Συμεών Κοιμίσογλου ΚΑΙΣΑΡΕΙΑ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ: H «περιφανής Μητρόπολις»

Σε απόσταση 770 χλμ. ανατολικά της Κωνσταντινούπολης βρίσκεται η Καισάρεια, η πόλη της χριστιανικής διανόησης.

Η περιοχή της Καππαδοκίας φιλοξένησε πολλούς πολιτισμούς. Μια «συλλεκτική συλλογή πολιτισμών» του κόσμου, που θα ήταν τιμή να έχουν όλα τα έθνη ξεδιπλώνεται στην ιστορία των Καππαδοκών. Ασσύριοι, Χετταίοι, Πέρσες, Έλληνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Σελτζούκοι, Οθωμανοί πρόσθεσαν τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους, από τους προϊστορικούς χρόνους έως σήμερα, πολιτιστικά στοιχεία που αποτυπώνονται στα δημιουργήματα του τόπου και την καθημερινότητα των ανθρώπων της.

Οι αρχαίοι Καππαδόκες λάτρευαν τη Θεά Μα1, από την οποία πήρε το όνομά της η πρωτεύουσά τους Μάζακα, που τους επόμενους αιώνες μετονομάστηκε σε Καισάρεια.

Η πρωτεύουσα της Καππαδοκίας Καισάρεια2, η «περιφανής των λόγων Μητρόπολις, η μήτηρ σχεδόν πασών των Εκκλησιών», όπως την αποκαλούσε ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και, σύμφωνα με το θρύλο, μία από τις πρώτες που φτιάχτηκαν στη γη από τον Ιάφεθ, τον εγγονό του Νώε, ήταν, το θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο του καππαδοκικού Ελληνισμού.

Τον 6ο π.Χ. αι., όπως μας πληροφορεί ο Στράβωνας,  οι Μαζακηνοί χρησιμοποιούσαν τους νόμους του Χαρώνδα, έχοντας και νομωδό να τους ερμηνεύει.

Μεγάλη ώθηση στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στην Καππαδοκία δόθηκε και από τον βασιλιά Αριαράθη ΣΤ΄ (130-112 π.Χ.). Επί βασιλείας του δημιουργήθηκε η φιλοσοφική και ρητορική σχολή των Μαζάκων.

Στα χρόνια του βασιλιά Αριοβαρζάνη του Ευσεβή τα Μάζακα μετονομάστηκαν, προς τιμήν του, σε «Ευσέβεια η προς το Αργαίο» και μετά το 17 μ.Χ., όταν η Καππαδοκία έγινε ρωμαϊκή επαρχία, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τιβέριος την ονόμασε Καισάρεια, προς τιμήν του πατέρα του Καίσαρα Αυγούστου, και οικοδόμησε σε αυτήν περίλαμπρους ναούς.

Ο πλούτος των ορυχείων της Καππαδοκίας απέφεραν πολλά οικονομικά οφέλη στους Ρωμαίους, που εγκατέστησαν στην Καισάρεια και τα Τύανα το αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο τους.

Οι ελληνικές πόλεις της περιοχής είχαν ενωθεί σε «κοινά» με έδρα την Καισάρεια, γεγονός που αποδεικνύεται και από την επιγραφή «κοινόν της Καππαδοκίας»3 σε αναφορά των αγώνων που τελούσε το «κοινό» στην Καισάρεια από την εποχή του Τιβερίου έως τους Σεβήρους.

Οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου λατρεύονταν στην Καππαδοκία των προχριστιανικών χρόνων.

Στην Καισάρεια τιμούσαν τον Δία ως προστάτη  των Μαζάκων με το όνομα «Δίας ο Μαζαίος», τον Απόλλωνα με τα ονόματα Απόλλων ο Πατρώος ή  Απόλλων ο Δίδυμος, τον Ερμή, τη μητέρα των θεών Κυβέλη, την Αθηνά ως προστάτιδα των βασιλικών οίκων, την Ήρα, τη Δήμητρα, τον Ερμή, την Άρτεμη, τον Διόνυσο, τον Πάνα και, βεβαίως, τον Ηρακλή.

Στα βυζαντινά χρόνια, μετά τη διαίρεση της αυτοκρατορίας σε θέματα, η Καισάρεια ήταν πρωτεύουσα του «Χαρσιανού Θέματος».

Αποτελούσε δε, διαχρονικά, σπουδαίο εμπορικό κέντρο, με τους Καϊσερλήδες να ξεχωρίζουν για την εξυπνάδα και το εμπορικό τους δαιμόνιο.

Ταξιδεύοντας περιηγητικά στην Καισάρεια του 1900, βλέπουμε γύρω μας πέτρινα αρχοντικά με θολωτές εισόδους, τρούλους και καμπαναριά εκκλησιών και μιναρέδες να επιβάλλονται στην πόλη. Άνθρωποι από διαφορετικά έθνη κινούνται στους δρόμους της, όπου καμήλες καραβανιών μεταφέρουν εμπορικά προϊόντα.

Η Καππαδοκία ήταν σταυροδρόμι εθνών, θρησκειών, ηθών και εθίμων. Οι κάτοικοί της το 19004 ήσαν 22.000 Τούρκοι, 15.000 Αρμένιοι και 3.000 Έλληνες, που ζούσαν μαζί, διατηρώντας τα δικά τους ήθη και έθιμα.

Το 1907 είχε πληθυσμό 55.000, από τους οποίους οι Μουσουλμάνοι ήσαν 40.000, οι Έλληνες 3.000 και οι Αρμένιοι 12.000.5 Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών έμεναν στην Καισάρεια 146 ελληνικές οικογένειες με 624 άτομα, 29.000 Τούρκοι και 14.000 Αρμένιοι6.

Οι Ρωμιοί της Καισάρειας αποτελούσαν μέρος μόνο του ελληνοχριστιανικού της πληθυσμού της, γιατί οι περισσότεροι, ζούσαν σε άλλα μέρη της Ανατολής ξεχωρίζοντας με το εμπορικό τους δαιμόνιο, με το οποίο αποκόμιζαν πολλά χρήματα.

Η Καισάρεια αποτέλεσε μεγάλο χριστιανικό εκκλησιαστικό κέντρο, με τους Καισαρείς να αγκαλιάζουν την πίστη του Χριστού από τα πρώτα βήματά της.

Την ώρα της σταύρωσης του Χριστού ο Λογγίνος, ένας αξιωματούχος του ρωμαϊκού στρατού που κατάγονταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας, ήταν ο επικεφαλής7 του τάγματος που πήραν τον Χριστό και τον οδήγησαν στη σταύρωση. Όταν είδε τα θαύματα που έγιναν κατά τη σταύρωσή Του πίστεψε σ’ Αυτόν8 και αναφώνησε «Αλήθεια, Θεού Γιος ήταν Αυτός»9. Κατόπιν επέστρεψε στην Καισάρεια και κήρυξε τη νέα θρησκεία. Αργότερα χειροτονήθηκε από τον Απόστολο Πέτρο, που πήγε στην Καισάρεια να κηρύξει το Ευαγγέλιο, ως ο πρώτος επίσκοπός της. Ο επίσκοπος άγιος Λογγίνος αγωνίστηκε για την πίστη του  και μαρτύρησε για αυτήν.

