Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

     Ο γε­ρω Ἰ­ά­κω­βος ἔ­ζη­σε μό­νος του στό Κελ­λί τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν στήν Βί­γλα. Ἦ­ταν γί­γας, καί γιά νά τα­πει­νώ­ση τό σαρ­κί­ον του κου­βα­λοῦ­σε ἄμ­μο μέ τό δι­σά­κι ἀ­πό τήν Μορ­φο­νοῦ ἀ­πό ἀ­πό­στα­ση 3 ὧ­ρες δρό­μο. Βά­δι­ζε ἀ­νυ­πό­δη­τος. Ἦ­ταν με­γά­λος νη­στευ­τής καί βί­α­ζε πο­λύ τόν ἑ­αυ­τό του. Ἔ­κτι­ζε πε­ζού­λια σπά­ζον­τας καί κου­βα­λών­τας ὀγ­κό­λι­θους. Μέ­χρι σή­με­ρα σώ­ζον­ται ἑ­κα­τον­τά­δες μέ­τρα τά πε­ζού­λια του.

*

    Ο γε­ρω Ἰάκωβος ὁ Ξε­νο­φων­τι­νός ἦ­ταν αὐ­στη­ρός καί ἁ­ψύς ἄν­θρω­πος, τοὐ­λά­χι­στον ἐ­ξω­τε­ρι­κά.  Κάποτε δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι, ἐ­νῶ προ­σευ­χό­ταν, εἶ­δε μπρο­στά του ἕ­ναν Ἄγ­γε­λο καί τόν ρώ­τη­σε:

–Ποι­ός εἶ­σαι ἐ­σύ;

–Ὁ Ἀρ­χάγ­γε­λος.

Ἀ­μέ­σως ἔ­κλει­σε τά μά­τια του φο­βο­ύ­με­νος μήν ἦ­ταν πει­ρα­σμι­κό καί ἔ­κα­νε τόν τα­πει­νό λο­γι­σμό: «Ποιός εἶ­μαι ἐ­γώ νά δῶ Ἄγ­γε­λο;».

*

     ‘Εἶ­πε ὁ γε­ρω Ἰ­ά­κω­βος Παν­το­κρα­το­ρι­νός: «Ἐ­κεῖ­νο πού μέ κρά­τη­σε στό Μο­να­στή­ρι (ἰ­δι­όρ­ρυθ­μο) ἦ­ταν οἱ τα­πει­νοί λο­γι­σμοί καί ἡ ὑ­πα­κο­ή πρός ὅλους».

*

­     Έζη­σε πα­λαι­ότε­ρα στό Δι­ο­νυ­σί­ου κά­ποι­ος γε­ρω Ἰ­γνά­τιος. Ἦ­ταν σι­ω­πη­λός, ἔ­κτι­ζε συ­νέ­χεια πε­ζού­λια καί ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή. Τόν ρω­τοῦ­σαν οἱ ἄλ­λοι πα­τέ­ρες: «Τί κά­νεις, γε­ρω Ἰ­γνά­τι­ε;», καί ἀ­παν­τοῦ­σε: «Ὅ,τι κά­νω θά βρῶ». Οἱ κό­ποι του δέν πῆ­γαν χα­μέ­νοι. Ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη, οἱ πα­τέ­ρες αἰ­σθάν­θη­καν τό σῶ­μα του νά ἀναδίδη εὐ­ω­δί­α.

*

     Ο γε­ρω Ἰ­γνά­τιος ὁ Ρου­μᾶ­νος ἦρ­θε ἀ­πό 13 χρόνων στό Ἅγιον Ὄ­ρος, στήν Λακ­κο­υσκή­τη, καί δέν ἤ­ξε­ρε ἀ­πό ἠ­λε­κτρι­κό ρεῦ­μα, ρα­δι­ό­φω­νο, τη­λε­ό­ρα­ση, πο­λυ­κα­τοι­κί­ες. Εἶ­χε 60 χρό­νια νά βγῆ στόν κό­σμο. Στά γε­ρά­μα­τα πῆ­γε στόν για­τρό, στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη. Μόλις τόν βά­λα­νε στό ἀ­σαν­σέρ, εἶ­πε στόν συ­νο­δό του: «Γιατί μέ ἔ­βα­λες στήν πλά­στιγ­γα;». Ἔ­πει­τα ὅταν ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα γιά τό Ἀ­πό­δει­πνο, κα­θό­ταν στό μπαλ­κό­νι καί πε­ρί­με­νε νά δύ­ση ὁ ἥ­λιος γιά νά κά­νη τό Ἀ­πό­δει­πνο. Ἔ­βλε­πε τά φῶ­τα τῶν δρό­μων καί τό φῶς πού ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε, καί νό­μι­ζε ὅ­τι δέν ἔ­δυ­σε ὁ ἥ­λιος, ἐ­νῶ ἦ­ταν νύ­χτα.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα