Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

     Ο γε­ρω Ἡ­σα­ΐ­ας ὁ Καυ­σο­κα­λυ­βί­της κα­τα­γόταν ἀ­πό τήν Λῆ­μνο. Πο­λέ­μη­σε στά ὀ­χυ­ρά τοῦ Με­τα­ξᾶ. Βλέ­πον­τας τόν κίν­δυ­νο ἔ­κα­νε τά­μα, ἄν τόν σώ­ση ἡ Πα­να­γί­α νά γί­νη κα­λό­γε­ρος. Με­τά τόν πό­λε­μο ἦρ­θε καί ὑ­πε­τά­γη στόν γε­ρω Συ­με­ών στήν καλύβη τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου στά Καυσοκαλύβια. Ὁ Γέ­ρον­τάς του Συ­με­ών τοῦ εἶ­πε: «Συ­νή­θως τούς δο­κίμους τούς κρα­τοῦν ἕ­να χρό­νο. Ἐ­μεῖς θά κά­νου­με τό τοῦ ἁ­γί­ου Πα­χω­μί­ου, τρεῖς χρό­νους δο­κι­μή».

   Ἀ­πό τόν Γέ­ρον­τά του Συ­με­ών πῆ­ρε τό τυ­πι­κό τῆς ἀ­λου­σί­ας. Δέν πλύ­θη­κε πο­τέ του.

Διηγεῖτο: «Ὅ­ταν τή νύ­χτα μέ πο­λε­μοῦ­σε ἡ νύ­στα, τὄ­λε­γα στόν Γέ­ρον­τα. Μοῦ ἔ­λε­γε νά πά­ω νά σκά­ψω τό ἀμ­πέ­λι. Πή­γαι­να μέ με­γά­λη χα­ρά καί ἐ­κεῖ πού ἔ­σκα­βα, ἔ­πε­φτα σέ θε­ω­ρί­α. Αὐ­τά εἶ­ναι τά κα­λά τῆς ὑ­πα­κο­ῆς».

«Θά ἤ­θε­λα πο­λύ νά πε­θά­νω ὑ­πο­τα­κτι­κός, γιατί ἡ ὑπα­κοή σέ πά­ει δω­ρε­άν στόν Πα­ρά­δει­σο».

Ἔ­λε­γε: «Πα­πᾶς δέν ἔ­γι­να για­τί στόν πό­λε­μο βλέ­πα­με το­ύς Γερ­μα­νο­ύς νά πέ­φτουν σάν τά στά­χυ­α. Ἄν σκό­τω­σα ἄν­θρω­πο, πῶς νά γί­νω πα­πᾶς;».

Συμβούλευε «Τό πᾶν εἶ­ναι στήν προ­αί­ρε­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὅ­ταν θέ­λη ὁ ἄν­θρω­πος, μπο­ρεῖ νά ἀ­γω­νι­σθῆ γιά τίς ἀ­ρε­τές, ἔ­στω κι ἄν ἔ­χη ἐμ­πό­δια».

«Νά ἔ­χω­με ἕ­να μέ­τρο στό φα­γη­τό. Καί αὐ­τό ἄσκη­ση εἶ­ναι. Μήν τρῶ­με ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα καί χα­λᾶ­με τά στο­μά­χια μας.  Δέν λέ­με νά κά­νου­με  τρι­ή­με­ρα·  τό κα­νο­νι­κό, δη­λα­δή ἐ­νά­τες. Οἱ ἀ­δύ­να­τοι, ἄν δέν μπο­ροῦν, ἄς τρῶ­νε καί τρεῖς τήν ἡ­μέ­ρα, ὄ­χι ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα σάν το­ύς ὄ­νους. Μέ εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τόν Γέροντα ὅμως».

     Ρώ­τη­σε κά­ποι­ος τόν γε­ρω Ἡ­σα­ΐ­α, ἄν πο­τέ ἔ­τυ­χε νά συ­ναν­τή­ση κανέναν ἐρημίτη καί ἀ­πάν­τη­σε: «Ἐ­γώ δέν ἔ­τυ­χε πο­τέ μου νά συ­ναν­τή­σω κά­ποι­ον ἐρημίτη. Μο­νά­χα μία φο­ρά, κα­θώς προ­σευ­χό­μουν τή νύ­χτα, εἶ­δα ἕ­να φῶς τό­σο λαμ­πρό, πού φώ­τι­ζε ὁ­λό­κλη­ρη τήν Σκή­τη καί προ­χω­ροῦ­σε μέ τήν τα­χύ­τη­τα πού βα­δί­ζει ἕ­νας ἄν­θρω­πος πά­νω στό μο­νο­πά­τι πού πη­γαί­νει πρός τήν Λαύ­ρα. Τό ἔ­βλε­πα γιά πο­λλή ὥ­ρα μέ­χρι πού ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε. Πι­στεύ­ω πώς ἦ­ταν ἕ­νας ἅ­γιος μο­να­χός καί ὁ Θε­ός μέ ἀ­ξί­ω­σε νά δῶ τήν χά­ρι του».

Εἶπε: «Ὁ γε­ρω Πα­ΐ­σιος εἶ­ναι ἅ­γιος ἄν­θρω­πος. Ἀ­να­παύ­ει πλῆ­θος ἀν­θρώ­πων. Ἔ­χει χά­ρι­σμα ἀπ᾿ τόν Θε­ό».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα