ζα, για­τί κα­τα­νυσ­σό­ταν, ἔ­κλαι­γε καί ὠ­φε­λοῦν­ταν οἱ πα­τέ­ρες. Ἔ­νι­ω­θε με­γά­λη συγ­κί­νη­ση, ἰδίως ὅ­ταν δι­ά­βα­ζε τόν βί­ο τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Κα­λυ­βί­του, για­τί καί ὁ ἴ­διος εἶ­χε φύ­γει κρυ­φά ἀ­πό τό σπί­τι του καί τόν ἔ­ψα­χναν. 

Τήν Κυ­ρια­κή τῆς συγ­χω­ρή­σε­ως, πού ψάλ­λουν ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες κά­τι στήν τρά­πε­ζα, ὁ γε­ρω–Ἐ­φρα­ίμ ἔ­ψα­λε τό: «Τά πλή­θη τῶν πε­πραγ­μέ­νων μοι δει­νῶν…», μέ ἐμ­φα­νῆ κα­τά­νυ­ξη καί ἔ­τρε­χαν τά δά­κρυά του. Προ­σευ­χό­ταν καί ἀ­πό τό προ­σευ­χη­τά­ρι τοῦ Σι­μω­νώφ. Τό εἶ­χε φά­ει ἀ­πό τήν πο­λλή χρή­ση. Ὅ­λη  μέ­ρα τό δι­ά­βα­ζε καί ἔ­κλαι­γε. 

Ἐ­πει­δή ἔ­βλε­πε νά δη­μο­σι­ε­ύ­ουν στό πε­ρι­ο­δι­κό τῆς Μο­νῆς γιά ἄλ­λα Γε­ρον­τά­κια πα­ρα­κα­λοῦ­σε το­ύς πα­τέ­ρες, ὅ­ταν κοι­μη­θῆ, νά μή γρά­ψουν τί­πο­τε γι᾿ αὐ­τόν.  

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα