Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

   Ο γε­ρω Ἰ­ω­σήφ ὁ Ἡ­συ­χα­στής ἔ­κα­νε γιά κα­νό­να 700 με­τά­νοι­ες καί 60 τρι­α­κο­σά­ρια μέ σταυ­ρο­ύς.

   Ἔ­κτι­ζε πε­ζο­ύ­λια καί αἰ­σθα­νό­ταν το­ύς δα­ί­μο­νες νά τοῦ ἐ­πι­τί­θεν­ται. Το­ύς πο­λε­μοῦ­σε μέ τήν εὐ­χή καί τή νη­στε­ί­α.

   Ἔ­βλε­πε τά κα­λά στόν κά­θε ἄν­θρω­πο καί ἔ­λε­γε: «Πο­τέ ὁ ἄν­θρω­πος δέν εἶ­ναι τε­λε­ί­ως κα­κός». Ἔ­βα­ζε ἀμ­φι­βο­λί­α στήν κρί­ση του γιά τά γε­γο­νό­τα καί το­ύς ἀν­θρώ­πους, γιά νά μήν κα­τα­κρί­νη.

   Κάποιος μο­να­χός ἀ­πό εὐ­λά­βεια ἐ­πα­ί­νε­σε τόν γέρω Ἰ­ω­σήφ, λέ­γον­τάς του ὅ­τι εἶ­ναι τό κα­ύ­χη­μα τῆς ἡ­συ­χί­ας καί τό στή­ριγ­μα τῶν μο­να­χῶν. Πρός στιγμήν δέ­χθη­κε τόν ἔ­παι­νο, ἀλ­λά ἀ­μέ­σως με­τά  χτύ­πη­σε τό χέ­ρι του στό γό­να­το λέ­γον­τας: «Πειρασμέ. Ἥ­μαρ­τον, Θεέ μου, συγ­χώ­ρη­σέ με». Αὐ­τή ἡ ὀ­λι­γό­στιγ­μη συγ­κα­τά­θε­ση στόν ἔ­παι­νο εἶ­χε κα­νό­να ἀ­πό τόν Θεό· τή  νύ­χτα στήν ἀ­γρυ­πνί­α νύ­στα­ζε ὑ­περ­βο­λι­κά καί δέν μπο­ροῦ­σε νά προ­σευ­χη­θῆ. Ἔ­χα­σε  τήν ἀ­γρυ­πνί­α του καί εἶ­πε: «Πρώ­τη φο­ρά μοῦ συ­νέ­βη αὐ­τό. Δέχθηκα  λο­γι­σμό κε­νο­δο­ξί­ας καί ὅ­λη τή νύ­χτα δέν μπο­ροῦ­σα νά προ­σευ­χη­θῶ ἀ­πό τή νύ­στα».

   Εἶ­δε κά­πο­τε σέ ὅ­ρα­μα ἕ­ναν γνω­στό του ἐ­νά­ρε­το Γέ­ρον­τα τῆς πε­ρι­ο­χῆς, κοι­μη­θέν­τα, νά κά­θε­ται πά­νω σέ ἀ­κα­θαρ­σί­ες. Κα­τά­λα­βε ὅ­τι ὁ Γέροντας αὐ­τός, ὅ­ταν ζοῦ­σε, δέν ἔ­κα­νε ἐρ­γό­χει­ρο καί ζοῦ­σε μέ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. Ἴ­σως δέν ἔ­κα­νε προ­σευ­χή ἀνάλογη μέ ὅ­σα δε­χό­ταν, καί βρέ­θη­κε χρε­ω­μέ­νος πνευ­μα­τι­κά.

   Ἐ­πε­σκέ­φθη κά­πο­τε ὁ πα­πα Σω­φρό­νιος (Σα­χά­ρωφ) τόν γε­ρω Ἰ­ω­σήφ στόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο. Τοῦ πρό­σφε­ραν στα­φύ­λια. Ἐ­κεῖ­νος κα­θά­ρι­ζε τίς φλοῦ­δες ἀ­πό τίς ρό­γες καί ἔ­βγα­ζε καί τά κου­κο­ύ­τσια για­τί εἶ­χε τό στο­μά­χι του. Ρώτησε γιά ἕ­να θέ­μα. Ἐ­κεῖ στά Κα­ρο­ύ­λια, στό ἀ­σκη­τή­ριό του, τόν ἐ­νω­χλοῦ­σε ὁ ἀ­χός τῆς θα­λάσ­σης στήν προ­σευ­χή του. Ὁ γε­ρω Ἰ­ω­σήφ τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: «Πα­πα Σω­φρό­νι­ε, ὁ Θε­ός πάν­τα κα­λῶς ἐ­πο­ί­η­σε. Αὐ­τά τά φυ­σι­κά δέν ἀ­φαι­ροῦν προ­σευ­χή. Κάτι δέν ἀ­φο­μοι­ώ­νεις σω­στά μέ­σα σου καί ἐ­νο­χλεῖ­σαι».

   «Ὅ­ταν αἰσ­θά­νε­σαι μία ἐ­σω­τε­ρι­κή ἠ­ρε­μί­α, μία γα­λή­νη, δέν εἶ­ναι αὐ­τό ἡ Χά­ρις, ὅ­πως νο­μί­ζουν με­ρι­κοί ἀ­δα­εῖς καί ἄ­πει­ροι. Αὐ­τό εἶ­ναι ἡ χά­ρη τῆς ἡ­συ­χί­ας, εἶ­ναι τό προ­ο­ί­μιο, γιά νά ἔρ­θη ἡ Χά­ρις τοῦ Θε­οῦ, ἡ ὁ­πο­ί­α δέν συγ­κρί­νε­ται μέ τήν πρώ­τη. Ἀλ­λά πρέ­πει νά προ­η­γη­θῆ ἡ πρώ­τη, γιά νά πα­τή­ση ἡ δε­ύ­τε­ρη στά θε­μέ­λιά της».

   Ἔ­λε­γε: «Ὅ­ταν κα­νε­ίς φθά­ση στή νο­ε­ρά προ­σευ­χή, τό­τε καί τό κομ­πο­σχο­ί­νι καί τά δά­κρυ­α δέν χρει­ά­ζον­ται, μᾶλ­λον δυ­σκο­λε­ύ­ουν».

   Ὁ γε­ρω Ἰ­ω­σήφ τρεῖς φο­ρές προ­σπά­θη­σε νά κά­νη Μο­να­στή­ρι στόν κό­σμο καί δέν εὐ­ο­δώ­θη­κε ἡ προ­σπά­θει­ά­ του. Θε­ω­ροῦ­σε ὅ­τι ἡ κλήση του ἦ­ταν ὁ ἐγ­κλει­σμός, ἡ ἡ­συ­χί­α, ἡ νο­ε­ρά προ­σευ­χή καί ἡ πά­λη μέ το­ύς δα­ί­μο­νες.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα