Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Κάποιος μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἡ τα­πε­ί­νω­ση εἶ­ναι ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­ρε­τή. Ὅ­μως ἡ τα­πε­ί­νω­ση εἶ­ναι ἕ­νας κρί­κος τῶν ἀ­ρε­τῶν. Μοῦ φα­ί­νε­ται ὅ­τι ἡ ἀ­γα­θό­της εἶ­ναι ἡ πιό με­γά­λη ἀ­ρε­τή. Νά γί­νη ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­γα­θός. Δι­ό­τι ἀ­πό­λυ­τα ἀ­γα­θός εἶ­ναι μό­νον ὁ Θε­ός. ”Οὐδείς ἀ­γα­θός, εἰ μή εἷς ὁ Θε­ό­ς”». 

 

«Γιά νά ἀ­πο­κτή­σης τό ἀ­δι­ά­σπα­στο (ἀ­δι­ά­λει­πτο) στή νο­ε­ρά προ­σευ­χή, χρει­ά­ζε­ται ὑ­πο­μο­νή καί ἐ­πι­μο­νή». 

 

«Ὁ μο­να­χός, ὅ­που βρί­σκε­ται, πρέ­πει νά λέ­η τήν εὐ­χή. Ἡ εὐ­χή δέν ἐμ­πο­δί­ζε­ται ἀ­πό τήν δου­λειά. Σκέ­πτε­ται κα­νε­ίς πῶς θά κά­νει τήν ἐρ­γα­σί­α του, κά­νει τό πρό­γραμ­μα καί με­τά ὁ νοῦς του λέ­ει τήν εὐ­χή ἐ­νῶ ἐρ­γά­ζον­ται τά χέ­ρια». 

 

«Ἡ ἐρ­γα­σί­α δέν δυ­σκο­λε­ύ­ει τήν εὐ­χή, ἀλ­λά εἶ­ναι μέ­σον προ­σευ­χῆς. Αὐ­τό τό ἔ­ζη­σα. Ἐ­πει­δή ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που δέν μπο­ρεῖ νά με­ί­νη ἀρ­γός, ἡ ἐ­ναλ­λα­γή τῆς σκέ­ψης ἀ­πό τήν εὐ­χή στήν δου­λειά καί πί­σω δέν ἀ­φή­νει χῶ­ρο στήν ἁ­μαρ­τί­α». 

 

«Ὅ­ταν ἀρ­χί­σης σι­γά–σι­γά νά μή δέ­χε­σαι λο­γι­σμο­ύς καί νά το­ύς δι­ώ­χνης ὅ­λους, τό­τε ἀρ­χί­ζεις νά ἀ­πο­ξε­νώ­νε­σαι ἀ­πό τήν ὕ­λη, τήν ὁ­πο­ί­α ἔ­χεις μό­νο γιά ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση. Ἄν κά­νης τήν ὕ­λη σκο­πό τῆς ζω­ῆς σου, ἀ­πέ­τυ­χες». 

 

«Ἄν μᾶς πῆ κά­ποι­ος ἕ­να σκλη­ρό λό­γο, ἐ­μεῖς γιά νά τόν βο­η­θή­σου­με, νά τοῦ ποῦ­με κά­ποι­ο λό­γο χω­ρίς τα­ρα­χή. Ἄν ὅ­μως αἰ­σθα­νώ­μα­στε τα­ρα­χή, τό­τε νά προ­τι­μή­σου­με νά σι­ω­πή­σου­με καί νά λέ­με ἐ­σω­τε­ρι­κά τήν εὐ­χή. Ἕ­να ”εὐλόγησον” θά τοῦ ποῦ­με βέ­βαι­α». 

 

«Κα­λύ­τε­ρα νά σέ πα­ίρ­νη λί­γο ὁ ὕ­πνος στήν ἀκο­λου­θί­α, πα­ρά νά κά­θε­σαι στό κελ­λί. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι κι­βω­τός». 

 

«Κάποτε ἄ­κου­σα στόν ὕ­πνο μου νά βγα­ί­νη μία φω­νή ἀ­πό τήν εἰ­κό­να τοῦ Χρι­στοῦ: ”Δέν ἔ­χεις δο­κι­μά­σει κό­λα­ση. Δο­κί­μα­σε λί­γο κό­λα­ση­”. Καί τό­τε ἄρ­χι­σα νά νι­ώ­θω στό σῶ­μα μου μία φω­τιά πού δέν μπο­ρῶ νά τήν πε­ρι­γρά­ψω. Και­γό­μουν ὁ­λό­κλη­ρος. Ἔ­πια­σα τό­τε μέ τά δύο μου χέ­ρια τό κε­φά­λι μου, καί ὅ­ταν συ­νῆλ­θα τά μαλ­λιά μου εἶ­χαν με­ί­νει στά χέ­ρια μου». 

 

Ἕ­να νέ­ο κα­λο­γέ­ρι εἶ­χε τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ. Πῆ­γε κά­ποι­ο βρά­δυ νά κοι­μη­θῆ καί σκέ­φτη­κε. ”Τῆς Πα­να­γί­ας τό καν­τή­λι εἶ­ναι ἀ­ναμ­μέ­νο ἤ σβη­στό;”. Ση­κώ­θη­κε ἀ­μέ­σως, κα­τέ­βη­κε στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τό τα­κτο­πο­ί­η­σε. Μόλις πῆ­γε στό Κελ­λί του καί ἔ­πε­σε νά κοι­μη­θῆ, ἀ­κο­ύ­ει ἀ­πό τό δά­σος ἄγρι­ες φω­νές: ”Θά τόν πνί­ξου­με, θά τόν γκρε­μί­σου­με, θά τοῦ κά­νου­με κα­κό… ἀλ­λά, δέν μᾶς ἀ­φή­νει αὐ­τή ἡ Μαυ­ρο­φό­ρα­”. Ἀ­πό τό­τε ἔ­χει σέ ἰ­δι­α­ί­τε­ρη εὐ­λά­βεια τήν Πα­να­γί­α.  

 

Εἶ­πε Γέρων: «Ὅ­ταν ἐ­πι­σκι­ά­ση ἡ Χάρις τοῦ Θε­οῦ τόν ἄν­θρω­πο, δέν ὑ­πάρ­χει γι᾿ αὐ­τόν οὔ­τε χει­μῶ­νας οὔ­τε κα­λο­κα­ί­ρι». 

 

Εἶ­πε γέ­ρων Καυ­σο­κα­λυ­βί­της: «Κά­πο­τε πού τα­κτο­ποι­ο­ύ­σα­με τά ὀ­στᾶ τῶν Πα­τέ­ρων στό ὀ­στε­ο­φυ­λά­κιο τῆς Σκή­της εὐ­ω­δί­α­σαν τό­σο, πού ἔ­φθα­σε ἡ εὐ­ω­δί­α σχε­δόν μέ­χρι τήν Κε­ρα­σιά». 

 

Στά Κα­του­νά­κια σέ μί­α κα­ται­γί­δα ἔ­βλε­παν οἱ Δα­νι­η­λαῖ­οι ἕ­ναν ἀ­σκη­τή πού περ­νών­τας ἀ­πό τό μο­νο­πά­τι εἶ­δε ἕ­ναν Σταυ­ρό πε­σμέ­νο ἀ­πό τόν ἀ­έ­ρα. Ἀ­ψή­φη­σε τήν κα­ται­γί­δα καί προ­σπα­θοῦ­σε νά στη­ρί­ξη τόν Σταυ­ρό. Ξαφ­νι­κά ἐ­κεῖ δί­πλα ἔ­πε­σε κε­ραυ­νός πού ἔ­σχι­σε τήν σω­λῆ­να τοῦ νε­ροῦ σέ μῆ­κος 50 μέ­τρων, καί ὁ μο­να­χός καί ὁ Σταυ­ρός δέν ἔ­πα­θαν τί­πο­τε. Καί με­τά τόν κε­ραυ­νό ὁ γεν­ναῖ­ος ἐ­κεῖ­νος κα­λό­γη­ρος μέ πί­στη δέν ἔ­φυ­γε ἀ­πό ἐ­κεῖ, μέ­χρι πού στε­ρέ­ω­σε τόν Σταυ­ρό. 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα