ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΣ

«Θα περάσουμε δύσκολες μέρες, γιατί ο κόσμος δεν εξομολογείται, και αυτοί που εξομολογούνται δεν κάνουν καθαρά εξομολόγηση»

Ὁ μακαριστός γέροντας Νεόφυτος (κατά κόσμον Ναούμ Σκαρκαλᾶς), πού ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τόν Μάιο τοῦ 2005, ἄφησε μνήμη πολύ ἐναρέτου καί ἁγίου ἀνδρός. Ἐφλέγετο ἀπό διάπυρο ἔρωτα πρός τόν Θεό καί τήν ἁγία Του Ἐκκλησία, τήν ὁποία διηκόνησε μέ πολύ ζῆλο, μέ ὅλη τήν ζωή του..

Σειρά Βιβλίων Ιστοριομνημοσύνη – “Δημήτρης Μακρής: Ο Κλέφτης του Ζυγού”

Ἡ Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη «ἐπέλεξε νὰ προβεῖ στὴν ἔκδοση ἑνὸς βιβλίου γιὰ ἕναν ἥρωα τοῦ 1821, ἑνὸς ἥρωα τῆς Ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας, καὶ μάλιστα τὸν κατ’ ἐξοχὴν ὑπερασπιστὴ τοῦ Μεσολογγίου στὴν περίοδο τῆς Πολιορκίας του. Ὁ καπετάνιος Δημήτρης Μακρῆς συμβολίζει τὸν ἡρωικότερο τῶν ἁγνῶν ἀπελευθερωτῶν, τὸν ἁγνότερο τῶν ἡρώων καὶ τὸν ἀφανέστερο τῶν ἐνδόξων».

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ια΄. Ἀθηνᾶ Σγούρου

«Ἀ­πό ποῦ;», τήν ρώ­τη­σαν οἱ ἀ­δελ­φές της. «Ἀ­κοῦ­στε καί θά σᾶς πῶ. Βρέ­θη­κα σέ σκο­τά­δι βα­θύ καί ἤ­θε­λα νά προ­χω­ρή­σω, νά φύ­γω ἀ­πό ἐ­κεῖ, νά δῶ φῶς. Μοῦ φά­νη­κε πώς κά­ποι­ος ἦ­ταν κοντά μου καί ὅ­πως προ­χω­ροῦ­σα, μέ συ­νώ­δευ­ε. Ἤ­ξε­ρε καί τ᾿ ὄ­νο­μά μου καί μοῦ εἶ­πε:

ς΄. Καβιώτης Κώστας, διά Χριστόν σαλός

Ολοι οἱ Κα­ρυ­ῶ­τες γνώ­ρι­ζαν τόν γε­ρω–Κώστα καί τοῦ ἔ­δει­χναν ἀ­γά­πη καί συμ­πά­θεια. Τόν ἔ­βλε­παν νά πε­ρι­φέ­ρε­ται στίς Κα­ρυ­ές, νά λει­τουρ­γῆ­ται τα­κτι­κά στό Πρω­τᾶ­το, νά κά­νη τίς τρέλ­λες του, καί ὅ­λοι ἦ­ταν σέ ἀ­πο­ρί­α.

ΙΔ’. Γερω–Δαυΐδ Διονυσιάτης (και Ηχητικό)

Ἀλ­λ᾿ αὐ­τός δέν φο­βό­ταν τόν δι­ά­βο­λο. Εἶ­χε συ­νη­θί­σει μέ τά πει­ράγ­μα­τά του, για­τί συ­χνά πά­λευ­αν σῶ­μα μέ σῶ­μα. Τά ὅ­πλα του ἦ­ταν τό ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ καί ἡ ἐ­πί­κλη­ση τῆς Πα­να­γί­ας, τά ὁ­ποῖ­α ἔ­κα­ναν νά ἐ­ξα­φα­νι­σθῆ ὁ δι­ά­βο­λος. Κάποτε πού τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­κε σάν δρά­κον­τας, χω­ρίς νά τόν φο­βη­θῆ κα­θό­λου ὁ Δῆ­μος, τόν ἔ­πια­σε ἀ­πό τήν οὐ­ρά καί τόν πέ­τα­ξε μα­κρυά.

IZ΄. Ἡγούμενος Ἀνδρέας Ἁγιοπαυλίτης

«Ὁ  Με­νά­γιας ἦ­ταν προ­σω­πι­κός φί­λος τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος τοῦ εἶ­χε χα­ρί­σει μία φω­το­γρα­φί­α του καί ἕ­να κομ­πο­σχο­ί­νι. Τό­τε ἐ­κεῖ στόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο με­ρι­κοί ἀμ­φι­σβη­τοῦ­σαν τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου. Ὁ Με­νά­γιας γιά νά τούς ἀ­πο­δεί­ξη ὅ­τι εἶ­ναι Ἅ­γιος ὁ Πεν­τα­πό­λε­ως Νε­κτά­ριος, πῆ­ρε μία λε­κά­νη, ἔ­βα­λε ἀ­λεύ­ρι καί νε­ρό, τά ἀ­να­κά­τε­ψε, ἀ­πό πά­νω ἔ­βα­λε τό κομ­πο­σχο­ί­νι τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου καί ἀ­πό μό­νο του χω­ρίς προ­ζύ­μι φού­σκω­σε».

Άγνωστα Συναξάρια – Ἅγιος Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης

Ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης κατατάσσεται μεταξὺ τῶν μεγάλων μοναστῶν τῆς Παλαιστίνης, ἐξαιτίας τῶν πολλῶν χαρισμάτων του, τῶν θείων ἐνοράσεων καὶ ἐλλάμψεων καὶ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἀνταμείφθηκε. Πῶς ὅμως τὰ ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος ὅλα αὐτὰ καὶ πῶς φτάνει σὲ τόσο μεγάλα πνευματικὰ ὕψη;

Ὄνειρον Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, ἀμίσθου ἱεροψάλτου (εκοιμήθη στις 3 Ιανουαρίου 1911)

Ὁ γέρων τῆς Σκιάθου σχεδιάζει τὸ τελευταῖο του διήγημα, λίγο προτοῦ ἀποδημήσει, παραμονὲς τῶν Φώτων.
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, υἱὸς τοῦ ἱερέως Ἀδαμαντίου Ἐμμανουήλ, διηγηματογράφος καὶ ἱεροψάλτης, ὠνειρεύθη τὴν νύκτα τῆς 2ας πρὸς 3ην Ἰανουαρίου 1911, εἰς τὴν Σκίαθον, ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὰς Ἀθήνας, ἔλαβε δὲ σημείωμα τοῦ Βλ. Γαβριηλίδου…..

Ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ εἶπε: «Μήν ἐμβολιαστῆτε καί θά σωθῆτε…»

Νά πῆς στόν γυιό σου ὅτι μίλησες μαζί μου (μ᾿ ἕνα μελαχρινό ἀγόρι) καί θά τοῦ πῆς νά μετανοήση, γιατί ἀπό σήμερα σέ 7 χρόνια θά ἔρθη ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ καί θά καρφώση τήν πύρινη ρομφαία του ἐκεῖ πέρα (ἔδειχνε πρός Ἡγουμενίτσα κέντρο) καί τότε θά τελειώση ὅλο αὐτό πού θά ζήσετε αὐτά τά 7 χρόνια. Μετά θά ζήσετε γιά πολλά–πολλά χρόνια ἐν Χριστῷ…

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – ε΄. Μαρία Μιχαήλ [1]

Μέ τήν μεγάλη πίστη της στόν Θεό ὕψωνε τά χέρια καί τά μάτια στόν οὐρανό καί ἔλεγε: «Δοξάζω Σε, Θεέ μου, πού μοῦ τούς ἐπῆρες, Εὐχαριστῶ  Σε, Θεέ μου». Αὐτό τό ἐπαναλάμβανε πολλές φορές κλαίγοντας καί πρόσθετε: «Δέν θά τά βάλω μέ τόν Θεό. Ποιά εἶμαι ἐγώ; Ἔτσι ἤθελε ὁ Θεός». Βάπτισε  δύο κοριτσάκια πολύ φτωχῆς οἰκογένειας καί ἔδωσε τά ὀνόματα τῶν πεθαμένων κοριτσιῶν της, ὀνομάζοντάς τα Στυλιανή καί Χρυστάλλα.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιε΄. Ὁ κοσμοκαλόγηρος Δημήτριος ὁ καλυβίτης

Ἂν καί ἀ­πέ­φευ­γε νά ἀ­να­φέ­ρη τίς πνευ­μα­τι­κές ἐμ­πει­ρί­ες πού ἔ­ζη­σε στήν κα­λύ­βα αὐ­τή, ἦ­ταν βέβαιο ἀ­πό μι­σό­λο­γα πού τοῦ ξέ­φευ­γαν ὅ­τι εἶ­χε ἐ­πι­σκέ­ψεις τῆς Πα­να­γί­ας καί πολ­λῶν Ἁ­γί­ων˙ πολ­λά πρω­ϊ­νά, ἂν τυ­χόν τόν ἔ­βλε­πε κα­νείς, τό πρό­σω­πό του ἦ­ταν φω­τει­νό καί ἔ­λαμ­πε.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιδ΄. Τατιανή Σαββίδου

Αὐ­τό τό δι­η­γή­θη­κε στήν Τα­τια­νή καί ἐ­κεί­νη τοῦ εἶ­πε: «Ἔ! π. Χρῆ­στο. Δέν ξέ­ρεις ὅ­τι οἱ Ἅ­γιοι εἶ­ναι γύ­ρω μας; Ἐ­γώ πολ­λές φο­ρές ἐ­δῶ στόν ἁ­η–Γι­ώρ­γη ἔ­χω δεῖ καί Ἀγ­γέ­λους καί Ἁ­γί­ους».

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – Ϲ΄. Κυριᾶκος, ὁ παράλυτος

Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες παρουσιάστηκε κάτι σάν σύννεφο φωτεινό πάνω ἀπό τό κρεββάτι του καί τόν ἔλουζε μέ ἄσπρο φῶς. Τά ἄτομα πού τό εἶδαν, εἶπαν ὅτι μοιάζη μέ τό Ἅγιο Φῶς στόν Πανάγιο Τάφο. Μέσα σ᾿ αὐτό τό φῶς, τό πρόσωπό του ἔλαμπε σάν νά εἶχε δικό του φῶς. 

Προσφορά στα “ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ Παλαιῶν Διδασκάλων”

Τὸ βιβλίο μὲ ρίζες στὴν ψαλτικὴ παράδοση τοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ, τὴν Βυζαντινὴ παράδοση, σκοπὸ ἔχει νὰ ἀναδείξει καὶ διαδώσει αὐτὰ τὰ σπουδαῖα λειτουργικὰ μουσικὰ κείμενα μεγάλων μελουργῶν. Εἶναι ἕνα ἐφόδιο πολὺ χρήσιμο γιὰ διδασκάλους καὶ γενικὰ μουσικοὺς ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν βυζαντινὴ μουσική, καθὼς καὶ γιὰ τοὺς ἱεροψάλτες γιὰ χρήση στὸ ἱερὸ ἀναλόγιο. Ἀπαραίτητο βοήθημα γιὰ ὅσους ἀγαποῦν τὴν Ψαλτική.

ΚΑ΄. Ὁ μυστηριώδης ἔγκλειστος Ἡρωδίων

Τό δύ­σκο­λο ἔ­τος 1986, πού ἔ­κα­νε βα­ρύ χει­μῶ­να καί με­γά­λες πα­γω­νι­ές, δέν ἐ­ξη­γεῖ­ται ἀν­θρω­πί­νως  πῶς μπό­ρε­σε καί ἄν­τε­ξε. Μά­λι­στα κυ­κλο­φο­ροῦ­σε ξυ­πό­λυ­τος μέ­σα στό Κελ­λί του. Δέν εἶ­χε κρεβ­βά­τι καί ποτέ του δέν ξάπλωνε∙ πάν­τα στε­κό­ταν ὄρ­θιος ἤ ἀ­κουμ­ποῦ­σε λί­γο στήν ἄ­κρη ἑ­νός πάγ­κου πού ἦ­ταν γε­μᾶ­τος πράγ­μα­τα πα­λαι­ά γιά τά σκου­πί­δια

