Κάποτε, ἐνῶ διάβαζε τήν ἀκολουθία του, κάτι τόν παρακίνησε ἐσωτερικά νά πῆ τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας. Ἔφυγε ἀπό τό στασίδι καί πῆγε μπροστά στήν εἰκόνα της. Ἐνῶ ἔλεγε τούς Χαιρετισμούς, ξαφνικά πέφτει ἕνα τοῦβλο μεγάλο μέ σοβᾶ, ἀκριβῶς στό μέρος πού στεκόταν προηγουμένως. Ἄν καθόταν ἐκεῖ, θά τόν εἶχε σκοτώσει. Ἀλλά ἡ Παναγία τόν ἔσωσε μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο. Πῆγε στούς γείτονές του, τούς Τρυγωνάδες, καί τό διηγή-θηκε μέ δάκρυα λέγοντας ὅτι ἔγινε θαῦμα.
ΙΓ’. Γερω–Γεώργιος τοῦ «Φανερωμένου»