Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

     Ο γε­ρω Θε­ό­κτι­στος ὁ Δι­ο­νυ­σι­ά­της τά πρῶ­τα χρό­νια τῆς κα­λο­γε­ρι­κῆς του ἀ­πέ­κτη­σε τήν εὐ­χή. Δέν ἤ­θε­λε οὔ­τε νά τρώ­η οὔ­τε νά κοι­μᾶ­ται. Τοῦ πέ­ρα­σε λο­γι­σμός ἀ­πό τήν ἁ­πλό­τη­τα καί τήν ἀπει­ρί­α του ὅ­τι πλέ­ον ἁ­γί­α­σε καί ἀ­μέ­σως ἔ­χα­σε τήν εὐ­χή.

     Ἦ­ταν ἀ­γω­νι­στής καί ἐ­νά­ρε­τος. Ὑ­πη­ρέ­τη­σε γιά πολ­λά χρό­νια στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο τῆς Μο­νῆς. Εἶ­χε πολ­λή ἀ­γά­πη καί ἀ­νέ­παυ­ε τά Γε­ρον­τά­κια. Κάποτε δι­α­κο­νοῦ­σε ἕ­να Γε­ρον­τά­κι πού τοῦ ζη­τοῦ­σε νά πλέ­νη τά πό­δια του μέ θα­λασ­σι­νό νε­ρό. Ὁ γε­ρω Θε­ό­κτι­στος κα­τέ­βαι­νε ἀ­γόγ­γυ­στα στήν θά­λασ­σα γέμιζε τόν τε­νε­κέ καί τόν ἀ­νέ­βα­ζε στήν ἀ­πό­το­μη ἀ­νη­φό­ρα, γιά νά ἀ­να­παύ­­ση τόν ἀ­δελφό.

*

     Πα­λαι­ότε­ρα στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο ζοῦ­σε ἕ­να γε­ρον­τά­κι, ὁ πα­πα Θε­ό­φι­λος. Κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα πού τρυ­γοῦ­σαν οἱ πα­τέ­ρες τοῦ ἔ­δω­σαν ἕ­να στα­φύ­λι. Τό ἔ­βα­λε σ᾿ ἕ­να μαν­τη­λά­κι καί ξε­κί­νη­σε νά ἀ­νη­φο­ρί­ζη γιά τό Μο­να­στή­ρι. Στόν δρό­μο κα­τά­λα­βε ὅ­τι θά πε­θά­νει καί κά­θη­σε σέ μία πέ­τρα δί­πλα στόν με­γά­λο σι­δε­ρέ­νιο σταυ­ρό. Ἐ­κεῖ πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του σάν που­λά­κι ὁ πα­πα Θε­ό­φι­λος, κρα­τών­τας μέ τό ἀρι­στε­ρό τό μαν­τη­λά­κι μέ τό στα­φύ­λι, ἐ­νῶ τό δε­ξί του χέ­ρι τό εἶ­χε ση­κω­μέ­νο σέ στά­ση εὐ­λο­γί­ας. Τό ἑσπέ­ρας πού τε­λεί­ω­σαν οἱ πα­τέ­ρες ἀ­πό τό ἀμ­πέ­λι τόν βρῆ­καν σ᾿ αὐ­τή τήν στά­ση καί τόν πῆ­ραν στό Μο­να­στή­ρι γιά νά τόν θά­ψουν.

*

     Ο γε­ρω Θε­ο­φύ­λα­κτος ὁ Ἁ­γι­ο­βα­σι­λει­ά­της συ­χνά ἡρ­πά­ζε­το σέ θε­ω­ρί­α ὅ­ταν προ­σευ­χό­ταν. Κάποτε οἱ δα­ί­μο­νες γιά νά τόν ἀ­πο­σπά­σουν ἀ­πό τήν θε­ω­ρί­α τόν σή­κω­σαν στά χέ­ρια τους, τόν με­τέ­φε­ραν  ἀλ­λοῦ, τόν πε­τοῦ­σαν στόν ἀ­έ­ρα καί πά­λι τόν ἔ­πια­ναν καί στό τέ­λος πῆ­γαν καί τόν ἄ­φη­σαν στό μέ­ρος ὅ­που τόν βρῆ­καν, χω­ρίς τελικά νά κα­τα­φέ­ρουν νά τόν ἀ­πο­σπά­σουν ἀ­πό τήν θε­ω­ρί­α του.

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα