ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

ΙΒ΄. Γερω–Ἀρσένιος Σιμωνοπετρίτης

Ὁ Γέροντας τοῦ συ­νέ­στη­σε νά δι­α­βά­ση τόν Ἀβ­βᾶ Ἰ­σα­άκ. Τόν δι­ά­βα­ζε καί ἡ ἄ­σκη­σή του ἀ­πέ­κτη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ζῆ­λο. Ἔ­κα­νε με­τά­νοι­ες καί ὁ­λο­νύ­κτια προ­σευ­χή. Γιά νά μπο­ρῆ νά κρα­τι­έ­ται ὄρ­θιος ἔ­κα­νε κρε­μα­στῆ­ρες ἀ­πό τήν ὀ­ρο­φή τοῦ κελ­λιοῦ ἤ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τό κοι­νῶς λε­γό­με­νον «ἀκουμπιστήρι». Στό κε­φά­λι του ἀ­πό τίς πολ­λές με­τά­νοι­ες ἔ­κα­νε κα­ρο­ύ­μπα­λο.

Ι’. Παπα–Μεθόδιος Καρυώτης

Τε­λι­κά βρῆ­κε καί τόν τε­νε­κέ μέ τίς λί­ρες. Στε­νο­χω­ρέ­θη­κε, τοῦ ἔδωσε μί­α κλω­τσιά καί γέ­μι­σε ὁ τό­πος λί­ρες. «Πώ, πώ», ἔ­λε­γε, «δι­ά­βο­λος. Γι᾿  αὐ­τό ἔ­κα­ψε τό σπί­τι. Ὅ­ποι­ος θέ­λει ἄς πά­ρη. Ἐ­γώ δέν παίρ­νω τί­πο­τε». Πῆ­ραν ἀ­πό αὐ­τές τίς λί­ρες δύ­ο πα­τέ­ρες οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­πει­τα ἀρ­ρώ­στη­σαν καί τα­λαι­πω­ρή­θη­καν πο­λύ.

ΙΑ’. Νηπτικός Αὐξέντιος Γρηγοριάτης

«Ἔ­λαμ­πε τό­σο τό πρό­σω­πό του», δι­η­γεῖ­ται ὁ λει­τουρ­γός, «πού ὅ­ταν τόν  κοί­τα­ξα, ζα­λί­στη­κα καί πα­ρά λί­γο νά πέ­σω κά­τω. Ἔ­βα­λα τό χέ­ρι μου καί σκέ­πα­σα τά μά­τια μου για­τί δέν ἄν­τε­χα τό δυ­να­τό φῶς. Ἔ­λαμ­πε ὁ­λό­κλη­ρος». Ὅ­ταν σέ λί­γο ὑ­πε­στά­λη τό ἄ­κτι­στον φῶς καί συ­νῆλ­θε ὁ ἔκ­πλη­κτος ἱ­ε­ρέ­ας, τό­τε τόν κοι­νώ­νη­σε. 

«Θα περάσουμε δύσκολες μέρες, γιατί ο κόσμος δεν εξομολογείται, και αυτοί που εξομολογούνται δεν κάνουν καθαρά εξομολόγηση»

Ὁ μακαριστός γέροντας Νεόφυτος (κατά κόσμον Ναούμ Σκαρκαλᾶς), πού ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τόν Μάιο τοῦ 2005, ἄφησε μνήμη πολύ ἐναρέτου καί ἁγίου ἀνδρός. Ἐφλέγετο ἀπό διάπυρο ἔρωτα πρός τόν Θεό καί τήν ἁγία Του Ἐκκλησία, τήν ὁποία διηκόνησε μέ πολύ ζῆλο, μέ ὅλη τήν ζωή του..

ς΄. Καβιώτης Κώστας, διά Χριστόν σαλός

Ολοι οἱ Κα­ρυ­ῶ­τες γνώ­ρι­ζαν τόν γε­ρω–Κώστα καί τοῦ ἔ­δει­χναν ἀ­γά­πη καί συμ­πά­θεια. Τόν ἔ­βλε­παν νά πε­ρι­φέ­ρε­ται στίς Κα­ρυ­ές, νά λει­τουρ­γῆ­ται τα­κτι­κά στό Πρω­τᾶ­το, νά κά­νη τίς τρέλ­λες του, καί ὅ­λοι ἦ­ταν σέ ἀ­πο­ρί­α.

ΙΔ’. Γερω–Δαυΐδ Διονυσιάτης (και Ηχητικό)

Ἀλ­λ᾿ αὐ­τός δέν φο­βό­ταν τόν δι­ά­βο­λο. Εἶ­χε συ­νη­θί­σει μέ τά πει­ράγ­μα­τά του, για­τί συ­χνά πά­λευ­αν σῶ­μα μέ σῶ­μα. Τά ὅ­πλα του ἦ­ταν τό ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ καί ἡ ἐ­πί­κλη­ση τῆς Πα­να­γί­ας, τά ὁ­ποῖ­α ἔ­κα­ναν νά ἐ­ξα­φα­νι­σθῆ ὁ δι­ά­βο­λος. Κάποτε πού τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­κε σάν δρά­κον­τας, χω­ρίς νά τόν φο­βη­θῆ κα­θό­λου ὁ Δῆ­μος, τόν ἔ­πια­σε ἀ­πό τήν οὐ­ρά καί τόν πέ­τα­ξε μα­κρυά.

IZ΄. Ἡγούμενος Ἀνδρέας Ἁγιοπαυλίτης

«Ὁ  Με­νά­γιας ἦ­ταν προ­σω­πι­κός φί­λος τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος τοῦ εἶ­χε χα­ρί­σει μία φω­το­γρα­φί­α του καί ἕ­να κομ­πο­σχο­ί­νι. Τό­τε ἐ­κεῖ στόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο με­ρι­κοί ἀμ­φι­σβη­τοῦ­σαν τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου. Ὁ Με­νά­γιας γιά νά τούς ἀ­πο­δεί­ξη ὅ­τι εἶ­ναι Ἅ­γιος ὁ Πεν­τα­πό­λε­ως Νε­κτά­ριος, πῆ­ρε μία λε­κά­νη, ἔ­βα­λε ἀ­λεύ­ρι καί νε­ρό, τά ἀ­να­κά­τε­ψε, ἀ­πό πά­νω ἔ­βα­λε τό κομ­πο­σχο­ί­νι τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου καί ἀ­πό μό­νο του χω­ρίς προ­ζύ­μι φού­σκω­σε».

ΚΑ΄. Ὁ μυστηριώδης ἔγκλειστος Ἡρωδίων

Τό δύ­σκο­λο ἔ­τος 1986, πού ἔ­κα­νε βα­ρύ χει­μῶ­να καί με­γά­λες πα­γω­νι­ές, δέν ἐ­ξη­γεῖ­ται ἀν­θρω­πί­νως  πῶς μπό­ρε­σε καί ἄν­τε­ξε. Μά­λι­στα κυ­κλο­φο­ροῦ­σε ξυ­πό­λυ­τος μέ­σα στό Κελ­λί του. Δέν εἶ­χε κρεβ­βά­τι καί ποτέ του δέν ξάπλωνε∙ πάν­τα στε­κό­ταν ὄρ­θιος ἤ ἀ­κουμ­ποῦ­σε λί­γο στήν ἄ­κρη ἑ­νός πάγ­κου πού ἦ­ταν γε­μᾶ­τος πράγ­μα­τα πα­λαι­ά γιά τά σκου­πί­δια

ΚΒ΄. Ἡγούμενος Εὐθύμιος Ζωγραφίτης

Κά­πο­τε πού με­τέ­φε­ρε χόρ­τα μέ τό τρα­κτέρ τόν πῆ­ρε ὁ ὕ­πνος πά­νω στό τι­μό­νι καί  ἔπε­σε μέ τό τρα­κτέρ στό πο­τά­μι. Τότε, τοῦ ξα­ναεμ­φα­νί­σθη­κε ἡ Πα­να­γί­α. Τόν ἔ­σω­σε, χω­ρίς νά πά­θη τί­πο­τε, καί τοῦ εἶ­πε: «Δέν  πρέ­πει νά κά­νης ὑ­περ­βο­λές. Ἄν δέν εἶ­χα ἔρ­θει, τί θά πά­θαι­νες!».

Ε’. Ἀσκητής Γαβριήλ Καρουλιώτης

Κά­ποι­ον νέ­ο πού πέ­ρα­σε ἀ­πό τό Ἀ­σκη­τή­ριό του καί τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά τόν κρα­τή­ση γιά μο­να­χό, ὁ Γέ­ρον­τας ἄν καί ἤ­θε­λε ὑ­πο­τα­κτι­κό τόν ἔ­δι­ω­ξε, για­τί αἰ­σθάν­θη­κε δυ­σω­δί­α. Ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τοῦ τοῦ νέ­ου δι­κα­ί­ω­σε τόν γέ­ρον­τα Γα­βρι­ήλ καί ἀ­πέ­δει­ξε τήν γνη­σι­ό­τη­τα τοῦ χα­ρί­σμα­τός του. Ὁ ἀ­νω­τέ­ρω νέ­ος, ἔ­γι­νε μέν μο­να­χός, ἀλ­λά ὕ­στε­ρα ἀ­πέ­βα­λε τό Σχῆ­μα· ὄ­χι μό­νο παν­τρε­ύ­τη­κε ἀλ­λά ἔ­γι­νε καί μο­να­χο­μά­χος, ἁ­γι­ο­μά­χος καί θε­ο­μά­χος.

ΙΓ’. Γερω–Γεώργιος τοῦ «Φανερωμένου»

Κάποτε, ἐ­νῶ δι­ά­βα­ζε τήν ἀ­κο­λου­θί­α του, κά­τι τόν πα­ρα­κί­νη­σε ἐ­σω­τε­ρι­κά νά πῆ το­ύς χαι­ρε­τι­σμο­ύς τῆς Πα­να­γί­ας. Ἔ­φυ­γε ἀ­πό τό στα­σί­δι καί πῆ­γε μπρο­στά στήν εἰ­κό­να της. Ἐ­νῶ ἔ­λε­γε το­ύς Χαι­ρε­τι­σμο­ύς, ξαφ­νι­κά πέ­φτει ἕ­να τοῦ­βλο με­γά­λο μέ σο­βᾶ, ἀ­κρι­βῶς στό μέ­ρος πού στε­κό­ταν προ­η­γου­μέ­νως.  Ἄν  κα­θό­ταν  ἐ­κεῖ,  θά  τόν  εἶ­χε  σκο­τώ­σει. Ἀλ­λά ἡ Πα­να­γί­α τόν ἔ­σω­σε μ᾿ αὐ­τόν τόν τρό­πο. Πῆ­γε στούς­ γείτονές του, το­ύς Τρυ­γω­νά­δες, καί τό δι­ηγή-θηκε μέ δά­κρυ­α λέ­γον­τας ὅ­τι ἔ­γι­νε θαῦ­μα.

Β. Ἡσυχαστής παπα–Δανιήλ Ἁγιοπετρίτης

Κάποτε ἕ­νας Γέ­ρον­τας ἔ­στει­λε τό κα­λο­γέ­ρι του νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ στόν πα­πα–Δα­νι­ήλ. Τό κα­λο­γέ­ρι πῆ­γε, χτύ­πη­σε τήν πόρ­τα καί εἶ­πε τό «Δι᾿ εὐ­χῶν…», ἀλ­λά δέν πῆ­ρε ἀ­πό­κρι­ση. Κο­ί­τα­ξε τό­τε ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί εἶ­δε τόν πα­πα–Δα­νι­ήλ γο­να­τι­στό κά­τω ἀ­πό τόν πο­λυ­έ­λαι­ο νά προ­σε­ύ­χε­ται καί νά εἶ­ναι μέ­σα σέ φλό­γες.

Ζ’. Ἐρημίτης παπα–Τύχων

Στήν Λει­τουρ­γί­α ἔ­βλε­παν νά ἀλ­λοι­ώ­νε­ται τό πρό­σω­πό του. Τά μά­τια του μέ­σα στό σκο­τά­δι ἦ­ταν πο­λύ φω­τει­νά. Πάν­τα λει­τουρ­γοῦ­σε μέ κα­τά­νυ­ξη καί δά­κρυ­α. Τήν ὥ­ρα τῆς θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τό δι­ά­βα­ζε μέ δά­κρυ­α. Μέ δά­κρυ­α σή­κω­νε τά Ἅ­για καί ἔ­κα­νε τήν Εἴ­σο­δο, ἐ­κτός βέ­βαι­α ἀ­πό τίς ἁρ­πα­γές καί τίς θεῖ­ες ὀ­πτα­σί­ες πού εἶ­χε.

Γ΄. Ἀκτήμων Φιλάρετος Καρουλιώτης

«Ὅ­ταν γε­μί­ζης τό λα­δι­κό, νά πη­γαί­νης μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας, νά τό σταυ­ρώ­νης καί νά τήν πα­ρα­κα­λᾶς νά τό εὐ­λο­γή­ση», τοῦ εἶ­πε. Ἔ­τσι ἔ­κα­νε πάν­τα ὁ π. Χρυ­σό­στο­μος ὅ­ταν ἔ­παιρ­νε λά­δι, καί ὤ τοῦ θαύ­μα­τος! Τό πεν­το­κά­ρι­κο ἔ­φθα­σε καί πε­ρίσ­σε­ψε.»

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

    Εἶ­πε Γέρων: «Ἦρ­θα τό 1936 στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Γνώ­ρι­σα τόν Ὅ­σιο Σι­λουα­νό, τόν π. Σω­φρό­νιο καί τόν πα­πα–Τύχωνα. Τότε δέν ἦ­ταν μό­νο ὁ Σι­λουα­νός, ἀλ­λά ὑ­πῆρ­χαν πολ­λοί Σι­λουα­νοί.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

  Εί­πε Γέρων: «Δυ­στυ­χῶς σή­με­ρα ἔ­χει χα­θῆ ἡ ζε­στα­σιά στήν με­τα­ξύ μας σχέ­ση. Πα­λαιά πή­γαι­νες σ᾿ ἕ­να Μο­να­στή­ρι γιά προ­σκύ­νη­μα· τό πρῶ­το πού σοῦ ἔ­λε­γαν ἦ­ταν νά πᾶς στό Ἀρ­χον­τα­ρί­κι νά σέ κε­ρά­σουν, νά σέ δοῦν, νά σέ ρω­τή­σουν τί κά­νεις. Δέν ἦ­ταν τό­σο τό κέ­ρα­σμα, ἀλ­λά αὐ­τή ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α ἡ ἀ­δελ­φι­κή. Σήμερα πᾶς κά­που καί σοῦ λέ­νε, πή­γαι­νε ἐ­κεῖ πού ἔ­χει πο­τή­ρια καί νε­ρό νά κε­ρα­στῆς. Εὐ­τυ­χῶς δέν εἶ­ναι παν­τοῦ αὐ­τό καί χα­ί­ρο­μαι, ὅ­ταν βλέ­πω νά ἔ­χουν τό πα­λαιό τυ­πι­κό.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

    Έἶ­πε Γέρων: «Πα­λαιά ὑ­πῆρ­χαν πολ­λοί ἐ­νά­ρε­τοι πα­τέ­ρες πού σή­με­ρα ἔ­χουν ἐ­κλε­ί­ψει. Σήμερα ἔρ­χον­ται νέ­οι ἄν­θρω­ποι τῆς σύγ­χρο­νης ἐ­πο­χῆς καί νο­μί­ζουν ὅ­τι ἔ­τσι ἦταν τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, ὅ­πως τό βρί­σκουν. Δέν βλέ­πουν καί πα­ρα­δε­ίγ­μα­τα ἀ­πό μᾶς το­ύς πα­λαι­ο­ύς· ἐ­κεῖ­νο πού βρί­σκει κα­νείς ἀ­κο­λου­θά­ει. Ὅ­μως τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος δέν ἦ­ταν ἔ­τσι πα­λαιά.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

  Έἶ­πε Γέρων: «Σήμερα εἶ­ναι ἡ ἐ­πο­χή τῆς ὑ­πα­κο­ῆς στήν αὐ­το­νο­μί­α. Βλέ­πεις ὅ­τι γέ­μι­σε Κα­λυ­βά­κια ἡ ἔ­ρη­μος. Στόν Πα­ρά­δει­σο ὁ Ἀ­δάμ θέ­λη­σε νά σω­θῆ δί­χως τόν Θεό· καί σή­με­ρα θέ­λου­με νά σω­θοῦ­με χω­ρίς Γέροντα. Ὁ δρό­μος ὅ­μως τῆς κα­λο­γε­ρι­κῆς εἶ­ναι ἕ­νας. Ὑ­πα­κοή. Τό δί­δαγ­μα τῆς ἐ­πο­χῆς μας εἶ­ναι  αὐ­το­νο­μί­α. Ἡ πράξη ὅ­μως λέ­γει ὅ­τι αὐ­τός πού ζῆ αὐ­τό­νο­μα ἤ θά δαι­μο­νι­σθῆ ἤ θά πλα­νη­θῆ».

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Εἶ­πε Γέρων: «Κα­λοί εἶ­ναι καί οἱ νέ­οι. Ὁ κα­θέ­νας τόν νό­μο τόν ξέ­ρει. Ἄς κά­νη κα­λά ὅ­σο ζῆ, για­τί με­τά, τί πε­ρι­μέ­νη ὁ κα­λό­γε­ρος; Νά τόν βο­η­θή­σουν τά μνη­μό­συ­να; Πάν­τως οἱ πα­λαι­οί ζοῦ­σαν ἁπλή ζωή­. Δέν προ­λά­βαι­ναν ἀ­πό τό δι­ά­βα­σμα καί τήν προ­σευ­χή. Ἰ­δι­αί­τε­ρα τήν Σα­ρα­κο­στή. Ὑ­πῆρ­χαν πα­λαιά πολ­λοί ἐ­νά­ρε­τοι».

Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (κζ-ρβ). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Εἶ­ναι πο­λύ λυ­πη­ρό τό ὅ­τι  με­ρι­κοί  Ἡ­γού­με­νοι κα­τήν­τη­σαν δι­ευ­θυν­τές ἐρ­γο­στα­σί­ων. Ἔ­χουν ἄγ­χος καί ἀ­γω­νί­α, γιά νά γί­νουν οἱ δου­λει­ές τους. Ἐ­δῶ δέν ἤρ­θα­με γιά τέ­τοι­α πράγ­μα­τα. Ἄς μήν ξε­χνᾶ­με τόν σκο­πό μας. Πῆ­γα καί ἐ­γώ σέ ἕ­να Μο­να­στή­ρι. Εἶ­δα τόν Ἡ­γού­με­νο νά γυ­ρί­ζη μέσ᾿ τό Μο­να­στή­ρι νά δῆ, ἄν γί­νων­ται κα­λά τά δι­α­κο­νή­μα­τα. Ἀν­τί νά κά­νη κομ­πο­σχο­ί­νι στό κελ­λί του γιά τά παι­διά του, χά­νει τόν και­ρό του γιά ἀ­σή­μαν­τα πράγ­μα­τα».

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Εἶ­ναι με­ρι­κοί νέ­οι κα­λό­γε­ροι πού θέ­λουν νά μή δι­οι­κοῦν­ται. Ἀλ­λά κα­λό­γε­ρος πού δέν ὑ­πο­τάσ­σε­ται, δέν εἶ­ναι κα­λό­γε­ρος. Ἐ­γώ ἔ­κα­να σα­ραν­τα­πέν­τε χρό­νια ὑ­πο­τα­κτι­κός καί τό­τε ἤ­μουν ἀ­μέ­ρι­μνος, δι­ό­τι, ὅ,τι καί ἄν μοῦ συ­νέ­βαι­νε, ἔ­λε­γα ”ἔχω Γέ­ρον­τα”. Τώ­ρα, ὅ,τι καί νά συμ­βῆ, ἔ­χω ἐ­γώ τήν εὐ­θύ­νη.

Δ΄. Ἡσυχαστής «Πετράκης»

Φα­ί­νε­ται πώς αὐ­τό τό γε­γο­νός τοῦ συ­νέ­βη τό­τε γιά πρώ­τη φο­ρά, για­τί στήν συ­νέ­χεια ζοῦ­σε πολ­λές τέ­τοι­ες κα­τα­στά­σεις, ὅ­πως ἀ­πε­κά­λυ­ψε στόν γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο. Ἔ­βλε­πε συ­χνά τό Ἄ­κτι­στο Φῶς, εἶ­χε ἀ­ε­ίρ­ρο­α δά­κρυ­α πού συ­νώ­δευ­αν τήν ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή του καί εἶ­χε ξε­πε­ρά­σει τά τυ­πι­κά. 

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Πα­λαιά στά Κοι­νό­βια οἱ κου­ρές τῶν μο­να­χῶν καί τῶν με­γα­λο­σχή­μων γί­νον­ταν σέ πα­ρεκ­κλή­σι. Τώρα τά κά­νουν ὅ­λα στό Κα­θο­λι­κό πα­νη­γυ­ρι­κά. Τότε ἦ­ταν ἁ­πλά. Σοῦ λέ­ει: “Κα­λό­γε­ρος γί­νε­ται. Δέν κά­νου­με γά­μους νά φέ­ρο­υμε καί ὄρ­γα­να”

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Εἶ­πε Γέρων: «Πα­λαιά, ὅ­ταν ἔμ­παι­νες στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἔ­βλε­πες το­ύς πα­τέ­ρες νά στέ­κων­ται ὄρ­θιοι στά στα­σί­δια, σέ ἔ­πια­νε δέ­ος. Ὑ­πῆρ­χαν  πραγ­μα­τι­κοί μο­να­χοί τό­τε. Τώρα ἀ­γα­ποῦ­με τήν  κα­λο­πέ­ρα­ση»

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Οἱ πα­λαι­οί Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες ζοῦ­σαν  φτω­χι­κά. Ἡ φτώ­χεια τους ἦ­ταν ἑκούσια, τήν προ­τι­μοῦ­σαν, ἄν καί μπο­ροῦ­σαν νά βελ­τι­ώ­σουν τήν ζωή τους. Ἔ­σκα­βαν μέ τήν τσά­πα τόν κῆ­πο τους καί ἔ­βα­ζαν μία σει­ρά κου­κιά, μία σει­ρά φα­σό­λια καί περ­νοῦ­σαν. Ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κοί ἀ­σκη­τές.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Πα­λαι­ά οἱ πα­τέ­ρες ξε­κι­νοῦ­σαν τή νύ­χτα μέ τό φα­νά­ρι καί ἔ­φθα­ναν ξη­με­ρώ­μα­τα στήν κο­ρυ­φή τοῦ Ἄ­θω­να. Πή­γαι­ναν ἀ­πό εὐ­λά­βεια νά προ­σκυ­νή­σουν τόν τό­πο πού πά­τη­σαν τά ἄ­χραν­τα πό­δια τῆς Πα­να­γί­ας, ὅ­ταν πα­ρου­σι­ά­στη­κε στόν ἅ­γιο Μά­ξι­μο τόν Καυ­σο­κα­λύ­βη».

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ἔ­λε­γαν οἱ πα­λαι­οί: “Κρά­τα τήν τα­πεί­νω­ση καί ὁ Θε­ός θά εἶ­ναι μα­ζί σου. Ὅ,τι θέ­λεις κά­νε, ὅ­που θέ­λεις πή­γαι­νε, ἂν ἔ­χης πραγ­μα­τι­κή καί εἰ­λι­κρι­νῆ τα­πεί­νω­ση, ὁ Θε­ός θά εἶ­ναι μα­ζί σου­”.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Δι­η­γή­θη­κε Γέ­ρον­τας Κελ­λι­ώ­της: «Πα­λαι­ά ὑ­πῆρ­χε ἀ­γά­πη. Μπο­ρεῖ καμ­μία φο­ρά νά μά­λλω­ναν, ἀλ­λά τήν ἄλ­λη στιγ­μή ἦ­ταν μα­ζί. Μπι­ζερ­νοῦ­σες (κου­ρα­ζό­σουν) νά λές “εὐ­λο­γεῖ­τε”. Ὅ­λους το­ύς χαι­ρε­τοῦ­σαν σκύ­βον­τας τό κε­φά­λι. Δέν ὑ­πῆρ­χε τό­τε ἡ προ­βειά (προ­σποί­η­ση). Ὅ,τι εἶ­χαν νά σοῦ ποῦν, τό ἔ­λε­γαν μπρο­στά σου μέ ἁ­πλό­τη­τα, ὄ­χι ἀ­πό πί­σω.

ΚΓ΄. Γερω–Μητροφάνης Ἁγιοπαυλίτης

Ἔ­βλε­πε συ­χνά τόν δι­ά­βο­λο ὀ­φθαλ­μο­φα­νῶς. Τό κελ­λί του γέ­μι­ζε δα­ί­μο­νες. Ἕ­νας πά­νω στό ρά­φι, ἕ­νας κά­τω ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι… καί ἦ­ταν ὅ­λοι γυ­μνοί. Τό ἀ­νέ­φε­ρε στόν Γέροντα: «Τί ᾿ναι αὐ­τοί, Γέροντα; Ἔ­ξω χι­ο­νί­ζει, αὐ­τοί ὁ­λό­γυ­μνοι. Δέν κρυ­ώ­νουν; Δέν μέ ἀ­φή­νουν σέ ἡ­συ­χί­α».

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

  Εἶ­πε ὁ γε­ρω–Κων­στάν­τιος ἀ­πό τό Κου­τλου­μου­σια­νό Κελ­λί τῶν Ἀρ­χαγ­γέ­λων, ὁ Γέ­ρον­τας τοῦ  π. Ρα­φα­ήλ: «Μέ ὁ­δη­γό τήν Πα­να­γί­α μας ἄς προ­χω­ρᾶ­με μέ­χρι νά πε­θά­νου­με ἐ­δῶ στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Πρίν ἀ­πό μᾶς ἦ­ταν ἄλ­λοι, τώ­ρα ἐ­μεῖς, ἀρ­γό­τε­ρα ἄλ­λοι θά ἔρ­θουν, ἄν μεί­νη κα­λο­γε­ρι­κό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ὅ­σο πά­ει χά­νει τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος τήν ἡ­συ­χί­α του, τήν εὐ­λά­βεια πρός τά πα­λαι­ά, σέ ὅ,τι βρή­κα­με. Νέ­α παι­διά, νέ­ο πνεῦ­μα κομ­μέ­νο ἀ­πό τήν πα­ρά­δο­ση».

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

     Ο γε­ρω Ἀ­θα­νά­σιος, ἀ­πό τό Κελ­λί τοῦ Ἁ­γί­ου Κλή­μεν­τος, γνώ­ρι­σε πα­λαι­ά στά Καυ­σο­κα­λύ­βια ἀ­σκη­τές πού περ­νοῦ­σαν ὅ­λη τήν ἑ­βδο­μά­δα μέ ἐ­νά­τη, χω­ρίς λά­δι· μό­νον τό Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο κα­τέ­λυ­αν.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

   Εἶ­πε Γέρων: «Οἱ πα­λαι­οί πα­τέ­ρες ἐ­δῶ στήν Σκή­τη Ξε­νο­φῶν­τος, ἐ­πει­δή ἦ­ταν πρῶ­τα στό Ρωσ­σι­κό, εἶ­χαν αὐ­στη­ρή κοι­νο­βια­κή γραμ­μή. Γιά νά πᾶς στόν γε­ί­το­να νά ζη­τή­σης ἕ­να ἐρ­γα­λεῖ­ο, ἔ­πρε­πε νά φο­ρᾶς κοντό καί τά μαλ­λιά νά τἄ­χης μα­ζε­μέ­να μέ­σα στό σκοῦ­φο.

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Πα­λαι­ά στά Καυ­σο­κα­λύ­βια ὑ­πῆρ­χαν Γέ­ρον­τες εὐ­λα­βεῖς, ἐ­νά­ρε­τοι καί ἀ­γω­νι­στές. Ἔ­κα­ναν στό Κυ­ρια­κό μέ­χρι ἑ­ξῆν­τα ἀ­γρυ­πνί­ες ὁ­λο­νύ­κτι­ες τόν χρό­νο. Γε­ρον­τά­κια ὑ­πε­ρή­λι­κες ἔρ­χον­ταν μέ δυ­σκο­λί­α λό­γῳ γή­ρα­τος καί ἀ­σθε­νεί­ας, καί πε­ρί­με­ναν στό Κυ­ρια­κό μι­σή ὥ­ρα, μέ­χρι νά χτυ­πή­ση ἡ καμ­πά­να. Τη­ροῦ­σαν ἀ­λου­σί­α καί εὐ­ω­δί­α­ζαν. Με­τά τήν κοί­μη­σή τους, κα­τά τήν ἀ­να­κο­μι­δή, οἱ κά­ρες τους ἦ­ταν κα­τα­κί­τρι­νες

Σελίδες