Ο γερω–Ἀρτέμιος ἀπό τό Διονυσιάτικο Κελλί τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Ψαρᾶ, πλησίον τῶν Καρυῶν, κατήγετο ἀπό τήν Ἤπειρο καί ἦρθε σέ ἡλικία πέντε ἐτῶν στό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ πατέρας του χήρεψε μέ τέσσερα παιδιά μικρά, δύο ἀγόρια καί δύο κορίτσια. Τά ἀγόρια τά ἔφερε στό Ἅγιον Ὄρος καί τά κορίτσια τά ἔβαλε σέ γυναικεῖο Μοναστήρι στήν Κέρκυρα. Ἔγινε καί αὐτός μοναχός σέ Μοναστήρι τῆς Κέρκυρας καί ἀργότερα χειροτονήθηκε ἱερομόναχος. Ἤθελε νά ᾿ρθῆ στό Ἅγιον Ὄρος, ἀλλά ἔμεινε στό Μοναστήρι του, γιά νά δῆ μήπως τά κορίτσια του ὅταν μεγαλώσουν δέν θελήσουν νά γίνουν μοναχές, γιά νά τίς παντρέψη. Ἔγιναν καί οἱ δύο μοναχές ὅταν ἐνηλικιώθηκαν καί μάλιστα ἡ μία ἔγινε Ἡγουμένη. Ὁ πατέρας τους, ἱερομόναχος Ἰωαννίκιος, εἶχε φήμη Ἁγίου καί μετά τήν κοίμησή του συνέχισε νά θαυματουργῆ.