Η πνευματική άνθηση των Καππαδοκών συνεχίστηκε με τις μεγάλες πατερικές μορφές του επισκόπου Καισαρείας Αλέξανδρου (202-203)10,  του Φιρμιλιανού11, του επισκόπου Νεοκαισαρείας Γρηγορίου του Θαυματουργού (213-270 μ.Χ.)12, του υμνωδού Ευσέβιου του Παμφίλου, που γεννήθηκε στην Καισάρεια, και του ετέρου Καισαρέα Λεόντιου.

Ιδιαίτερα σπουδαίο είναι το έργο του Καισαρέα αγίου Βασιλείου του Μεγάλου και των άλλων μεγίστων φωστήρων της οικουμένης.

Το 370 ο μητροπολίτης Καισαρείας Μέγας Βασίλειος ίδρυσε έξω από την πόλη τη «Βασιλειάδα», το πρώτο νοσοκομείο που έγινε στον κόσμο, προσθέτοντας σε αυτήν ορφανοτροφείο, πτωχοκομείο, γηροκομείο, ξενώνες και επαγγελματικές σχολές, ως καταφύγιο προστασίας των αδυνάτων.

Όταν ο Ιουλιανός  έγινε αυτοκράτορας και προσπάθησε να επαναφέρει την πίστη στους «Θεούς του Ολύμπου», διαπίστωσε πως οι Καππαδόκες ήταν από τους χριστιανούς εκείνους που δε θα άλλαζαν εύκολα την πίστη τους. Για να τους εξαναγκάσει να πιστέψουν στα είδωλα, επέβαλε τιμωρίες όχι μόνο σε ανθρώπους αλλά και σε πόλεις. Ανάμεσα στα άλλα αφαίρεσε τα προνόμια που είχε η Καισάρεια και διέταξε να ονομάζεται με το παλιό της όνομα Μάζακα. Αυτό το έκανε γιατί στα χρόνια του προηγούμενου αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β΄, οι Καισαρείς με πρωτεργάτη τον άγιο Ευψύχιο είχαν γκρεμίσει τον ειδωλολατρικό ναό της Τύχης που υπήρχε στην πόλη τους.  Επίσης ο Ουάλεντας, για να τιμωρήσει και να μικρύνει την επιρροή του επισκόπου Καισαρείας Βασιλείου, διαίρεσε την Καππαδοκία σε δύο επαρχίες, με διαφορετική η κάθε μια επισκοπή, γεγονός που πίκρανε πολύ το Μέγα Βασίλειο.

Η μητρόπολη Καισαρείας εθεωρείτο μητέρα όλων των εκκλησιών και ο επίσκοπός της πρώτος ανάμεσα στους άλλους μητροπολίτες. Έφερε τον τίτλο «Υπέρτιμος των υπερτίμων και έξαρχος πάσης Ανατολής». Είχε μάλιστα δικαιώματα Πατριάρχη, χειροτονώντας τους μητροπολίτες της διοίκησής του13 έως το 451, όταν, με απόφαση της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας ιδρύθηκε το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, και ο επίσκοπος Καισαρείας πέρασε στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διατηρώντας όμως τον τίτλο της «Πρωτόθρονης Μητρόπολης» ανάμεσα στις μητροπόλεις του Οικουμενικού θρόνου και ο μητροπολίτης της την πρώτη θέση ανάμεσα στους άλλους μητροπολίτες.

Λόγω της μεγάλης αύξησης των χριστιανικών κοινοτήτων, ιδρύθηκαν στη χώρα των Καππαδοκών δύο επισκοπικές έδρες. Η μία με έδρα την Καισάρεια και η άλλη με έδρα τη Μελιτηνή .

Η Καππαδοκία αποτέλεσε έναν από τους τόπους, όπου σφυρηλατήθηκε η ορθόδοξη χριστιανική πίστη και Θεολογία. Τούτο ενόχλησε τους διώκτες των οπαδών του Ναζωραίου, οι οποίοι προσπάθησαν με φοβερούς διωγμούς να ξεριζώσουν την πίστη τους. Αμέτρητοι μάρτυρες και άγιοι της Καππαδοκίας, έζησαν ανελέητους διωγμούς, ανάμεσα στους οποίους και πολλοί Καισαρείς, όπως οι μάρτυρες Ηλίας, Ιερεμίας, Ησαΐας, Σαμουήλ, Δανιήλ, Πάμφιλος, Σέλευκος, Ουάλης, Παύλος, Πορφύριος, Ιουλιανός, Θεόδουλος, Χρηστή, Καλλίστη, Θεόφιλος και Άνεκτος.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξορίστηκε στην Καππαδοκία από την Ευδοξία, σύζυγο του αυτοκράτορα Αρκαδίου (397-408). Σε επιστολή του14 αναφέρει για την Καισάρεια και τους χριστιανούς της: «Όταν δε ύστερα από πολλά πάτησα στην Καισάρεια, ήλθα σαν από τρικυμία σε γαλήνη και σε λιμάνι. … Ανακουφίσθηκα λιγάκι, γιατί ήπια νερό καθαρό, γιατί … δεν λουζόμουν ακόμη μέσα σε σπασμένα πιθάρια, αλλά βρήκα οπωσδήποτε ένα λουτρό, γιατί έχω την άδεια, για την ώρα, να ξαπλώσω σε κρεβάτι… Πολύ φιλόφρονα δε μας υποδέχθηκε ο επίσκοπος αυτής της πόλεως και μας έδειξε πολλή αγάπη, ώστε αν ήταν δυνατόν ακόμη και τον θρόνο του θα μας παραχωρούσε …»15.

Η ιδιαίτερη πατρίδα του Βασιλείου Διγενή Ακρίτα πρέπει να ήταν το Χαρσιανό θέμα, πρωτεύουσα του οποίου ήταν η Καισάρεια της Καππαδοκίας.  Οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το κάστρο του Χαρσιανού βρισκόταν στο Τσουχούρ16 Καισαρείας Καππαδοκίας.

Οι Σελτζούκοι Τούρκοι κατέλαβαν την Καισάρεια το 1067  και βεβήλωσαν το ιερό του αγίου Βασιλείου. Η πρωτεύουσα της Καππαδοκίας καταστράφηκε και στη θέση της έμειναν μόνο ερείπια17. Η Καισάρεια το 1476  πέρασε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων.

Παιδί του παιδομαζώματος ήταν και ο περιβόητος αρχιτέκτονας Σινάν, που ήταν ελληνόπουλο από το χωριό Αγυρνάς Καισαρείας. Ο Τούρκος πεζογράφος και ποιητής Σαΐ, σύγχρονος του Σινάν, τον οποίο είχε γνωρίσει προσωπικά, στο έργο του «Tezkeretulebniye»18 αναφέρει: «Αυτός ο ταπεινόφρονας ήταν παιδί του παιδομαζώματος, που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στο σαντζάκι της Καισάρειας στα χρόνια της ροδοσπάρτου βασιλείας του Σελίμ Α΄»19.

Το 1856 οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Καισάρειας εκκλησιάζονταν στις εκκλησίες του αγίου Νικολάου και του αγίου Βασιλείου. Ο ναός του αγίου Νικολάου ήταν ο μητροπολιτικός τους, που ανακαινίστηκε το 1698 και κατόπιν το 185020. Από το Ημερολόγιο Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων, του 1905, διαβάζουμε ότι στην εκκλησία εκείνη υπήρχε το επίγραμμα: «ΑΧИη΄ εν μηνί Αυγούστου επί της βασιλείας του Σουλτάν Σουλεϊμάν ανεκαινίσθη ο θείος και Υερός ναός του εν αγίοις Πατρός ημών Νικολάου η καθ’ ημάς του Χού Μητρόπολης Κεσαρίας. Ενγγενιάσθη δε υπό του εν αυτή συν Θεό αρχιερατεύοντος Πανιεροτάτου Μητροπολίτου Κεσαρίας Καππαδοκίας κ.κ. Κυπριανού».

Υπήρχε επίσης και ένα επίγραμμα γραμμένο με τη καραμανλίδικη γραφή21, που μεταφραζόμενο στα ελληνικά σήμαινε: «Ο κατ’ εξοχήν ναός του Αγίου Νικολάου είναι η μήτηρ της Καππαδοκίας. Κατά την βασιλείαν του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ και την εποχήν του Παϊσίου Καισαρείας. Δια των λίθων της συνοικίας του Ντελικλί-Τας δαπάναις των Ελλήνων της Καισαρείας»22.

Οι Έλληνες της ευρύτερης περιοχής Καισαρείας ήταν τουρκόφωνοι και σπουδαίοι έμποροι.

Όταν, λέει, ο Θεός έριξε από τον ουρανό ένα αλέτρι, ένα βιβλίο και μια ζυγαριά, έτρεξαν οι Θρακιώτες και πήραν το αλέτρι, οι Πόντιοι το βιβλίο και οι Καραμανλίδες τη ζυγαριά. Οι πολυμήχανοι Καισαριώτες έγιναν οι μεγαλύτεροι έμποροι της Ανατολής. Πολλοί από αυτούς πήγαιναν σε άλλα μέρη, αναζητώντας καλύτερης τύχη στους δρόμους του εμπορίου. Ήταν μάλιστα τόσο έντονη η τάση φυγής, που ακόμα και οι μανάδες νανούριζαν τα μωρά τους με λόγια όπως εκείνα που έλεγαν στο Ζιντζίντερε: «…Το αγόρι μου θα κοιμηθεί, θα μεγαλώσει, θα ξενητευθεί και θα κερδίσει λεφτά. Νάνι, μωρό μου, νάνι…»23.

Σε στίχους ενός τραγουδιού της Καππαδοκίας οι λαϊκοί βάρδοι έλεγαν: «Ο Αλάχ δεν έπλασε τον Κάισερλη με λάσπη.

Τον έπλασε με του Ερτζιές νταγ τη λάβα.

Ο Καισαριώτης όπου και να πάει, δεν τα χάνει.

Θα βγάλει το ψωμί του κι απ’ την πέτρα! …»24.

Το 1893 η B. Chantre σημειώνει: «…Η Καισάρεια δίνει την εντύπωση πόλης έντονα ασιατικής. Οι επίπεδες στέγες, το στρώμα της σκόνης στους δρόμους, στους τοίχους και τα σπίτια, τα στενά δρομάκια, αληθινοί λαβύρινθοι όπου συνωστίζονται οι βαρυφορτωμένες καμήλες των καραβανιών, καβαλάρηδες, πεζοί, γυναίκες με καλύπτρα…Στο καινούριο παζάρι με τους ψηλούς θόλους, που απλώνεται σε μεγάλη έκταση, επικρατεί αρκετή κίνηση. Θεωρείται σπουδαιότερο από το παζάρι του Χαλεπίου. Οι έμποροι διαλαλούν το εμπόρευμά τους και καλούν τους περαστικούς για να τους δείξουν τα είδη τους. Με άλλα λόγια το μέρος σφύζει από ζωή…Συνοπτικά, η ντόπια αγορά είναι μεγάλη και με άφθονες προμήθειες. Όλο το εμπόριο βρίσκεται στα χέρια των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Τούρκων.

Η Καισάρεια είναι από τις ελάχιστες πόλεις της Ανατολής όπου οι Εβραίοι δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν επικερδές εμπόριο. Οι Καισαριώτες περηφανεύονται γι’ αυτό. Κυνηγούν με τόση απληστία το κέρδος ώστε ο ανταγωνισμός μαζί τους είναι αδύνατος. Κυκλοφορούν μάλιστα διάφορες ιστορίες για το θέμα, που έχουν γίνει παροιμιώδεις στην Ανατολία και αλλού…η Καισάρεια φαντάζει πραγματική πόλη της Ανατολής. Οι καλύβες από λάσπη, τα γερά πέτρινα σπίτια με τις θολωτές εισόδους και τις αψιδωτές στοές, μαυριτανικού σχεδόν τύπου, οι συστάδες με τις ιτιές που διακρίνονται εδώ κι εκεί, οι τρούλοι, τα καμπαναριά, οι μιναρέδες, όλα δημιουργούν μια μεγαλειώδη εντύπωση…»25.

Οι Ρωμιοί της Καισάρειας είχαν σπουδαία συνεισφορά στην επανάσταση του Γένους των το 1821. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πήγαν στη μητροπολιτική Ελλάδα για να πολεμήσουν κατά των Τούρκων. Είναι χαρακτηριστικό πως, όταν ο Όθωνας, με βασιλικό διάταγμα του 1835 παρασημοφόρησε Έλληνες αγωνιστές που είχαν πολεμήσει έως το Δεκέμβριο του 1829, παρασημοφορήθηκαν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Νότης Μπότσαρης, ο Κωνσταντίνος Κανάρης και άλλοι ήρωες. Ανάμεσά τους26 υπάρχουν και τα ονόματα του Καραγεώργη Σάββα από την Καισάρεια, του Κωνσταντή Γεωργίου του Καισαρέα, του Χατζή-Χρήστου Καισαρέα, του Καρόγλου και άλλων με τη σημείωση ότι κατάγονται από τη Μικρά Ασία ή από την Ανατολή27.

Οι Καισαριώτες, που γνώριζαν τα οφέλη της εκπαίδευσης, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μορφώσουν τα παιδιά τους, οργανώνοντας σχολεία ήδη από το 1792, όταν ο ιερομόναχος Γερμανός, το «Φως της Ανατολής» όπως τον αποκαλούσαν, λειτούργησε σχολείο σ’ ένα παλιό κτίριο της Καισάρειας και το διηύθυνε έως το 1805. Από εκείνο αποφοίτησαν οι πρώτοι δάσκαλοι της περιοχής και ο μετέπειτα μητροπολίτης Καισαρείας Παΐσιος, ο στυλοβάτης των ελληνικών γραμμάτων και το ορόσημο για το πνευματικό ανέβασμα των Καππαδοκών.

Εκατό χρόνια μετέπειτα, το 189228, λειτουργούσε στην Καισάρεια δευτεροβάθμια σχολή αρρένων με σαράντα μαθητές, πρωτοβάθμια σχολή αρρένων με 50 μαθητές, πρωτοβάθμια σχολή θηλέων με 50 μαθήτριες και ένα νηπιαγωγείο με 150 νήπια, ενώ έξω από την πόλη λειτουργούσε και πρωτοβάθμια σχολή με 55 μαθητές29.

Το 1899 οι Ρωμιοί μάθαιναν γράμματα σε μια επτατάξια δημοτική σχολή και ένα γραμματοδιδασκαλείο30.

Στα χρόνια της ανταλλαγής των πληθυσμών, λειτουργούσε στην πόλη επτατάξια αστική σχολή, παρθεναγωγείο, νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο.

Το πνευματικό κέντρο της Ρωμιοσύνης στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου στο Ζιντζίντερε Καισαρείας, με την ιερατική σχολή, το διδασκαλείο, το παρθεναγωγείο και το ορφανοτροφείο, αποτέλεσε φυτώριο Ελλήνων δασκάλων και κληρικών, που αποφοίτησαν από τα εκπαιδευτήρια αυτά και συνέβαλαν στο διαφωτισμό των Ρωμιών στα δύσκολα εκείνα χρόνια.

Οι Ρωμιοί της Καισάρειας οργανώθηκαν το 1870 στη «Λέσχη Αθηνά»31, με σκοπό τη διάδοση της ελληνικής παιδείας32.

Το 1885 λειτούργησαν τις φιλεκπαιδευτικές αδελφότητες «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος»33 και «Ορθοδοξία», για να προφυλάξουν τους ορθόδοξους χριστιανούς από τους προσηλυτιστές34.

Αρχίατροι του παλατιού στην Κωνσταντινούπολη κατάγονταν από την περιοχή της Καισάρειας, όπως ο Ανανίας Γαβριηλίδης από το Ζιντζίντερε και οι Αλέξανδρος και Νικόλαος Φερμάνογλου από τη Μουταλάσκη.

Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι Καισαριώτες εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στην Ελευσίνα, στην Καβάλα, στην Καισαριανή, στον Πειραιά, στη Χαλκίδα, στην Κέρκυρα, στη Νέα Ιωνία Βόλου, στους Προσκυνητές Ροδόπης, στη Δράμα, στην Κοζάνη, στη Λάρισα, στα Υπέρεια, στο Ελληνικό και στο Βασιλί Φαρσάλων.

Στην περιφέρεια της Καισαρείας ανήκαν διοικητικά πολλά ρωμαίικα χωριά, που υπάγονταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Καισαρείας. Όλοι οι Ρωμιοί της περιοχής αυτής ήταν τουρκόφωνοι.

Χωριά της περιφέρειας Καισαρείας με ελληνικό πληθυσμό: Η Μουταλάσκη (Ταλάσι)35, οι «Βερσαλλίες της Καππαδοκίας» όπως την έλεγαν, πατρίδα του αγίου Σάββα, βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από την Καισάρεια, στους πρόποδες του Δίδυμου όρους.

Λόγω του πολύ καλού κλίματός της, αποτελούσε τόπο θερινών διαμονών εύπορων Καισαραίων, που είχαν εκεί τα παραθεριστικά τους σπίτια.

Το 1899 ζούσαν στο Ταλάς 2.000 Έλληνες36. Το 1924 είχαν απομείνει 255 οικογένειες με 1.091 άτομα37.

Για την εκπαίδευση των παιδιών τους η ελληνική κοινότητα λειτουργούσε το 1892 στη συνοικία Αρχάγγελος τετρατάξιο πρωτοβάθμιο σχολείο αρρένων με 85 μαθητές και πεντατάξιο πρωτοβάθμιο σχολείο θηλέων με 132 μαθήτριες.

Επίσης στη συνοικία του Αγίου Γεωργίου λειτουργούσε τετρατάξιο πρωτοβάθμιο σχολείο αρρένων με 60 μαθητές. Υπήρχε επίσης αμερικάνικο σχολείο θηλέων.

Το 1921 τα ελληνικά σχολεία της ήταν άριστα και υπερτερούσαν κατά πολύ των αμερικάνικων.

Στο χωριό υπήρχαν οι εκκλησίες της Παναγίας Καπουσή, των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, του αγίου Γεωργίου, του αγίου Νικολάου και του αγίου Χαραλάμπους.

Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών οι Μουταλασκηνοί διασκορπίστηκαν στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, τον Πειραιά, την Έδεσσα, την Καβάλα και την Κοζάνη.

Το Ανδρονίκιο38, βρίσκεται 10 χλμ. ΝΑ της Καισάρειας. Ονομάστηκε Ανδρονίκιο από τον προστάτη της άγιο Ανδρόνικο. Το 1912 κατοικούσαν σε αυτό 176 ελληνικές οικογένειες με 560 άτομα, ενώ το 1924 υπήρχαν μόνο 53 ελληνικές οικογένειες με 145 άτομα39. Εκκλησιάζονταν στη μεγάλη τρίκλιτη εκκλησία της Αγίας Τριάδας.

Οι φιλόκαλοι και φιλόμουσοι Ανδρονικιώτες είχαν σχολεία από το 1850.

Το 189240 λειτουργούσαν οκτατάξιο πρωτοβάθμιο σχολείο αρρένων και εννεατάξιο πρωτοβάθμιο σχολείο θηλέων41.

Μεγάλο τέκνο του Ανδρονικίου ήταν ο επιστήμονας και εκπρόσωπος του Ελληνισμού στην τουρκική βουλή42 Παύλος Καρολίδης.

Σε απόσταση 10 χλμ. από την Καισάρεια βρίσκεται το Ζιντζίντερε43, τα αρχαία Φλαβιανά, που είχε πάρει το όνομά του από την Φλαβία Υπατεία, κόρη του τελευταίου βασιλιά της Καππαδοκίας Αρχέλαου.

Το 1899 ζούσαν σε αυτό 1.700 χριστιανοί ορθόδοξοι και 100 χριστιανοί διαμαρτυρόμενοι44, ενώ το 1924 είχαν απομείνει μόνο 73 ελληνικές οικογένειες με 236 άτομα.

Το 1728 ανεγέρθηκε εκ βάθρων η πολύ σημαντική Μονή των Φλαβιανών, η οποία το 1804 αναγορεύτηκε σε πατριαρχική και σταυροπηγιακή Μονή. Τότε κατεδαφίστηκε ο ανεγερθείς ναός του 1728 και στη θέση του οικοδομήθηκε το νέο μεγαλοπρεπές Μοναστήρι του Ιωάννου Προδρόμου.

Το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου ήταν η θερινή έδρα του Μητροπολίτη Καισαρείας και το θερινό ενδιαίτημα των Καισαρέων.

Η Μονή των Φλαβιανών αποτέλεσε για τους Έλληνες της περιοχής την «κολυμβήθρα» της πνευματικής και εκκλησιαστικής τους αναγέννησης. Με την ιερατική σχολή, το διδασκαλείο, το παρθεναγωγείο και το ορφανοτροφείο, έγινε φυτώριο Ελλήνων δασκάλων και κληρικών, που αποφοίτησαν από τα εκπαιδευτήρια αυτά και συνέβαλαν στο διαφωτισμό των Ρωμιών στα δύσκολα εκείνα χρόνια.

Στο Ζιντζίντερε υπήρχε ο Καθολικός ή Κυριακός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Υπήρχε επίσης η υπόγεια εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που θεωρούνταν ως κοινοτική, στην οποία τελούνταν όλα τα μυστήρια. Εκτός όλων αυτών υπήρχαν πολλά ξωκλήσια και αγιάσματα. Στην ίδια γεωγραφική γειτονιά υπάρχει το αρχαίο χωριό Στέφανα, στο οποίο συνυπήρχαν Ρωμιοί και Τούρκοι45.

Τα πολύ παλιά χρόνια οι χριστιανοί εκκλησιάζονταν στην εκκλησία του αγίου Στεφάνου, από την οποία πήρε το όνομά του το χωριό.

Το 1840 έχτισαν οι χριστιανοί την εκκλησία της Γεννήσεως της Θεοτόκου, η δεξιά πτέρυγα της οποίας ήταν αφιερωμένη στον προστάτη του χωριού Πρωτομάρτυρα Στέφανο.

Το 1899 έμεναν στα Στέφανα περίπου 170 Έλληνες46. Τα τελευταία χρόνια πριν από την ανταλλαγή ζούσαν εκεί 25 ελληνορθόδοξες οικογένειες με 86 άτομα47.

Το 1892 λειτουργούσε στη συνοικία της Παναγίας τριτάξιο πρωτοβάθμιο σχολείο με 24 μαθητές. Τα χρόνια πριν από την ανταλλαγή στο μικρό δημοτικό σχολείο του χωριού δίδασκε ένας δάσκαλος σε 38 μαθητές.

Σε απόσταση 30 περίπου χλμ. ΝΔ της Καισάρειας είναι χτισμένη αμφιθεατρι- κά, γύρω από ένα ποταμάκι που διέρρεε στην κοιλάδα, βρίσκεται η κωμόπολη Ιντζέσου48, αρχ. Σαδάκορα49. Το Ιντζέσου ιδρύθηκε το 1667. Το 1899 κατοικούσαν σε αυτό 4.000 Έλληνες Ορθόδοξοι50. Το 1924 είχαν απομείνει 120 ελληνικές οικογένειες με 345 άτομα51.

Οι Ρωμιοί, που κατοικούσαν στις συνοικίες του αγίου Ευσταθίου και του αγίου Δημητρίου52, εκκλησιάζονταν στους αντίστοιχους ναούς των συνοικιών τους.

Το 1899 τα ρωμιόπουλα μάθαιναν γράμματα σε δύο δημοτικά σχολεία, μίαν Ελληνική Σχολή και ένα Παρθεναγωγείο53.

Οι Έλληνες κάτοικοι ήταν δραστήριοι και έξυπνοι και φημίζονταν για τα καλά κρασιά και τους δικηγόρους τους.

Το Ιντζέσου ήταν πατρίδα του φιλόμουσου και διακεκριμένου αρχιερέα Ιωάννου Αναστασιάδη (1834-1895), που ήταν διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής, μητροπολίτης Καισαρείας και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης.

Σε απόσταση 8 χλμ. ανατολικά της Καισάρειας, μέσα σε μια κοιλάδα γεμάτη με αρχαία υπόγεια κρησφύγετα, σπίτια και σήραγγες, ορισμένες από τις οποίες, όπως λέγεται, έφθαναν ως την Καισάρεια, βρίσκεται το χωριό Ταυβλουσούν54. Λόγω του πλούτου των κατοίκων του, το έλεγαν Μικρή Αίγυπτο. Το 1899 στο Ταυβλουσούν έμεναν 900 Έλληνες55, αλλά το 1924 είχαν απομείνει 26 ελληνικές οικογένειες με 68 άτομα.

Η ελληνική κοινότητα είχε σχολεία αρρένων και θηλέων καλά οργανωμένα.

Το 1892 οι Ρωμιοί του χωριού αυτού λειτουργούσαν τριτάξια δευτεροβάθμια σχολή αρρένων, διτάξιο πρωτοβάθμιο σχολείο αρρένων και τριτάξιο νηπιαγωγείο56. Εκκλησιάζονταν στον παλαιό ναό του αγίου Βασιλείου, που είχε ανακαινιστεί το 1819. Στα υπόγεια του χωριού υπήρχαν οι υπόσκαφες εκκλησίες του αγίου Χρυσοστόμου, του αγίου Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Έξω από αυτό υπήρχαν τα ερείπια της βυζαντινής εκκλησίας του αγίου Μηνά.

Σε απόσταση 7 χλμ. ΒΑ της Καισάρειας βρίσκεται το χωριό Κερμίρα ή Κελμίρα57.

Ως αναφορά το όνομά του, άλλοι λένε πως ονομάστηκε έτσι από παραφθορά της αρμενικής λέξης καρμίρ, που σημαίνει δερματουργός, επειδή πολλοί κάτοικοί του ήταν βυρσοδέψες, και άλλοι λένε πως ονομάστηκε έτσι από την εκκλησία της Παναγίας στενογραφικά όπως γράφεται Κυρ Μηρ αντί Κυρία Μήτηρ.

Το 1899 κατοικούσαν σε αυτό 3.000 Ορθόδοξοι Έλληνες58. Πριν την ανταλλαγή είχαν απομείνει 62 ελληνικές οικογένειες, αποτελούμενες από 211 άτομα59, που ζούσαν μαζί με 1.000 Τούρκους και λίγους Αρμένιους.

Οι Ρωμιοί Κερμιριώτες εκκλησιάζονταν παλαιότερα στην εκκλησία των αγίων Θεοδώρων που είχε χτιστεί στην κάτω πλευρά του χωριού το 1725.

Από το 1837  εκκλησιάζονταν και στο ναό της Παναγίας (Κοιμήσεως της Θεοτόκου), με το διώροφο καμπαναριό, που χτίστηκε το 1837, όταν με το διάταγμα της θρησκευτικής ελευθερίας Χάτ-ι-Σερίφ δόθηκε το δικαίωμα της ελεύθερης λατρείας σε μη μουσουλμάνους. Ο τρούλος και το κωδωνοστάσιο προστέθηκαν το 1839.

Οι κάτοικοι της Κερμίρας ήταν φιλόμουσοι και φιλόκαλοι και ανέδειξαν το χωριό τους ως το σημαντικότερο κέντρο παιδείας στην περιοχή, μετά την Καισάρεια και το Ζιντζίντερε. Το 189260 λειτουργούσαν τριτάξιο δευτεροβάθμιο σχολείο αρρένων, τετρατάξιο πρωτοβάθμιο σχολείο αρρένων, διτάξιο πρωτοβάθμιο σχολείο θηλέων και τριτάξιο νηπιαγωγείο61.  Το 1905 υπήρχαν στη βιβλιοθήκη του χωριού 200 τόμοι σπάνιων βιβλίων.

Οι κάτοικοί του αποδημούσαν και εμπορεύονταν στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Αίγυπτο. Πολλοί Κελμιριώτες, με κέντρο την Υοσγάτη, έγιναν σπουδαίοι έμποροι στην Καισάρεια, στη Νίγδη, στην Αμάσεια και στην Άγκυρα. Από την Κελμίρα κατάγονταν ο Ηλίας Καζάν-Καυτατζόγλου, ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του κόσμου. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι περισσότεροι Κελμιριώτες εγκαταστάθηκαν στην Τούμπα Θεσσαλονίκης.

Σε απόσταση 12 χλμ. βόρεια της Καισάρειας βρίσκεται το χωριό Έρχιλετ ή Ερκιλέτ ή Ερκελέτ62, η αρχαία Αρχελαΐς ή Άρχαλα.

Το 1871-1872 υπήρχαν σε αυτό 100 ελληνικά σπίτια63, από τα οποία το 1924 είχαν απομείνει μόνο 14, με 45 άτομα64, που ζούσαν μαζί με 600 περίπου Τούρκους. Οι υπόλοιποι είχαν μεταναστεύσει στην Άγκυρα και την Υοσγάτη.

Τα ρωμιόπουλα μάθαιναν γράμματα σε Ελληνικό σχολείο και Παρθεναγωγείο65. Πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, στο σχολείο του χωριού δίδασκε ένας δάσκαλος. Η εκκλησία τους ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου.

Σε απόσταση 16 χλμ. ΒΑ της Καισάρειας βρίσκεται το χωριό Ταξιάρχης ή Ταξιάρχες ή Ταρσιάχ66Πήρε το όνομά του από τη Μονή των Ταξιαρχών που υπήρχε σε αυτό. Το 1899 έμεναν σε αυτό 500 Έλληνες67, ενώ το 1924 κατοικούνταν από 52 ελληνικές οικογένειες αποτελούμενες από 135 άτομα68. Το 1905 λειτουργούσε ένα σχολαρχείο και ένα σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως θηλέων. Την ίδια χρονιά λειτουργούσε στη Μονή των Ταξιαρχών ημιγυμνάσιο.

Το χωριό Κέσι ή Κάση ή Κισκιούς69, αρχ. Κασιανή βρίσκεται 17 περίπου χλμ. ΒΑ της Καισάρειας. Το 1905 κατοικούσαν σε αυτό 120 Έλληνες, που εκκλησιάζονταν στο ναό της Μεταμορφώσεως70.

Τα επόμενα χρόνια οι περισσότεροι Ρωμιοί διασκορπίστηκαν στους δρόμους της αποδημίας, γι’ αυτό το 1924 είχαν απομείνει 7 ελληνικές οικογένειες με 23 άτομα, οι οποίοι ζούσαν ανάμεσα σε 1.000 Τούρκους και Αρμενίους.

Το 189271 λειτουργούσε στη συνοικία Καραπάγ τετρατάξιο πρωτοβάθμιο Σχολείο με 20 μαθητές72. Το 1905 λειτουργούσε και πρωτοβάθμιο Σχολείο θηλέων. Μετέπειτα, όταν πια είχαν απομείνει ελάχιστοι Έλληνες, στο μικρό σχολείο του χωριού δίδασκε ένας δάσκαλος.

Σε απόσταση 18 χλμ. ΒΔ της Καισάρειας βρίσκεται  το χωριό Μόλος ή Μόλου73.

Το 1871-1872 υπήρχαν σε αυτό 15 ελληνικές οικογένειες, τα παιδιά των οποίων μάθαιναν γράμματα σε ένα Παιδαγωγείο.74 Το 1899 έμεναν σε αυτό 50 Έλληνες.75 Τα τελευταία χρόνια δεν είχαν σχολείο ούτε ιερέα, αλλά μόνο εκκλησία.

Σε απόσταση 19 χλμ. ΒΑ της Καισάρειας, βρίσκεται το χωριό Βέξε76.

Το 1899 κατοικούσαν σε αυτό 250 Ρωμιοί. Το 1924 είχαν απομείνει 27 ελληνικές οικογένειες με 68 άτομα77.

Οι Ρωμιοί εκκλησιάζονταν στο μικρό ναό της Γεννήσεως της Θεοτόκου.

Το 1899 είχαν καλά οργανωμένη δημοτική σχολή.78 Πριν από την ανταλλαγή δίδασκε στους ελάχιστους μαθητές ένας δάσκαλος.

Σε απόσταση 23 χλμ. ΒΑ της Καισάρειας, βρίσκεται το χωριό Αγυρνάς ή Άγιοι Ανάργυροι79, αρχ. Αράγενα.

Το 1899 κατοικούσαν σε αυτό 500 Ρωμιοί.80 Το 1924 είχαν απομείνει 77 ελληνικές οικογένειες με 294 άτομα.81 Το 1892 λειτουργούσε στο Αγυρνάς τετρατάξιο πρωτοβάθμιο σχολείο με 75 μαθητές82. Τα τελευταία χρόνια πριν την ανταλλαγή, ένας δάσκαλος δίδασκε στα ρωμιόπουλα του χωριού. Εκκλησία των χριστιανών ήταν ο ναός του αγίου Προκοπίου. Λίγο έξω από το χωριό υπήρχε η Μονή των αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Από το χωριό αυτό καταγόταν ο σπουδαιότερος αρχιτέκτονας της οθωμανικής περιόδου, ο εξισλαμισμένος Ιωσήφ Δογάνογλου, ο μετέπειτα διάσημος Μιμάρ Σινάν πασάς.

Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών οι περισσότεροι κάτοικοι του Αγυρνάς εγκαταστάθηκαν  στους Ασκητές Ροδόπης και οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στην ελληνική επικράτεια.

Σε απόσταση 25 χλμ. ΒΑ της Καισάρειας, βρίσκεται το χωριό Σκοπή ή Σκόμπι ή Ισκόπι83, αρχ. Επισκοπή-Μάνδη. Το 1905 έμεναν σε αυτό 300 Έλληνες84. Φτάνοντας στα 1924 ζούσαν εκεί 46 ελληνικές οικογένειες με 140 άτομα85.

Το 1899 οι Έλληνες είχαν καλά οργανωμένη σχολή86. Το 1905 λειτουργούσε και πρωτοβάθμιο σχολείο θηλέων. Τα τελευταία χρόνια πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, ένας δάσκαλος δίδασκε στα λίγα ελληνόπουλα. Η εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και ήταν υπόγεια. Είχε χτιστεί το 1727 και ανακαινίστηκε το 1885.

Σε απόσταση περίπου 34 χλμ. ΒΑ της Καισάρειας βρίσκεται το χωριό Κέρκεμε ή Κέρκιμε, τουρκ. Cergeme.

Το 1899 ζούσαν σε αυτό 60 ορθόδοξοι χριστιανοί.87 Το 1924 είχαν απομείνει μόνο 4 ελληνικές οικογένειες με 16 άτομα.

Σε απόσταση 40 χλμ. ΒΑ της Καισάρειας, βρίσκεται το χωριό Σαρμουσακλί ή Πουγιάντη-Χαμίδ ή Χαμιδιέ,88 η αρχαία Σέρμουσα.

Το 1899 έμεναν σ’ αυτό 700 Έλληνες. Το 1924 οι Ρωμιοί ήταν 133 οικογένειες με 482 άτομα89. Στο Σαρμουσακλί υπήρχε μονοθέσιο σχολείο. Οι χριστιανοί του χωριού εκκλησιάζονταν στον ιερό ναό του αγίου Νικολάου. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού αυτού εγκαταστάθηκαν  στα Ίβηρα και την Άνω Βροντού Σερρών και στο Γρανίτη Δράμας.

Σε απόσταση περίπου 50 χλμ. ΒΑ της Καισάρειας βρίσκεται το χωριό Τσοχούρ ή Τσουκούρ Καισάρειας90, αρχ. Σάριχα ή Σιριχά. Το 1899 έμεναν σε αυτό 600 Ρωμιοί91. Το 1924, οι Έλληνες του Τσουχούρ ήσαν 150 οικογένειες αποτελούμενες από 589 άτομα92. Στο σχολείο του χωριού, τα τελευταία χρόνια πριν από την ανταλλαγή, μάθαιναν γράμματα περίπου 70 Έλληνες μαθητές. Οι Ρωμιοί του Τσουχούρ εκκλησιάζονταν στην μεγάλη εκκλησία του αγίου Νικολάου και τη μικρή εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι περισσότεροι Έλληνες κάτοικοι του Τσοχούρ πήγαν κι εγκαταστάθηκαν στο Καππαδοκικό Καρδίτσας, στη Θηριόπετρα Αριδαίας και ορισμένοι στο Βόλο.

Σε απόσταση περίπου 50 χλμ. ΒΑ της Καισάρειας βρίσκεται το χωριό Καρατζάορεν ή Καράτζορεν του Χαμιδιέ ή Καρατζόρεν93. Το 1899 κατοικούσαν σε αυτό 300 Ρωμιοί. Το 1924 υπήρχαν 101 ελληνικές οικογένειες με 338 άτομα94. Για τη μόρφωση των παιδιών τους το 1905 λειτουργούσε αρρεναγωγείο όπου δίδασκε ένας δάσκαλος.95 Στην εκκλησία τους, τα τελευταία χρόνια λειτουργούσε ένας ιερέας. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών οι περισσότεροι κάτοικοι από το Καράτζορεν του Χαμιδιέ εγκαταστάθηκαν στα Υπέρεια, στο Ελληνικό και στο Σταυρό Φαρσάλων καθώς και στην Άνω Βροντού Σερρών.

Σε απόσταση 60 χλμ. ΒΑ της Καισάρειας, βρίσκεται το Τασλίκ96.

Το 1899 έμεναν σε αυτό 200 Έλληνες97. Το 1924 οι ελληνικές οικογένειες ήταν 154 με 775 άτομα98 ή σύμφωνα με άλλες πληροφορίες ήσαν 105 οικογένειες με 440 άτομα99. Στο σχολείο του Τασλίκ δίδασκε ένας δάσκαλος. Η εκκλησία του χωριού ήταν στο όνομα του αγίου Γεωργίου.

Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών οι περισσότεροι κάτοικοι του Τασλίκ εγκαταστάθηκαν στον Άγιο Κωνσταντίνο, στον Πλάτανο και στο Σταυρό Φαρσάλων, στους Χαλκιάδες της Λάρισας και στη Μπάφρα Ιωαννίνων.

Σε απόσταση 60 χλμ. ΒΑ της Καισάρειας, βρίσκεται το χωριό Ρουμ Καβάκ (=Ελληνική Λεύκα)100.

Το 1900 οι ελληνικές οικογένειες στο Ρουμ Καβάκ ήσαν 90, αποτελούμενες από 700 άτομα. Το 1924 έμεναν σε αυτό 184 ελληνικές οικογένειες με 756 άτομα. Η εκκλησία τους ήταν στο όνομα του αγίου Βασιλείου. Ένας δάσκαλος δίδασκε στο σχολείο του χωριού. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών οι περισσότεροι κάτοικοι του Ρουμ Καβάκ εγκαταστάθηκαν  στη Ζωοδόχο Πηγή και στον Αμπελώνα Λάρισας, στο Ασβεσταριό και στη Θηριόπετρα Πέλλας και στα Γιαννιτσά.

Σε απόσταση 90 χλμ. ΒΑ της Καισάρειας, βρίσκεται το χωριό Τζατ ή Τσατ101.

Το 1899 έμεναν σ’ αυτό 300 Έλληνες. Το 1924 κατοικούσαν στο Τσατ 20 ελληνικές οικογένειες με 142 άτομα. Το 1899 οι Ρωμιοί είχαν δική τους εκκλησία102. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού αυτού εγκαταστάθηκαν στη Μπάφρα Ιωαννίνων.

Συμεών Κοιμίσογλου Γεννήθηκε στο Ξηροχώρι Θεσσαλονίκης και είναι γόνος Ελλήνων από το Μιστί της Καππαδοκίας.  Αφιέρωσε τη ζωή του στην έρευνα και συγγραφή της ιστορίας των Ελλήνων της Καππαδοκίας.

Έργα του: «Αναδρομή στον ακριτικό Ελληνισμό της Καππαδοκίας», 1997. «Ρωμανός Δ΄ Διογένης, η τελευταία αναλαμπή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας» 2000. «Καππαδοκία, Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Ελλήνων Ιστορία, Πίστη, Πολιτισμός», 2005. «Μιστί Καππαδοκίας, η Μάνη της Μικράς Ασίας», 2006 «Ρωμανός Δ΄ Διογένης», 2008

 
 
