Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

   Εἶ­πε Γέρων: «Πα­λαι­ά στοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου στήν  τρά­πε­ζα ἔ­βα­ζαν μόνο ἕ­να πιά­το φα­γη­τό ἀρ­κε­τό, ἀλ­λά σα­λά­τα ἤ ἄλ­λο προ­σφά­γι δέν ὑ­πῆρ­χε. Ὅ­ταν εἶ­χε ρε­βύ­θια, ἔ­βα­ζαν τίς κα­τα­λύ­σι­μες μέ­ρες καί ἕ­να κομ­μά­τι τυ­ρί. Αὐ­τό ἦ­ταν ὅ­λο. Τίς ντο­μά­τες τίς ἔ­κο­βαν σα­λά­τα καί τίς ἔ­βα­ζαν γιά φα­γη­τό στήν τρά­πε­ζα καί μί­α σαρ­δέ­λα πα­στή ἀ­πό πά­νω. Ἦ­ταν λι­τή ἡ τρά­πε­ζα, δέν εἶ­χε ποι­κι­λί­α. Κρα­σί ἔ­βα­ζαν ὅ­πο­τε εἶ­χε κα­τά­λυ­ση ἐ­λαί­ου. Αὐ­τά τούς κρα­τοῦ­σαν λί­γο. Ἀ­πό αὐ­τά εἶ­χαν ἀρ­κε­τά, για­τί τά πα­ρῆγαν στό Με­τό­χι τοῦ Μο­νο­ξυ­λί­τη, ἀλ­λά τό λά­δι πού ἔ­βγα­ζαν εἶ­χε 15 βαθ­μούς ὀ­ξύ­τη­τα, για­τί οἱ ἐ­λι­ές μού­χλια­ζαν μί­α φο­ρά μέ­χρι νά τίς μα­ζέ­ψουν ὅ­λες καί νά τίς με­τα­φέ­ρουν μέ τήν βάρ­κα στό Μο­να­στή­ρι. Μού­χλια­ζαν ὅ­μως καί δεύ­τε­ρη φο­ρά μέ­χρι νά βγά­λουν τό λά­δι.

»Εἶ­χαν σέ ἕ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο μέ­ρος ψω­μί καί ἐ­λι­ές, ἄν ἤθε­λε κά­ποι­ος πού πει­νοῦ­σε νά φά­η, καί κα­φέ γιά ὅ­ποι­ον ἤ­θε­λε.

»Ἔρ­χον­ταν ἐ­ρη­μῖ­τες, γιά νά πά­ρουν εὐ­λο­γί­ες. Εἶ­χαν ἕ­να ἀμ­πά­ρι πού μέ­σα εἶ­χε ὄ­σπρια καί ἔ­δι­ναν στούς ἀ­σκη­τές. Τούς ἔ­δι­ναν κηπουρικά, κα­θώς καί πα­ξι­μά­δι καί νά­μα. Ἐκεῖνοι ἦταν δι­στα­κτι­κοί, καί ἔ­παιρ­ναν μόνον τά ἀ­πα­ραί­τη­τα, δι­ό­τι πε­ρισ­σό­τε­ρα δέν ἤ­θε­λαν νά πά­ρουν, για­τί ἔ­πρε­πε νά τά ξε­πλη­ρώ­σουν μέ κομ­πο­σχο­ί­νι.

»Τά πράγ­μα­τα τό­τε ἦ­ταν αὐ­στη­ρά. Κά­πο­τε εἶ­χαν φέ­ρει τό σι­τά­ρι στοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου καί ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες ἔ­κα­ναν παγ­κοι­νιά γιά νά τό ξε­φορ­τώ­σουν.  Κά­ποι­ος ἀ­νέ­βη­κε σέ μία συ­κιά καί ἔ­τρω­γε σῦ­κα. Ὅταν τό ἔ­μα­θε ὁ Ἡ­γού­με­νος, τόν ἔ­στει­λε ἕ­ξι μῆ­νες ἐ­ξο­ρί­α στοῦ Γρη­γο­ρί­ου.

»Πάν­τα γιά το­ύς ἴ­διους ἀ­γό­ρα­ζαν τά φθη­νό­τε­ρα ψά­ρια, αὐ­γά, φροῦ­τα καί ἄλλα τρό­φι­μα ἀ­πό τήν Δάφ­νη, ὄ­χι γιά λό­γους οἰ­κο­νο­μί­ας, ἀφοῦ ἦ­ταν πλού­σιο Μο­να­στή­ρι, ἀλ­λά γιά λό­γους κα­λο­γε­ρι­κῆς. Στά κελ­λιά τους κα­νείς, οὔ­τε οἱ ἀ­σθε­νεῖς οὔ­τε οἱ γέ­ρον­τες, δέν ἄ­να­βαν φω­τιά τόν χει­μῶ­να· ἀλλά καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α πα­λαι­ό­τε­ρα δέν εἶ­χαν σόμ­πα.

»Μέχρι τό 1930 πε­ρί­που ὑ­πῆρ­χε ἡ τρά­πε­ζα τῶν νη­στευ­τῶν. Πα­λαιά οἱ πα­τέ­ρες με­τε­λάμ­βα­ναν κά­θε 15 ἡ­μέ­ρες κα­τό­πιν τρι­η­μέ­ρου νη­στε­ί­ας ἀ­λά­δω­της. Ὅ­σοι πα­τέ­ρες ὅ­μως ἐ­πι­θυ­μοῦ­σαν νά κοι­νω­νοῦν κά­θε ἑ­βδο­μά­δα, νή­στευ­αν καί κά­θε Πέμπτη. Ὁ­πό­τε μέ τήν Τε­τάρ­τη καί τήν Πα­ρα­σκευή συμ­πλή­ρω­ναν τό τρι­ή­με­ρο. Γιά τήν Τρί­τη, πού εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στόν Τίμιο Πρό­δρο­μο, τόν κατ᾿ ἐ­ξο­χή νη­στευ­τή, στόν ὁποῖ­ο τι­μᾶ­ται τό Μο­να­στή­ρι, ὑ­πῆρ­χε ἀρ­χαι­ο­τά­τη πα­ρά­δο­ση νά νη­στε­ύ­ουν τήν ἡ­μέ­ρα αὐ­τή, ὄ­χι ἀ­πό λά­δι, ἀλ­λά γα­λα­κτε­ρά, αὐ­γά καί ψά­ρι. Ὁ­πό­τε οἱ πα­τέ­ρες τῆς τρά­πε­ζας τῶν νη­στευ­τῶν συμ­με­τεῖ­χαν στήν τρά­πε­ζα τῆς Μο­νῆς κα­νο­νι­κά, ἐ­κτός ἀ­πό τήν Τρί­τη καί τήν Πέμπτη πού ἔ­τρω­γαν χω­ρι­στά. Τήν μέν Τρί­τη λα­δε­ρό, τήν δέ Πέμπτη ἀ­λά­δω­το.

»Πα­λαιά στοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου εἶ­χαν τήν τά­ξη, ἄν ἐρ­χό­ταν τό κα­λο­κα­ί­ρι κα­νέ­νας ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος καί τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος ἀ­πό τήν ζέ­στη, νά τοῦ πλένουν τά πό­δια. Ὁ Ἀρ­χον­τά­ρης εἶ­χε αὐ­τό τό δι­α­κό­νη­μα. Τώρα χά­θη­κε αὐ­τή ἡ τά­ξη, ἡ κα­λο­γε­ρι­κή».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα