Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Το “αθάνατο νερό” – Η υπομονή ιώβεια με χαρά.

κ’. Τό «ἀ­θά­να­το νε­ρό» 

 Ενας ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος γέ­ρον­τας Λαυ­ρι­ώ­της ἦ­ταν  ἄρ­ρω­στος στό κρεβ­βά­τι. Ἡ ἀρ­ρώ­στια του  κρά­τη­σε πο­λύν και­ρό καί τόν πε­ρί­με­ναν νά πε­θά­νη. Κάποια ἡ­μέ­ρα εἶ­πε στόν ὑ­πο­τα­κτι­κό του νά πά­η νά τοῦ φέ­ρη νε­ρό ἀ­πό τό ἁ­γί­α­σμα τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου. Τό κα­λο­γέ­ρι πῆ­ρε τό δο­χεῖ­ο, ἀλ­λά βα­ρέ­θη­κε νά πά­η ὥς τό ἁ­γί­α­σμα καί πῆ­ρε νε­ρό ἀ­πό μία κον­τι­νή βρύ­ση. Πε­ρί­με­νε νά πε­ρά­ση ἡ ὥ­ρα γιά νά μήν κα­τα­λά­βη ὁ Γέροντάς του ὅ­τι δέν πῆ­γε στό ἁ­γί­α­σμα,  καί  ὕ­στε­ρα πῆ­γε τό νε­ρό  στόν  ἀ­σθε­νοῦντα Γέροντά του. Ἐ­κεῖ­νος τό δέ­χθη­κε μέ πί­στη ὡς ἁ­γί­α­σμα, ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό του, ἤ­πι­ε καί ὅ­λως πα­ρα­δό­ξως ἔ­γι­νε κα­λά. Τότε τό κα­λο­γέ­ρι ἐ­λέγχ­θη­κε καί ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε τήν ἁ­μαρ­τί­α του. Ἔ­κτο­τε τό νε­ρό αὐ­τῆς τῆς βρύ­σης τό ὠ­νό­μα­σαν «ἀθά­να­το νε­ρό». 

 

 κα’. Ὑ­πο­μο­νή ἰ­ώ­βεια μέ χα­ρά

Στό Σι­μω­νο­πε­τρί­τι­κο κά­θι­σμα «Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Θε­ο­λό­γος» ζοῦ­σαν πα­λαιά δύ­ο αὐ­τά­δελ­φοι, ὁ π. Ἀρ­σέ­νιος καί ὁ πα­πα–Νι­κη­φό­ρος, κα­τα­γό­με­νοι ἀ­πό τήν Γα­λά­τι­στα Χαλ­κι­δι­κῆς. Τότε οἱ κα­θι­σμα­τά­ρη­δες ἔ­δι­ναν ἕ­να σε­βα­στό πο­σό στό Μο­να­στή­ρι καί ἔ­παιρ­ναν τό Κά­θι­σμα. Ἡ Μο­νή εἶ­χε ἐ­σα­εί τήν ὑ­πο­χρέ­ω­ση νά το­ύς δί­νη κα­τό­πιν συμ­φω­νη­τι­κοῦ πού ὑ­πέ­γρα­φαν ἀμ­φό­τε­ροι, πα­ξι­μά­δι, λά­δι, ζω­στι­κά καί πα­πο­ύ­τσια.  

Ὁ Γέροντας, π. Ἀρ­σέ­νιος, πί­ε­σε τόν Νι­κη­φό­ρο καί τόν ἔ­κα­νε πα­πᾶ στά 28 του. Ὁ πα­πα–Νι­κη­φό­ρος ἐ­φη­μέ­ρευ­ε καί στήν Σι­μω­νό­πε­τρα. Ἦ­ταν πο­λύ κα­λός ψάλ­της καί ἄ­ρι­στος ἁ­γι­ο­γρά­φος, ἀλ­λά ἔ­πα­σχε ἀ­πό κή­λη. Εἶ­χε μί­α με­γά­λη κή­λη σάν μα­ξι­λά­ρι, ἔ­τσι φαι­νό­ταν κά­τω ἀ­πό τό ζω­στι­κό. Γιά νά ση­κω­θῆ, νά κα­θή­ση ἤ νά κι­νη­θῆ, τήν ἔ­πια­νε μέ τά χέ­ρια του. Ἐν τῷ με­τα­ξύ εἶ­χε καί φρι­κτο­ύς πό­νους στό ἕ­να μά­τι. Ὅ­ταν πῆ­γε γιά ἐ­ξε­τά­σεις, οἱ για­τροί ἀ­ναγ­κά­στη­καν νά τοῦ κά­νουν ἐ­ξό­ρυ­ξη βολ­βοῦ. Με­τά ἀ­πό και­ρό τοῦ ἀ­φα­ί­ρε­σαν καί τόν ἄλ­λο βολβό γιά τόν ἴ­διο λό­γο. Ἔ­τσι ἔ­μει­νε τε­λε­ί­ως τυ­φλός στά 36 του χρό­νια. Γιά νά βα­δί­ση μέ­σα στό κελ­λί του, μέ τό ἕ­να χέ­ρι ψα­χο­ύ­λευ­ε τόν τοῖ­χο καί μέ τό ἄλ­λο κρα­τοῦ­σε τήν κή­λη. Πα­ρά ταῦ­τα ἔ­λε­γε συ­νέ­χεια ὅ­λος χα­ρά: «Δόξα τῷ Θε­ῷ, δό­ξα τῷ Θε­ῷ. Δέν πει­ρά­ζει, Πα­να­γί­α μου. Ἐ­δῶ νά ὑ­πο­φέ­ρω, ἐ­κεῖ νά μέ σώ­σης».  

Ὅ­σο γιά τήν τύ­φλω­ση πί­στευ­ε ὅ­τι, ἐ­πει­δή τόν πί­ε­σε ὁ Γέροντάς του καί ἔ­γι­νε παρ᾿ ἡ­λι­κί­αν ἱ­ε­ρέ­ας, γι᾿ αὐ­τό τι­μω­ρή­θη­κε. Ἔ­λε­γε: «Ἔ­πρε­πε νά ἀν­τι­στα­θῶ καί νά μή δε­χθῶ».  

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα