Δημοσιεύσεις ετικέτας «ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ»

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Δι­η­γή­θη­κε ὁ πα­πα–Ἀρ­τέ­μιος, πα­λαι­ός Κων­στα­μο­νί­της: «Κα­τά­γο­μαι ἀ­πό τόν Βό­λο καί στόν κό­σμο ἤ­μουν πο­δο­σφαι­ρι­στής. Μοῦ εἶ­παν τρεῖς γνω­στοί μου ὅ­τι θά πή­γαι­ναν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος νά γί­νουν μο­να­χοί.

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γε­ρω–Ἀρ­τέ­μιος ἀ­πό τό Δι­ο­νυ­σι­ά­τι­κο Κελ­λί τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου τοῦ Ψα­ρᾶ, πλη­σί­ον τῶν Κα­ρυ­ῶν, κα­τή­γε­το ἀ­πό τήν Ἤ­πει­ρο καί ἦρ­θε σέ ἡ­λι­κί­α πέν­τε ἐ­τῶν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ὁ πα­τέ­ρας του χή­ρε­ψε μέ τέσ­σε­ρα παι­διά μι­κρά, δύ­ο ἀ­γό­ρια καί δύ­ο κο­ρί­τσια. Τά ἀ­γό­ρια τά ἔ­φε­ρε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί τά κο­ρί­τσια τά ἔ­βα­λε σέ γυ­ναι­κεῖ­ο Μο­να­στή­ρι στήν Κέρκυρα. Ἔ­γι­νε καί αὐ­τός μο­να­χός σέ Μο­να­στή­ρι τῆς Κέρκυρας καί ἀρ­γό­τε­ρα χει­ρο­το­νή­θη­κε ἱ­ε­ρο­μό­να­χος. Ἤ­θε­λε νά ᾿ρθῆ στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, ἀλ­λά ἔ­μει­νε στό Μο­να­στή­ρι του, γιά νά δῆ μή­πως τά κο­ρί­τσια του ὅ­ταν με­γα­λώ­σουν δέν θε­λή­σουν νά γί­νουν μο­να­χές, γιά νά τίς παν­τρέ­ψη. Ἔ­γι­ναν καί οἱ δύ­ο μο­να­χές ὅ­ταν ἐ­νη­λι­κι­ώ­θη­καν καί μά­λι­στα ἡ μί­α ἔ­γι­νε Ἡ­γου­μέ­νη. Ὁ πα­τέ­ρας τους, ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἰ­ω­αν­νί­κιος, εἶ­χε φή­μη Ἁ­γί­ου καί με­τά τήν κο­ί­μη­σή του συ­νέ­χι­σε νά θαυ­μα­τουρ­γῆ.  

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος ὁ Κα­του­να­κι­ώ­της (Γέ­ρον­τας τοῦ π. Ἰ­λα­ρί­ω­νος τοῦ ξυ­λο­γλύ­πτου), γιά νά κα­τα­πο­νῆ τό σῶ­μα του εἶ­χε ἕ­να δι­κέλ­λι καί γυρ­νοῦ­σε καί ἔ­σκα­βε τά πε­ζού­λια τῶν πα­τέ­ρων. Συ­νε­χῶς ψι­θύ­ρι­ζε τήν εὐ­χή καί κα­τά δι­α­στή­μα­τα φώ­να­ζε πιό δυ­να­τά: «Δό­ξα σοι ὁ Θε­ός». Ἔ­σκα­βε ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα, ἔ­τρω­γε κά­τι –αὐ­τό ἦ­ταν ἡ ἀ­μοι­βή του– καί τό βρά­δυ γύ­ρι­ζε στό Κα­λύ­βι του. 