 
  1. Από τη γενεσιουργό εκείνη θεά προέρχεται και η ομορφότερη λέξη του κόσμου, η λέξη μάνα, μαμά. 2. Τουρκ. Kayseri (Κάισερι).
  2. (Corp. Inscr. Craec. 3428.)
  3. Σαραντίδης Αρχ.: «Η Σινασός…» σελ. 112».
  4. Αντωνόπουλος Σταμ: «Μικρά Ασία», σελ. 227.
  5. Η Έξοδος, Κ.Μ.Σ., σελ. 35.
  6. Ύπαρχος.
  7. Ιδών δε ο εκατοντάρχης το γενόμενον εδόξαζεν τον Θεόν λέγων, Όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ην. (Λουκ. 23, 47)
  8. «Ο δε εκατόνταρχος και οι μετ’ αυτού τηρούντες τον Ιησούν ιδόντες τον σεισμόν και τα γενόμενα εφοβήθησαν σφόδρα, λέγοντες, Αληθώς Θεού υιός ην Ούτος». (Ματθ. 27, 54.)
  9. Είχε συμμαθητή του τον Ωριγένη, με τον οποίο σπούδασαν κοντά στον Πάνταινο και τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα. Θεωρείται ο εισηγητής των εκκλησιαστικών σπουδών στη σχολή της Αλεξάνδρειας. Διετέλεσε επίσης επίσκοπος Ιεροσολύμων, όπου ίδρυσε και οργάνωσε την βιβλιοθήκη της συγκεντρώνοντας χειρόγραφα με έργα χριστιανών συγγραφέων. (Καραθανάσης Ε. Αθανάσιος: «Καππαδοκίας Τύχαι», Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 30-31.)
  10. Ένας από τους κύριους θεμελιωτές των ορθοδόξων δογμάτων, της διοίκησης και των θεσμών της εκκλησίας.
  11. Ήταν ένας από τους εισηγητές της Αλεξανδρινής σχολής, με πλούσιο συγγραφικό έργο.
  12. Σε αυτήν υπαγόταν και η Αρμενία, ενώ είχε επίσης δικαιοδοσία και στις επισκοπές της εξαρχίας του Πόντου.
  13. «Επιστολή προς Κυριακόν επίσκοπον εν εξορία όντα και αυτόν».
  14. P.G., 52, 685.
  15. Σημερινό Ozvatan, αρχ. Σάριχα ή Σιριχά.
  16. Ξαναχτίστηκε το 1134.
  17. =Πραγματείες περί οικοδομημάτων.
  18. Hakki Konyali Ibrahim: «Mimar…», ό.π., σελ. 37-38.
  19. Σήμερα διατηρείται σε καλή κατάσταση, αλλά, δυστυχώς, χρησιμοποιείται ως γυμναστήριο, στη δε θέση του ιερού έχουν τοποθετήσει εγκατάσταση για ορχήστρες μουσικής.
  20. Άγιος Νικολάοσουν σερί χανεσί Καππαδοκίανην πούδηρ ανασή. Απδούλ Μεδζίτ χοκμ ιδέρκεν ταχτηνδά Καισαρείας Παΐσιος βακτινδά. Δερικλίτας ναμ μαχαλδέν τασλαρή Κάϊσερη ρουμ μιλλετηδέν χαρτζλαρή.
  21. Βλέπε Θεοφάνους Σπ. Θεοφανείδη, Συλλογή επιγραμμάτων εκ των εν Μικρά Ασία ιερών ναών, Μικρασιατικά Χρονικά, ό.π., τόμος 15ος, Αθήνα 1972, σελ. 401.
  22. Βλέπε Τσαλίκογλου Ι. Εμμανουήλ: «Οι εν διασπορά Καππαδόκες. Βίος και δραστηριότητα αυτών», Αθήνα 1954, (ανεκδ. χειρόγρ. Κ.Μ.Σ., αρ. 58), σελ. 87.
  23. B. Chantre: «Ταξίδι στην Καππαδοκία…», ό.π., σελ. 136-137.
  24. Σαμουηλίδη Χρήστου: «Καραμανίτες…», ό.π., σελ. 367.
  25. Υπ’ αριθμ. Πρωτοκόλ. εξερχ. 258/1-12-1836.
  26. Αναστασιάδη Γεωργίου: «Η συμβολή των Μικρασιατών εις την εθνικήν αναγέννησιν», Μικρασιατικά Χρονικά, Σύγγραμμα Περιοδικόν, Εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, τόμος 3ος, Αθήνα 1940, σελ. 214-223.
  27. Σύμφωνα με «τον κώδικα» της Μητρόπολης Καισαρείας με αριθμ. 210/318, σελ. 28-29.
  28. Τσαλίκογλου Ι. Εμμανουήλ: «Ελληνικά Εκπαιδευτήρια και Ελληνορθόδοξοι Κοινότητες της περιφέρειας Καισαρείας», Εκδόσεις Κ.Μ.Σ., Αθήνα 1976, σελ. 10-11.
  29. Σαρ, Αρχ.: «Η Σιν…», ό.π, σελ. 112.
  30. Μαμώνη Κυριακή: «Σωματειακή οργάνωση του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Σύλλογοι Καππαδοκίας και Πόντου», Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμος ΣΤ΄, Αθήνα 1986-198, σελ. 162-163.
  31. Βλέπε εφ. Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως, αρ. 790, 19 Ιουνίου – 1 Ιουλίου 1871, σελ. 2.
  32. Εφ. Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως, αρ. 4914, 27 Σεπτ. – 9 Οκτωβρίου 1885, σ. 2.
  33. Εφ. Ανατολικός Αστήρ Κωνσταντινουπόλεως, ΚΔ΄, περ. Β΄, αρ. 24, 13-3-1885, σ. 192.
  34. Τουρκικά Talas (Ταλάς).
  35. Σαρ. Αρχ.: «Σιν…», ό.π., 1899, σελ. 114.
  36. Ασβέστη Β. Μαρία: «Επαγγελματικές ασχολίες…», ό.π., σελ. 80.
  37. Τουρκ. Endrürlük (Εντρουρλούκ).
  38. Έξοδος, σελ. 46.
  39. Κωδ. Μητρ. Καισαρ., 210/318, σελ. 28-29.
  40. Τσαλίκογλου Ι. Εμμανουήλ: «Ελληνικά Εκπαιδευτήρια…», ό.π, σελ. 13-14
  41. Είχε εκλεγεί, με προτροπή της ελληνικής κυβέρνησης, βουλευτής της περιοχής Σμύρνης και Αϊδινίου.
  42. Τουρκ. Zinzidere, που σημαίνει Αλυσόρεμα ή Αλυσοπόταμος ή Αλυσιδωτός ποταμός ή το φαράγγι του Άραβα.
  43. Αρχ. Σαρ.: «Σιν…», ό.π., σελ. 112.
  44. Τουρκ. Resadiye (Ρεσάντιγιε).
  45. Αρχ. Σαρ.: «Σινασός…», ό.π., σελ. 114.
  46. Έξοδος, ό.π., σελ. 113.
  47. τουρκ. Incesu.
  48. Ιντζέσοθ σημαίνει Λεπτόν ύδωρ ή Λεπτονέρι ή λίγο νερό.
  49. Αρχ. Σαρ.: «Σιν…», ό.π., σελ. 116.
  50. Ασβέστη Β. Μαρία: «Επαγγελματικές ασχολίες…», ό.π., σελ. 79.
  51. Κάλφογλους Η. Ιωάννης: «Ιστορική γεωγραφία», ό.π., σελ. 151.
  52. Αρχ. Σαρ.: «Σιν…», ό.π., σελ. 116.
  53. Τουρκ. Tavlusun.
  54. Αρχέλαος Σαραντίδης: «Σιν…», σελ. 114.
  55. Τσαλίκογλου Ι. Εμμανουήλ: «Ελληνικά Εκπαιδευτήρια…», ό.π, σελ. 12.
  56. Τουρκ. Germir Konaklar.
  57. Σαρ. Αρχ.: «Σινασός…», ό.π., σελ. 114-115.
  58. ΕΞΟΔ., σελ. 83.
  59. Κωδ. Μητρ. Καισ. 210/318, σελ. 28-29.
  60. Τσαλίκογλου Ι. Εμμανουήλ: «Ελληνικά Εκπαιδευτήρια…», ό.π, σελ. 11-12.
  61. Τουρκ. Erkilet (Ερκιλέτ).
  62. Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως: «Έκθεσις…», ό.π., σελ. 201.
  63. ΕΞΟΔΟΣ, σελ. 58.
  64. Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως: «Έκθεσις…», ό.π., σελ. 201.
  65. Τουρκ. Kayabag, Taxiarch.
  66. Σαρ. Αρχ.: «Η Σιν…», ό.π., σελ. 115.
  67. ΕΞΟΔ., σελ. 118.
  68. Τουρκ. Bagyurdurlu, Gesi, Efkere.
  69. Ξενοφάνης, 1905, ό.π., σελ. 230.
  70. Κωδ. Μητρ. Καισαρ., 210/318, σελ. 28-29.
  71. Τσαλίκογλου Ι. Εμμανουήλ: «Ελληνικά Εκπαιδευτήρια…», ό.π, σελ. 14.
  72. τουρκ. Molu
  73. Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως: «Έκθεσις…», ό.π., σελ. 201.
  74. Αρχέλαος Σαρ., Σιν., σελ 120.
  75. Τουρκ. Özlüce (Όζλουτζε).
  76. Έξοδος, ό.π., σελ. 53.
  77. Αρχ. Σαρ.: «Η Σιν…», ό.π., σελ. 115.
  78. Τουρκ. Agirnaz (Αγιρνάς) ή Tasören.
  79. Αρχ. Σαρ.: «Η Σινασός…» ό.π., σελ. 115.
  80. Έξοδος, ό.π., σελ. 42.
  81. Τσαλίκογλου Ι. Εμμανουήλ: «Ελληνικά Εκπαιδευτήρια…», ό.π, σελ. 14.
  82. Τουρκ. Subasi (Σουμπασί), Uskübü, Skup.
  83. Ξενοφάνης, τόμος 2, σελ. 230.
  84. Έξοδ., σελ. 107.
  85. Βλέπε Αρχ. Σαρ.: «Σιν…», ό.π., σελ. 116.
  86. Αρχ. Σαραντ.: «Σινασ…», ό.π., σελ. 115-116.
  87. Τουρκ. Βünyan (Μπουνγιάν), Sarmusakli. 89. ΕΞΟΔΟΣ.
  88. Τουρκ. Ozvatan ή Cukur.
  89. Σαρ. Αρχ.: «Σιν…», ό.π., σελ. 120.
  90. Ασβέστη Β. Μαρία: «Επαγγελματικές ασχολίες…», ό.π., σελ. 81.
  91. τουρκ. Karacaoren
  92. Ασβέστη Β. Μαρία: «Επαγγελματικές ασχολίες…», ό.π., σελ. 79.
  93. Ξενοφάνης, τόμ. 2, σελ. 232, 1905.
  94. Τουρκ. Taslikkoy.
  95. Αρχ. Σαρ.: «Σιν…», ό.π., σελ. 120.
  96. Έξοδος, ό.π., σελ. 123.
  97. Ασβέστη Β. Μαρία: «Επαγγελματικές ασχολίες…», ό.π., σελ. 81.
  98. Τουρκ. Kavakli (Καβακλί).
  99. Τουρκ. Catköy.
  100. Αρχ. Σαρ.: «Σιν…», ό.π., σελ. 120.

entaksis.gr

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα