Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Ὁ ἄν­θρω­πος πού ἔ­χει νο­ε­ρά προ­σευ­χή δέν πε­ρι­ερ­γά­ζε­ται. Ἐρ­γά­ζε­ται τό ἐρ­γό­χει­ρό του καί δέν γυ­ρί­ζουν τά μά­τια του γύ­ρω. Τά μά­τια αὐ­τοῦ πού ἔ­χει νο­ε­ρά προ­σευ­χή, εἶ­ναι στραμ­μέ­να μέ­σα του, στήν καρ­διά». 

«Ἄν δῆς ἄν­θρω­πο σύ­ννουν καί ἔ­χη κα­λο­ύς λο­γι­σμο­ύς, ἔ­χει καί τή νο­ε­ρά προ­σευ­χή». 

«Τί νά τό κά­νης νά λές ξε­ρά τήν εὐ­χή; Καί ἕ­νας πα­πα­γά­λος νά μά­θη, τήν λέ­ει τήν εὐ­χή, καί ἕ­να μα­γνη­τό­φω­νο θά τήν λέ­ει συ­νέ­χεια. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος δέν ὠ­φε­λεῖ­ται. Ὅ­ταν ὅ­μως μέ τήν κα­λή του προ­α­ί­ρε­ση δι­ώ­χνη το­ύς κα­κο­ύς καί κρα­τᾶ το­ύς κα­λο­ύς λο­γι­σμο­ύς. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ πρώ­τη ἐρ­γα­σί­α, γιά νά ἀ­πο­κτή­σης νο­ε­ρά προ­σευ­χή». 

Εἶ­πε Γέρων Κοι­νο­βι­ά­της: «Κάνω ἰ­δι­α­ί­τε­ρη προ­σευ­χή γιά το­ύς Ἀρ­χον­τά­ρη­δες τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέ­χον­ται καί φι­λο­ξε­νοῦν ὅ­λους το­ύς προ­σκυ­νη­τές καί δέν δι­ώ­χνουν κα­νέ­να. Ἡ φι­λο­ξε­νί­α εἶ­ναι ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καί πι­ά­νει καί μᾶς αὐ­τή ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη». 

«Κάποια νύ­χτα ση­κώ­θη­κα νά κά­νω τήν ἀ­γρυ­πνί­α στό κελ­λί μου. Ἔ­κλα­ψα, ἔ­κλα­ψα, ὄ­χι ἀ­πό κα­τά­νυ­ξη, ἀλ­λά ἐ­πει­δή δέν μπο­ροῦ­σα νά στα­θῶ ὄρ­θιος νά κά­νω τήν ἀ­κο­λου­θί­α μου. Ἐ­κε­ί­νη τήν ὥ­ρα πού ἔ­κλαι­γα μέ ἐ­πε­σκί­α­σε ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­νῶ ἤ­μουν σέ τέ­τοι­α κα­τά­στα­ση ἀ­δυ­να­μί­ας, ἦρ­θε κά­ποι­α θέρ­μη μέ­σα μου. Αὐ­τή ἦ­ταν ἡ θε­ί­α χά­ρις. Ὕ­στε­ρα ὅ­λα ἄλ­λα­ξαν». 

«Κα­λά εἶ­ναι νά ἀ­σχο­λῆται ὁ κα­λό­γε­ρος μέ τά μου­σι­κά, ἀλ­λά τό βά­ρος νά πέ­φτη στήν προ­σευ­χή. Νά με­τα­τρέ­ψου­με τά μου­σι­κά σέ προ­σευ­χή». 

«Ὁ κα­λό­γε­ρος πρέ­πει νά προ­σε­ύ­χε­ται καί νά καλ­λι­ερ­γῆ τήν εὐ­χή τό­σο, πού νά φθά­ση στό ση­μεῖ­ο νά πο­θῆ τόν θά­να­το, ὥ­στε νά πά­η νά συ­ναν­τή­ση τόν Κύριο». 

«Ὅ­ταν ὁ μο­να­χός φθά­ση στήν προ­σευ­χή, κλε­ί­νουν τά βι­βλί­α· οὔ­τε Εὐ­αγ­γέ­λιο δι­α­βά­ζει. Ἀρ­κεῖ­ται μό­νο σέ ὅ,­τι ἀ­κο­ύ­ει στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί στό ”Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με­”. Ἄν ἔρ­θη ὁ Χρι­στός μέ­σα μας, τό­τε δέν θέ­λο­υμε τί­πο­τε ἄλ­λο. Ὅ­ταν προ­χω­ρή­ση κα­νε­ίς στήν εὐ­χή, τό­τε ἡ εὐ­χή ἀ­να­πλη­ρώ­νει τήν ἀ­νά­γνω­ση».  

«Ὁ Κύριος γιά νά μᾶς δώ­ση προ­σευ­χή ζη­τᾶ καρ­διά κα­θα­ρή καί τα­πει­νή. Νά καλ­λι­ερ­γοῦ­με τήν εὐ­χή. Ἄν προ­χω­ρή­ση κα­νε­ίς στήν εὐ­χή, με­τά ἔρ­χε­ται ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ· τότε αἰ­σθά­νε­ται ἀ­γά­πη γιά ὅ­λον τόν κό­σμο καί προ­σε­ύ­χε­ται γιά ὅ­λους, χω­ρίς νά τό θέ­λη. Ἄν ἔρ­θη ἡ εὐ­χή, με­τά θά ἔρ­θει καί ἡ ἀ­γά­πη. Ἄν προ­χω­ρή­ση ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, αἰ­σθά­νε­ται τό­ση χά­ρι μέ­σα του, πού τά πό­δια του λυ­γί­ζουν, δέν τόν βα­στοῦν· θέ­λει νά κα­θή­ση, ἀλ­λά οὔ­τε κα­θι­στός μπο­ρεῖ, γι᾿ α­ὐτό καί ξα­πλώ­νει. Καί τό­τε συ­νε­χί­ζει νά προ­σε­ύ­χε­ται». 

Εἶ­πε Γέρων: «Ὅ­ποι­ος βρῆ τήν εὐ­χή, βρῆ­κε θη­σαυ­ρό. Πρέ­πει νά κο­πι­ά­ση ὁ μο­να­χός νά βρῆ τήν χά­ρι, καί ἀ­φοῦ τήν βρῆ νά προ­σέ­χη πά­λι νά μήν τήν χά­ση. Ὅ­ταν βροῦ­με τήν χά­ρι, πα­ρ᾿ ὅ­λο πού κο­πι­ά­ζου­με, ἔ­χου­με προ­θυ­μί­α καί ὅ­λα γί­νον­ται εὔ­κο­λα μέ τήν χά­ρι τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ἀ­ρε­τή βρί­σκει τήν χά­ρι καί ἡ χά­ρι κρα­τᾶ τήν ἀ­ρε­τή». 

«Τά δά­κρυ­α εἶ­ναι τό ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα, ἀλ­λά ἄν δέν ἔ­χου­με δά­κρυ­α, τοὐ­λά­χι­στον νά προ­σευ­χώ­μα­στε μέ κά­ποι­α κα­τά­νυ­ξη». 

Δι­η­γή­θη­κε ὁ γε­ρω–Γε­ρόν­τιος ὁ Κα­ρυ­ώ­της ὅ­τι στά Καυ­σο­κα­λύ­βια γνώ­ρι­σε ἕ­ναν κα­λό­γε­ρο, πού τό μό­νο ροῦ­χο πού φο­ροῦ­σε ἦ­ταν ἕ­να τσου­βά­λι τρί­χι­νο, καί ἔ­τσι κυ­κλο­φο­ροῦ­σε χει­μῶ­να–κα­λο­κα­ί­ρι. Κά- ποτε στήν ἀ­γρυ­πνί­α τῶν Εἰ­σο­δί­ων εἶ­χε ρί­ξει χι­ό­νι καί αὐ­τός ὁ κα­λό­γε­ρος πα­ρα­κο­λο­ύ­θη­σε ὅ­λη τήν ἀ­γρυ­πνί­α ἔ­ξω ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο τοῦ Κυ­ρια­κοῦ. Δέν ἔμ­παι­νε μέ­σα, για­τί ἦ­ταν ντυ­μέ­νος μέ τό τσου­βά­λι καί ἦ­ταν τά χέ­ρια του καί τά πό­δια του γυ­μνά. 

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα