Δημοσιεύσεις ετικέτας «ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΊΤΙΚΗ ΠΑΡΆΔΟΣΗ»

Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Ὁ γε­ρω-Ἀ­γλά­ϊ­ος ὁ Κων­στα­μο­νί­της – Ο γε­ρω-Ἀ­θα­νά­σιος ὁ Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της

Ὁ γε­ρω–Ἀ­γλά­ϊ­ος ὁ Κων­στα­μο­νί­της, ὅ­ταν γέ­ρα­σε, ἀρ­ρώ­στη­σε καί βά­ρυ­νε. Ὅ­λοι κα­τά­λα­βαν ὅ­τι   πλη­σι­ά­ζει ἡ κο­ί­μη­σή του. Τότε ὁ π. Γρη­γό­ριος εἶ­πε: «Πα­τέ­ρες μου, ὁ γε­ρω–Ἀ­γλά­ϊ­ος Προ­ϊ­στά­με­νος ἦ­ταν·  ἄς τοῦ κά­νου­με ἕ­να εὐ­χέ­λαι­ο».

Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – ξζ’. Ἡ προσευχή σβήνει πυρκαγιά – ξη’. Προσηύχετο ὑπερυψωμένος

O πα­πα–Φι­λό­θε­ος ὁ Γρη­γο­ρι­ά­της ὁ πα­λαι­ός, κά­πο­τε θέ­λη­σε μέ εὐ­λο­γί­α τοῦ Γέροντά του νά κά­ψη τά ἀ­πό­κλα­δα γιά νά κα­θα­ρί­ση τόν ἐ­λαι­ῶ­να στήν το­πο­θε­σί­α «Παρ­θέ­νιου». Ὅ­ταν ἄ­να­ψε τήν φω­τιά, κα­τά πα­ρα­χώ­ρη­ση ἴ­σως τοῦ Θε­οῦ, φύ­ση­ξε ἀ­έ­ρας δυ­να­τός καί ἄρ­χι­σαν νά πα­ίρ­νουν φω­τιά ἐ­κτός ἀ­πό τά κλα­διά καί οἱ ἐ­λιές. Με­τά ἡ φω­τιά προ­χώ­ρη­σε καί στό δά­σος.

O πα­πα–Φι­λό­θε­ος ὁ Γρη­γο­ρι­ά­της ὁ πα­λαι­ός, κά­πο­τε θέ­λη­σε μέ εὐ­λο­γί­α τοῦ Γέροντά του νά κά­ψη τά ἀ­πό­κλα­δα γιά νά κα­θα­ρί­ση τόν ἐ­λαι­ῶ­να στήν το­πο­θε­σί­α «Παρ­θέ­νιου». Ὅ­ταν ἄ­να­ψε τήν φω­τιά, κα­τά πα­ρα­χώ­ρη­ση ἴ­σως τοῦ Θε­οῦ, φύ­ση­ξε ἀ­έ­ρας δυ­να­τός καί ἄρ­χι­σαν νά πα­ίρ­νουν φω­τιά ἐ­κτός ἀ­πό τά κλα­διά καί οἱ ἐ­λιές.

Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Το “αθάνατο νερό” – Η υπομονή ιώβεια με χαρά.

Ενας ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος γέ­ρον­τας Λαυ­ρι­ώ­της ἦ­ταν  ἄρ­ρω­στος στό κρεβ­βά­τι. Ἡ ἀρ­ρώ­στια του  κρά­τη­σε πο­λύν και­ρό καί τόν πε­ρί­με­ναν νά πε­θά­νη. Κάποια ἡ­μέ­ρα εἶ­πε στόν ὑ­πο­τα­κτι­κό του νά πά­η νά τοῦ φέ­ρη νε­ρό ἀ­πό τό ἁ­γί­α­σμα τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου.

Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Κρυμ­μέ­νο ἅ­γιο Λε­ί­ψα­νο – Θρῆ­νος Ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου γιά ἕ­να λο­γι­σμό!

Γέροντας Ἁ­γι­αν­να­νί­της δι­η­γή­θη­κε: «Πέν­τε–ἕ­ξι  φο­ρές κά­τω­θεν τοῦ Κυ­ρια­κοῦ εἶ­δα ἕ­να φῶς γλυ­κό, ἤ­ρε­μο. Δέν ἔ­κα­να καμ­μί­α ἐ­νέρ­γεια. Με­τά ἀ­πό δύ­ο–τρεῖς ἡ­μέ­ρες, ἐ­νῶ ἦ­ταν νύ­χτα, ἀ­κού­ω φω­νές ἀ­πό το­ύς πα­τέ­ρες τοῦ Κελ­λιοῦ πού βρί­σκε­ται ἀ­μέ­σως κά­τω ἀ­πό τό Κυ­ρια­κό. Μέ φώ­να­ξαν. 

ΚΔ΄. Γερω–Γεώργιος Ἁγιοπαυλίτης

Ἐκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε ὁ π. Γε­ώρ­γιος τό ἑ­ξῆς: «Ὅ­ταν ἤ­μουν νέ­ος, δυ­ό–τρεῖς φο­ρές κα­θυ­στέ­ρη­σα στήν ἀ­κο­λου­θί­α. Εἶ­πα· “­ἄς τε­λει­ώ­ση τό Με­σο­νυ­κτι­κό, εἶ­μαι κου­ρα­σμέ­νος”. Εἶ­δα τό­τε τόν ἅ­γιο Παῦ­λο στόν ὕ­πνο μου μέ τό μπα­στού­νι νά μοῦ λέ­γη: “Σή­κω καί κα­τέ­βα στήν ἀ­κο­λου­θί­α, δι­ό­τι θά σπά­σω τό μπα­στού­νι στήν πλά­τη σου. Ἀλ­λοί­μο­νό σου­”».

ΚΕ΄. Ἀσκητής Εὐθύμιος Βιγλολαυριώτης

Ἕ­να Σάβ­βα­το, ἐ­νῶ ἔ­κα­νε κομ­πο­σχο­ί­νι στο­ύς ἁ­γί­ους Πάν­τες, εἶ­δε τόν Ἀρ­χάγ­γε­λο Μι­χα­ήλ, ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως εἶ­ναι σέ μία τοι­χο­γρα­φί­α στήν Λι­τή τοῦ Κα­θο­λι­κοῦ τῆς Λαύ­ρας, μέ ξί­φος καί μαν­δύ­α. «Βά­δι­ζε», δι­η­γεῖ­το, «καί ἡ οὐ­ρά τοῦ μαν­δύ­α ἄ­νοι­γε–κλοῦ­σε». Τό ἐ­ξωμο­λο­γή­θη­κε στόν Γέ­ρον­τά του καί ἐ­κεῖ­νος σταυ­ρο­κο­πι­ό­ταν καί ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε: «Δό­ξα σοι ὁ Θε­ός!».

ΙΘ΄. Γερω–Θεοδόσιος Ἁγιοπαυλίτης

Με­τά ἀ­πό με­ρι­κές μέ­ρες εἶ­χαν συ­νάν­τη­ση μέ τήν ὁ­μά­δα τῶν πνευ­μα­τι­στῶν καί πῆ­γε καί αὐ­τός. Κα­τά πα­ρά­δο­ξο τρό­πο ὅ­μως δέν εἶ­χαν καμ­μί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἀ­πό τά πνε­ύ­μα­τα. Ἐ­πι­κλή­σεις, ἐ­πι­κλή­σεις… τί­πο­τα! Τότε ἀ­κο­ύ­στη­κε φω­νή νά λέ­η: «Ἄν δέν ἀλ­λά­ξη τήν ἀ­πό­φα­ση πού ἔ­βα­λε στό νοῦ του ὁ Θε­ό­δω­ρος, δέν μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με τί­πο­τα!».

Κ΄. Ἡγούμενος Εὐδόκιμος Ξενοφωντινός

Ἐ­νῶ ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος, κά­ποι­ος τοῦ ἔ­δει­ξε σάν σέ πί­να­κα ὅ­λες τίς ἁ­μαρ­τί­ες του. Τοῦ εἶ­πε μία φω­νή: –Οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου δέν ἔ­χουν κα­θα­ρι­σθῆ τε­λεί­ως. Ρώ­τη­σε ὁ προ­η­γού­με­νος: –Καί πῶς θά δι­α­γρα­φοῦν; Τότε πῆ­ρε τήν ἀ­πάν­τη­ση:
–Μέ τήν εὐ­χή. Ἀ­πό τό­τε ἄρ­χι­σε νά λέ­η τήν εὐ­χή ἀ­βί­α­στα μέ­σα του.

Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ἐ­κεῖ πού ψέλ­να­με καί ἤ­μουν στά δε­ξιά τοῦ πρω­το­ψάλ­τη, πε­τά­γε­ται ἕ­να δαι­μό­νιο μέ μορ­φή σκε­λε­τοῦ προ­βάλ­λον­τας τό χέ­ρι του μέ κά­τι νύ­χια με­γά­λα νά μέ καρ­φώ­ση. Τρα­βή­χτη­κα πί­σω καί ξέ­φυ­γα. Τό­τε μοῦ εἶ­πε, κά­νον­τας συγ­χρό­νως μία ἄσχη­μη χει­ρο­νο­μί­α…..

Εὐ­λά­βεια καί πό­θος Θε­ο­μη­το­ρι­κός

Κά­πο­τε πού εἶ­χαν γί­νει κλο­πές σέ Κελ­λιά τῆς πε­ρι­ο­χῆς, τόν ρώ­τη­σαν   πῶς δέν φο­βᾶ­ται νά μήν τόν κλέ­ψουν∙ ἀ­πήν­τη­σε: «Ἐ­γώ ἦρ­θα νά φυ­λά­ξω τήν Πα­να­γί­α ἤ ἡ Πα­να­γί­α ἐ­μέ­να;» καί πράγ­μα­τι, παρ᾿ ὅ­τι ἦ­ταν νύ­χτα–μέ­ρα ἀ­νοι­χτό τό Κελ­λί του, δέν χά­θη­κε τί­πο­τε.

Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Οἱ πα­τέ­ρες ὅ­μως πί­σω ἀ­πό ὅ­λα αὐ­τά δι­έ­κρι­ναν τήν πρό­νοι­α τῆς θαυ­μα­τουρ­γῆς Πορ­τα­ΐτισ­σας, πού σ᾿ ὅ­λο τό Ὄ­ρος, καί πιό πο­λύ σ᾿ αὐ­τό τό Μο­να­στή­ρι, εἶ­ναι τό­σο αἰ­σθη­τή μέ­χρι σή­με­ρα μέ τά συ­νε­χῆ θαύ­μα­τα τῆς εἰ­κό­νος καί τήν κίνηση τῆς καν­δή­λας. Καί βε­βαι­ώ­θη­καν γιά μί­α ἀ­κό­μη φο­ρά ὅ­τι ἡ Πα­να­γί­α ἐ­πι­θυ­μεῖ νά μή στα­μα­τᾶ ἡ εὐ­λο­γί­α καί ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι της, καί ὅτι αὐ­τή ἔ­χει τόν τρό­πο νά οἰ­κο­νο­μῆ τά ἀ­πα­ρα­ί­τη­τα.

Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Μέχρις ὅ­μως νά ᾿ρθῆ ὁ Πνευ­μα­τι­κός, ἔ­πε­σε ὁ μο­να­χός σέ κῶ­μα. Εἶ­πε ὁ Πνευ­μα­τι­κός νά βγοῦν οἱ ἄλ­λοι ἔ­ξω. Ἀ­κο­ύμ­πη­σε τήν θε­ί­α Κοι­νω­νί­α στό τρα­πέ­ζι, γο­νά­τι­σε καί ἔ­κα­νε δυ­να­τή προ­σευ­χή: «Πα­να­γί­α μου», εἶ­πε, «μία στιγ­μο­ύ­λα νά συ­νέλ­θη νά τόν κοι­νω­νή­σω καί με­τά ἄς φύ­γη».

Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Στοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου πα­λαι­ό­τε­ρα ἦ­ταν ἕ­νας μο­να­χός ἀ­γω­νι­στής. Εἶ­χε τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ μάγ­κι­πα, ἔ­κα­νε καί τά πρό­σφο­ρα. Ἦ­ταν πο­λύ πρό­θυ­μος στά δι­α­κο­νή­μα­τα καί συμ­βού­λευ­ε νε­ώ­τε­ρο: «Ὅ,τι  κά­νεις ἐ­δῶ μέ­σα, ἔ­χεις μι­σθό ἀ­πό τόν Πρό­δρο­μο». Ἐ­πί­σης ἔ­κα­νε καί με­γά­λο ἀ­γῶ­να. Ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε ὅ­τι κά­νει χί­λι­ες με­τά­νοι­ες∙ ὅμως δέν τόν τα­πεί­νω­σε ὁ Πνευ­μα­τι­κός, ἀλ­λά τοῦ εἶ­πε: «Τό­σες πολ­λές!», καί ἔ­τσι δέ­χτη­κε τόν ἔ­παι­νο καί ἔ­πε­σε σέ ὑ­πε­ρη­φά­νεια.

Η’. Γερω–Μιχαήλ Καυσοκαλυβίτης

Ὁ π. Μι­χα­ήλ ἦ­ταν κα­λός ὑ­πο­τα­κτι­κός καί ἀ­γω­νι­στής. Συν­δέ­θη­κε μέ ἀ­γά­πη ἀ­δελ­φι­κή μέ τόν τό­τε μο­νά­ζον­τα στά Καυ­σο­κα­λύ­βια γε­ρω–Πορ­φύ­ριο. Ἀ­γω­νί­ζον­ταν μα­ζί ἀ­πό νέοι μοναχοί. Δέν ἦ­ταν ἁ­πλή συμ­πά­θεια ἡ φι­λί­α τους. Μέ τό χά­ρι­σμά του ὁ γε­ρω–Πορ­φύ­ριος ἔ­βλε­πε ἐμ­φα­νῶς τήν χά­ρι πού εἶ­χε ὁ π. Μιχαήλ. Γι᾿ αὐ­τό καί πρίν ­κοι­μη­θῆ εἶ­πε νά τόν θά­ψουν στόν τά­φο τοῦ π. Μι­χα­ήλ, ὅ­πως καί ἔ­γι­νε.

κθ΄. Ἀ­ό­ρα­τοι–Γυ­μνοί Ἀ­σκη­τές[1]

Τόν ρώ­τη­σε: “Πά­τερ, πά­ω γιά τήν Ἁ­γί­α Ἄν­να καί ἔ­χα­σα τόν δρό­μο. Μπο­ρεῖς νά μοῦ τόν δεί­ξης;”. Αὐ­τός ση­κώ­θη­κε καί τοῦ ἔ­δει­ξε. Ὁ λα­ϊ­κός ἦ­ταν δι­ψα­σμέ­νος καί ζή­τη­σε λί­γο νε­ρό. Ὁ ἀ­σκη­τής τοῦ εἶ­πε: “Ἔ­λα, θά σοῦ δώ­σω”. Ἀ­κο­λού­θη­σε ὁ λα­ϊ­κός καί τόν ὡ­δή­γη­σε σέ μία σπη­λιά. Ἐ­κεῖ ἦ­ταν ἄλ­λοι ἕ­ξι πα­τέ­ρες….

κε’. Ἡ προσευχή γιά τούς κεκοιμημένους βοηθᾶ

Ὅ­ταν συμ­πλη­ρώ­θη­καν σα­ράν­τα μέ­ρες ἐ­κεῖ πού κα­θό­ταν καί ἔ­κα­νε τό κομ­πο­σχοι­νά­κι λέ­γον­τας «Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σον τήν δο­ύ­λη σου Μα­ρί­α», βλέ­πει μί­α γυ­ναῖ­κα νά μπα­ί­νη μέ­σα στό κελ­λί του (ἦ­ταν ἡ κε­κοι­μη­μέ­νη Μα­ρί­α) καί τοῦ λέ­ει μέ εὐ­γέ­νεια πολ­λή:

ιε΄. Τά ἀποτελέσματα τῆς αὐτονομίας

Ἔ­χει ση­μα­σί­α γιά τό νέ­ο πού ἔρ­χε­ται νά γί­νη μο­να­χός σέ ποιό πε­ρι­βάλ­λον με­γά­λω­σε καί σέ ποιά ἐ­πο­χή ἔ­ζη­σε, γιά τό ἄν θά γί­νη σω­στός κα­λό­γε­ρος καί ἄν θά κρα­τή­ση τίς πα­ρα­δό­σεις. Πα­ρα­τη­ρῶ ὅ­τι αὐ­τοί πού γεν­νή­θη­καν με­τά τό 1970 δυ­σκο­λε­ύ­ον­ται νά γί­νουν σω­στοί κα­λό­γε­ροι, συ­νε­χι­στές τῶν πα­λαι­ῶν. Ἔ­χουν μά­θει νά ἔ­χουν γνώ­μη γιά τό κά­θε τί, ἔ­χουν θέ­λη­μα καί δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πο­τα­χθοῦν.

ιδ΄. Ὁ διάβολος μετασχηματισμένος σέ μοναχό

Κα­τά τόν Β΄ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο ἕ­νας στρα­τι­ώ­της βλέ­πον­τας τόν κίν­δυ­νο ἔ­τα­ξε, ἄν δι­α­σω­θῆ, νά γί­νη μο­να­χός στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος μα­ζί μέ τά δύο του παι­διά. Πράγ­μα­τι, τε­λεί­ω­σε ὁ πό­λε­μος καί ὁ στρα­τι­ώ­της πού δι­ε­φυ­λά­χθηκε σῶ­ος, δέν λη­σμό­νη­σε τό τά­μα του.

ιγ΄. Διάσωση ἀπό τούς ἁγίους Τεσσαράκοντα

Ἀ­μέ­σως τό­τε μί­α ζέ­στη ἁ­πλώ­θη­κε γύ­ρω ἀ­πό μᾶς τούς δύ­ο καί  δέν κα­τα­λα­βαί­να­με τό κρύ­ο. Ἦ­ταν ἡ πα­ρου­σί­α τῶν Ἁ­γί­ων πού καί αὐ­τοί ὑ­πέ­φε­ραν ἀ­πό τό ψῦ­χος. Ἡ νύ­χτα πέ­ρα­σε ἔ­τσι καί τό πρωΐ, ἐ­νῶ πε­ρι­μέ­να­με τόν θά­να­το, ἦρ­θε δι­α­τα­γή ἐ­μᾶς τούς δύ­ο κα­λο­γή­ρους νά μή μᾶς ἐ­κτε­λέ­σουν.

Περιστατικά – ιβ’. Κρυφοί ἐργάτες τῆς εὐχῆς

Ὁ Γέ­ρον­τας ἦ­ταν νη­πτι­κός καί δι­α­κρι­τι­κός. Κάποτε πῆ­γε νά λει­τουρ­γη­θῆ σέ κά­ποι­ο Κελ­λί. Ἐ­κεῖ οἱ πα­τέ­ρες δι­ά­βα­ζαν τόν Ἅ­γιο Ἐ­φρα­ίμ καί ἔ­κα­ναν δη­μό­σια ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση πρίν ἀ­πό τήν θε­ί­α Κοι­νω­νί­α. Το­ύς εἶ­πε ὅ­τι δέν εἶ­ναι σω­στό αὐ­τό, για­τί μέ τήν ἀ­κοή τῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των μο­λύ­νε­ται ὁ λο­γι­σμός τους καί οἱ πα­τέ­ρες τό δέ­χθη­καν.

Περιστατικά – ια’. Ἡ ζάχαρη ἔδιωξε τήν γλυκύτητα τῆς εὐχῆς

Αὐ­τός εἶ­χε τήν γλυ­κύ­τη­τα τῆς θε­ί­ας Χάριτος καί ἔ­πρε­πε νά πε­ρι­φρο­νῆ τίς ἀν­θρώ­πι­νες ”γλυκύτητες”. Ὑ­πο­χώ­ρη­σε ὅ­μως στήν γλυ­κύ­τη­τα τῆς ζά­χα­ρης καί ὁ Θε­ός τοῦ στέ­ρη­σε γιά λί­γο τήν θε­ί­α πα­ρη­γο­ριά.

Περιστατικά – ι’. Ἐ­νά­ρε­τοι Χα­τζη­γε­ωρ­γιᾶ­τες

Ὁ ἴ­διος, πή­γαι­νε πά­λι ἀ­γόγ­γυ­στα καί τό γέ­μι­ζε. Καί ὅ­ταν ἔρ­χον­ταν ἐ­πι­σκέ­πτες, οἱ ἄλ­λοι πα­τέ­ρες το­ύς ἔ­στελ­ναν στόν π. Χε­ρου­βε­ίμ, καί για­τί τόν θε­ω­ροῦ­σαν ἐ­νά­ρε­το…

Περιστατικά – η΄. Κόπος καί παράκληση μοναχοῦ – θ΄. Τό παλάτι τοῦ μοναχοῦ

Τά γε­γο­νό­τα, ὅ­πως ἐ­ξε­λί­χθη­καν, δεί­χνουν τήν ἀ­λή­θεια τοῦ ὁ­ρά­μα­τος. Ἀλ­λά καί ὁ μο­να­χός αὐ­τός θά ἦ­ταν πο­λύ ἐ­νά­ρε­τος καί ἀ­γω­νι­στής γιά νά τοῦ ἑ­τοι­μα­σθῆ τέ­τοι­ο πα­λά­τι.

Περιστατικά – ς΄. Ἡ Παναγία δείχνει ἐργόχειρο σέ μοναχό – ζ΄. Ὁ μοναχός πού ἔβγαλε ἁγίασμα

Δι­η­γοῦν­ται πα­λαι­οί Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες ὅ­τι κά­πο­τε στή Νέ­α Σκή­τη ὑ­πῆρ­χε ἕ­νας εὐ­λα­βής καί ἀ­γω­νι­στής μο­να­χός. Ἀλ­λά μή γνω­ρί­ζον­τας ἐρ­γό­χει­ρο, ζοῦ­σε ἀ­πό εὐ­λο­γί­ες (ἐ­λε­η­μο­σύ­νες). Ὁ­πό­τε μία φο­ρά τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἡ Πα­να­γί­α καί τοῦ λέ­γει:

Περιστατικά – δ΄. Συ­νέ­δριο δαι­μό­νων – ε΄. Ἀ­σκη­τι­κό σπή­λαι­ο πλη­σί­ον τῶν Κα­ρυ­ῶν

Ἐ­κεῖ εἶ­δε δαί­μο­νες μα­ζε­μέ­νους νά ἔ­χουν σύ­να­ξη, νά συ­νε­δριά­ζουν. Εἶ­χε ἀ­ρε­τή ὁ Πνευ­μα­τι­κός καί τούς ρώ­τη­σε τί συ­ζη­τᾶ­νε. Ἀ­πάν­τη­σε ἕ­νας ἀ­πό τούς δαί­μο­νες: «Προ­σπα­θοῦ­με νά βά­λου­με χα­λι­νά­ρι στούς Ἡ­γου­μέ­νους καί με­τά μᾶς ἀ­κο­λου­θοῦν καί οἱ κα­λό­γε­ροι».

Φοβερός πόλεμος μέ δαιμόνια ὑπερηφανείας

«Εἶσαι σπουδαῖος ψάλτης! Εἶσαι θαυμάσιος! Εἶσαι ἄφθαστος!». Εἶχε τό κεφάλι ψηλά, ἐνῶ οἱ ἄλλοι τέσσερις εἶχαν τό κεφάλι κάτω. Ἐγώ μονολόγησα: «Τά δαιμόνια θά μοῦ πάρουν τό μυαλό. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με

Ζ’. Ἐρημίτης παπα–Τύχων

Στήν Λει­τουρ­γί­α ἔ­βλε­παν νά ἀλ­λοι­ώ­νε­ται τό πρό­σω­πό του. Τά μά­τια του μέ­σα στό σκο­τά­δι ἦ­ταν πο­λύ φω­τει­νά. Πάν­τα λει­τουρ­γοῦ­σε μέ κα­τά­νυ­ξη καί δά­κρυ­α. Τήν ὥ­ρα τῆς θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τό δι­ά­βα­ζε μέ δά­κρυ­α. Μέ δά­κρυ­α σή­κω­νε τά Ἅ­για καί ἔ­κα­νε τήν Εἴ­σο­δο, ἐ­κτός βέ­βαι­α ἀ­πό τίς ἁρ­πα­γές καί τίς θεῖ­ες ὀ­πτα­σί­ες πού εἶ­χε.

Περιστατικά – γ΄. Τό κα­λό τέ­λος τοῦ ὑ­πο­τα­κτι­κοῦ

Τρεῖς ἡ­μέ­ρες πρίν ἀ­πό τήν κοί­μη­σή του εἶ­δε τό ἑ­ξῆς ὅ­ρα­μα. Τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­καν τέσ­σε­ρις νέ­οι, πού φο­ροῦ­σαν δι­α­κο­νι­κά στι­χά­ρια καί ἦ­ταν πε­ρι­ζω­σμέ­νοι μέ ὀ­ρά­ρια. Αὐ­τοί οἱ νέ­οι τόν προ­σκα­λοῦ­σαν νά πά­η μα­ζί τους τα­ξί­δι. Τούς ἀ­πήν­τη­σε:

Περιστατικά – β΄. Πειρατές σεβάστηκαν τήν ἀρετή

Εἶ­δαν το­ύς πα­τέ­ρες νά ξε­φουρ­νί­ζουν τό ψω­μί τους καί το­ύς πα­ρα­κά­λε­σαν νά το­ύς δώ­σουν ψω­μί. Το­ύς ἔ­δω­σαν ὅ­λα τά ψω­μιά, οἱ πει­ρα­τές το­ύς εὐ­χα­ρί­στη­σαν, τά πλή­ρω­σαν μέ δη­νά­ρια καί ἔ­φυ­γαν. Ἐ­δῶ ἐ­φαρ­μό­στη­κε τό «οἶ­δεν ἀ­ρε­τήν ἀν­δρῶν καί πο­λέ­μιος θαυ­μά­ζειν».