Ὁ κόπος καὶ ἡ φιλοτιμία στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας δὲν πᾶνε οὔτε στὸ ἐλάχιστο χαμένοι

Τίποτε δὲν μᾶς κάνει νὰ ὑποφέρουμε τόσο καὶ νὰ ἀμφιβάλλουμε, ὅσο τὸ νὰ νομίζουμε πὼς μάταια καὶ ἄσκοπα κοπιάζουμε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ…

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

      Εἶ­χε τε­λει­ώ­σει κά­πο­τε τό λά­δι του. Ἄ­να­ψε τό­τε τό καν­τή­λι μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τῶν ἁ­γί­ων τοῦ Κελλιοῦ του καί μέ πί­στη καί ἁ­πλό­τη­τα τούς λέ­γει: «Ἅ­γιοί μου, κα­νο­νίστε. Τό λά­δι τε­λεί­ω­σε. Νά οἰ­κο­νο­μή­σε­τε λί­γο λα­δά­κι νά σᾶς ἀ­νά­βω τό καν­τή­λι καί νά τρώ­ω καί ἐ­γώ». Τήν ἄλ­λη μέ­ρα πού ἀ­νέ­βη­κε στίς Κα­ρυ­ές, βρί­σκει σέ κάποιο μα­γα­ζί ἕ­να δο­χεῖ­ο λά­δι γιά τό Κελ­λί του, χω­ρίς νά γρά­φη ποι­ός τό στέλ­νει. Εὐ­χα­ρί­στη­σε τούς Ἁ­γί­ους γιά τήν γρή­γο­ρη βο­ή­θειά τους. 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Κάποια νύ­χτα ση­κώ­θη­κα νά κά­νω τήν ἀ­γρυ­πνί­α στό κελ­λί μου. Ἔ­κλα­ψα, ἔ­κλα­ψα, ὄ­χι ἀ­πό κα­τά­νυ­ξη, ἀλ­λά ἐ­πει­δή δέν μπο­ροῦ­σα νά στα­θῶ ὄρ­θιος νά κά­νω τήν ἀ­κο­λου­θί­α μου. Ἐ­κε­ί­νη τήν ὥ­ρα πού ἔ­κλαι­γα μέ ἐ­πε­σκί­α­σε ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­νῶ ἤ­μουν σέ τέ­τοι­α κα­τά­στα­ση ἀ­δυ­να­μί­ας, ἦρ­θε κά­ποι­α θέρ­μη μέ­σα μου. Αὐ­τή ἦ­ταν ἡ θε­ί­α χά­ρις. Ὕ­στε­ρα ὅ­λα ἄλ­λα­ξαν». 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Μο­να­χός Κοι­νο­βιά­της βγῆ­κε ἀ­πό τό κα­θο­λι­κό κα­τά τήν διά­ρκεια ἀ­γρυ­πνί­ας σέ μί­α ἁ­πλω­τα­ριά νά πά­ρη λί­γο ἀ­έ­ρα, νά ξε­κου­ρα­σθῆ. Ὅ­πως στε­κό­ταν καί κοι­τοῦ­σε τήν θά­λασ­σα, κά­ποι­α στιγ­μή σκέ­φθη­κε· «και­ρός εἶ­ναι νά πά­ω μέ­σα». Ὁ­πό­τε ἀ­κού­ει μί­α ἄ­γρια φω­νή δί­πλα του· «κά­τσε λί­γο ἀ­κό­μη». Ἔν­τρο­μος ἔ­τρε­ξε πρός τό να­ό. Μά­λι­στα κτύ­πη­σε τό κε­φά­λι του σέ μί­α χα­μη­λή κα­μά­ρα καί τοῦ ἔ­φυ­γε ὁ σκοῦ­φος μέ τό κου­κού­λι, ἀλ­λά ἀ­πό τόν φό­βο του οὔ­τε γύ­ρι­σε πί­σω. Σέ τέ­τοι­α κα­τά­στα­ση εἰ­σῆλ­θε στό ναό. 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Κά­ποι­ος κοι­νο­βι­ά­της μο­να­χός πα­λαιά εἶ­χε τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ ψα­ρᾶ. Ἀ­πό τά ψά­ρια πού ἔ­πια­νε τη­γά­νι­ζε κρυ­φά καί ἔ­τρω­γε. Κάποτε πού ἦ­ταν σέ μί­α ἐ­ξο­χή βρά­χου καί ἔ­κα­νε τίς λα­θρο­φα­γί­ες του, ξε­κό­πη­κε ὁ βρά­χος καί κα­τε­πον­τί­σθη­κε στήν θά­λασ­σα, μα­ζί καί ὁ ἴ­διος. Ὁ βρά­χος φαί­νε­ται μέ­χρι σή­με­ρα καί εἶ­ναι γνω­στός σάν ”βρά­χος τῆς λα­θρο­φα­γί­α­ς”. 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Στά Κα­του­νά­κια σέ μί­α κα­ται­γί­δα ἔ­βλε­παν οἱ Δα­νι­η­λαῖ­οι ἕ­ναν ἀ­σκη­τή πού περ­νών­τας ἀ­πό τό μο­νο­πά­τι εἶ­δε ἕ­ναν Σταυ­ρό πε­σμέ­νο ἀ­πό τόν ἀ­έ­ρα. Ἀ­ψή­φη­σε τήν κα­ται­γί­δα καί προ­σπα­θοῦ­σε νά στη­ρί­ξη τόν Σταυ­ρό. Ξαφ­νι­κά ἐ­κεῖ δί­πλα ἔ­πε­σε κε­ραυ­νός πού ἔ­σχι­σε τήν σω­λῆ­να τοῦ νε­ροῦ σέ μῆ­κος 50 μέ­τρων, καί ὁ μο­να­χός καί ὁ Σταυ­ρός δέν ἔ­πα­θαν τί­πο­τε. Καί με­τά τόν κε­ραυ­νό ὁ γεν­ναῖ­ος ἐ­κεῖ­νος κα­λό­γη­ρος μέ πί­στη δέν ἔ­φυ­γε ἀ­πό ἐ­κεῖ, μέ­χρι πού στε­ρέ­ω­σε τόν Σταυ­ρό. 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ἕ­να γε­ρον­τά­κι ἐ­νά­ρε­το ἀ­πό τό Κελ­λί τοῦ Ἄ­ξι­όν Ἐστι τῆς Κα­ψά­λας ἔ­λε­γε: «Θά ᾿ρθεῖ και­ρός πού ὁ Θε­ός θά πα­ρα­χω­ρεῖ ἀ­σθέ­νει­ες στο­ύς ἀν­θρώ­πους καί στά φυ­τά, καί θά ψά­χνουν οἱ ἄν­θρω­ποι νά βροῦν φάρ­μα­κο. Ὥ­σπου νά βροῦν γιά τήν μία ἀ­σθέ­νεια, θά πα­ρα­χω­ρεῖ ὁ Θε­ός ἄλ­λη». 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Τήν τα­πε­ί­νω­ση σή­με­ρα δύ­σκο­λα τήν βρί­σκεις ὅ­πως καί τήν δι­ά­κρι­ση. Ἀ­γά­πη θά βρεῖς, ἀλ­λοῦ λί­γη ἀλ­λοῦ πο­λλή. Τα­πε­ί­νω­ση ὅ­μως καί δι­ά­κρι­ση δύ­σκο­λα βρί­σκεις· εἶ­ναι καί ἀλ­λη­λέν­δε­τες. Ἡ τέ­λεια δι­ά­κρι­ση εἶ­ναι ση­μεῖ­ο ἁ­γι­ό­τη­τος».  

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Ἡ με­τά­νοι­α εἶ­ναι με­γά­λη ἀ­ρε­τή», ἔ­λε­γαν οἱ πα­λαι­οί, «καί χω­ρίς αὐ­τήν δέν σω­ζό­μα­στε».    
«Ὅ­σοι ἔ­με­ναν στήν με­τά­νοιά τους μέ­χρι τέ­λους, ἔ­κα­ναν ἀ­ρε­τή». 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Εἶ­πε Γέρων: «Πε­νῆν­τα πέν­τε χρό­νια εἶ­μαι ἐ­δῶ. Ἐ­χθές ἦρ­θα, αὔ­ριο φε­ύ­γω».   
Εἶ­πε Γέ­ρων: «Μία φο­ρά πού ἔ­κα­να κα­νό­να τή νύ­χτα στό κελ­λί μου εἶ­δα φῶς καί αἰ­σθάν­θη­κα μία ἀλ­λοί­ω­ση». 

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Ὅ­ποι­ος μι­λᾶ γιά ἀ­ρε­τές, κρύ­βει τά πά­θη του, καί ὅ­ποι­ος μι­λᾶ γιά πά­θη, κρύ­βει τίς ἀ­ρε­τές του». 

Σελίδες