Περιστατικά – α΄. Ἡ μετάνοια τοῦ ἐξωμότου Ἐπισκόπου

Με­τά ἀ­πό λί­γη ὥ­ρα ἕ­νας ἀπ᾿ αὐ­τούς ἀ­πάν­τη­σε: «Πα­πᾶ ἐ­φέν­τημ, ὅ­ση ὥ­ρα τό ἔ­κα­νες αὐ­τό ἤ­σου­να δύ­ο πή­χεις πά­νω ἀ­πό τήν γῆ».
Ἀ­κού­γον­τας αὐ­τό ὁ Ἐ­πί­σκο­πος ἐ­ξε­πλά­γη καί βγαί­νον­τας ἔ­ξω ἔ­κλα­ψε με­τα­νοι­ω­μέ­νος λέ­γον­τας: «Ἐ­γώ ἀρ­νή­θη­κα τόν Κύ­ριο, ἀλ­λά αὐ­τός δέν μέ ἐγ­κα­τέ­λει­ψε. Ἡ θεί­α χά­ρις Του μέ σκε­πά­ζει ἀ­κό­μα».

Ις΄. Ἡσυχαστής Φανούριος Καψαλιώτης

Κλεί­στη­κε στήν φί­λη του ἡ­συ­χί­α καί ἐ­νέ­τει­νε τήν προ­σευ­χή καί τά δά­κρυ­α. Τό ἔ­τος 1986 εἶ­δε τόν ἅ­γιο Θε­ό­φι­λο καί τόν ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο καί τοῦ εἶ­παν: «Ἐ­φέ­τος δέν θά κά­νεις Πρω­το­χρο­νιά ἐ­δῶ στό Κελ­λί, ἀλ­λά θά ᾿ρθεῖς νά γι­ορ­τά­σου­με μα­ζί».

ΙΕ’. Παπα–Κύριλλος Καρυώτης

«Ὅ­λη τή  νύ­χτα προ­σευ­χό­ταν.  Κοι­μό­ταν μό­νο δύ­ο ὧ­ρες. Νήστευε πά­ρα πο­λύ. Ἦ­ταν πρός ὅ­λους εὐ­γε­νής καί κα­λο­συ­νάτος. Πο­τέ δέν τόν εἶ­δαν νά θυ­μώ­νη ὅ­ταν τόν ὕ­βρι­ζαν ἤ τόν κα­κο­λο­γοῦ­σαν. Ἦ­ταν πο­λύ τα­πει­νός καί, ὅ­ταν συ­νέ­βαι­ναν πα­ρε­ξη­γή­σεις, αὐ­τός πρῶ­τος ἔ­βα­ζε με­τά­νοι­α λέ­γον­τας ”εὐ­λό­γη­σον”».

Θ’. Γερω–Θεόφιλος Λαυριώτης

Κάποτε ἕ­να νέ­ο κα­λο­γέ­ρι σέ μία ἀ­γρυ­πνί­α ἄρ­χι­σε νά ψάλ­λη τόν πο­λυ­έ­λε­ο μέ ὕ­φος καί στόμ­φο. Στόν πρῶ­το στί­χο πῆ­γε ὁ γε­ρω–Θε­ό­φι­λος καί τοῦ εἶ­πε: «Δέν σ᾿ ἀ­κο­ύ­ει οὔ­τε ὁ Θε­ός οὔ­τε οἱ ἄν­θρω­ποι. Τά δαι­μό­νια χο­ρε­ύ­ουν. Τα­πει­νά, τα­πει­νά νά ψάλ­λου­με, νά μᾶς ἀ­κο­ύ­η ὁ Θε­ός καί νά μᾶς χα­ί­ρε­ται σάν παι­διά Του».

Σελίδες