Παρουσίαση του βιβλίου της Ε.ΡΩ. «Ο Πατήρ Αιμιλιανός Δημοσθένους» στην Κύπρο

Το βιβλίο περιλαμβάνει εκτός από στοιχεία για το βίο του πατρός Αιμιλιανού, τις διδαχές του, μαρτυρίες πνευματικών του παιδιών και ανθρώπων που τον γνώρισαν

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – θ΄. Νικόλαος Σαββούδης

Ὅ­λα αὐ­τά τά βι­βλί­α τά με­λε­τοῦ­σε ὁ μπαρ­μπα–Νι­κό­λας καί φαί­νε­ται πώς προ­σπα­θοῦ­σε νά βά­λη σέ ἐ­φαρ­μο­γή τήν πα­τε­ρι­κή δι­δα­σκα­λί­α γι᾿ αὐ­τό ἐ­κτός ἀ­πό τήν σι­ω­πή ἦ­ταν στο­λι­σμέ­νος καί μέ ἄλ­λες ἀ­ρε­τές. Πο­τέ δέν ἀ­σχο­λεῖ­το μέ τούς ἄλ­λους. Ἄν καί τόν πε­ρι­έ­παι­ζαν οἱ συγ­χω­ρια­νοί του, αὐ­τός τούς ἀντι­με­τώ­πι­ζε μέ τήν σι­ω­πή του καί μ᾿ ἕ­να ἐ­λα­φρό μει­δί­α­μα.

ΚΒ΄. Ἡγούμενος Εὐθύμιος Ζωγραφίτης

Κά­πο­τε πού με­τέ­φε­ρε χόρ­τα μέ τό τρα­κτέρ τόν πῆ­ρε ὁ ὕ­πνος πά­νω στό τι­μό­νι καί  ἔπε­σε μέ τό τρα­κτέρ στό πο­τά­μι. Τότε, τοῦ ξα­ναεμ­φα­νί­σθη­κε ἡ Πα­να­γί­α. Τόν ἔ­σω­σε, χω­ρίς νά πά­θη τί­πο­τε, καί τοῦ εἶ­πε: «Δέν  πρέ­πει νά κά­νης ὑ­περ­βο­λές. Ἄν δέν εἶ­χα ἔρ­θει, τί θά πά­θαι­νες!».

Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – Ἀντιμισθία ἐλέους πρός τούς κεκοιμημένους

Μία νο­σο­κό­μα σέ με­γά­λο Νο­σο­κο­μεῖ­ο τῶν Ἀ­θη­νῶν, ἡ Ἀ., δι­η­γή­θη­κε στόν π. Συ­με­ών τόν Ἁ­γιο­­ρεί­τη πού ἐγκα­τα­βιώ­νει στήν Καλ­λιά­γρα: «Εἶ­χα σκλή­ρυν­ση κα­τά πλά­κας καί ἤ­μουν στά πρό­θυ­ρα τῆς πα­ρα­λύ­σε­ως. Οἱ για­τροί μοῦ ἔ­δω­σαν ἕ­να μῆ­να ἄ­δεια. Ἐ­νῶ ἤ­μουν ξα­πλω­μέ­νη στό κρεβ­βά­τι ἀλλά ξύ­πνια, βλέ­πω τήν Πα­να­γί­α νά μοῦ λέ­γη: «Ἀ., σή­κω ἐ­πά­νω, εἶ­σαι κα­λά πλέ­ον.

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – δ΄. Κωνσταντῖνος Μικρός, ὁ εὐλαβής νεωκόρος

Ἀκοῦς τί σοῦ λέω; Νά φύγης τώρα ἀμέσως! Κι ὅταν φτάσης ἀπέναντι, στό νησί, τότε θά γίνη κι ἡ συνθηκολόγηση. Τράβα μπροστά καί μή φοβᾶσαι! Καί ποιός εἶσαι ἐσύ πού μοῦ τά λές ὅλα αὐτά;, ρώτησε ἀπορημένος ὁ Κώστας. Εἶμαι ὁ Ἅγιος Δημήτριος!, ἀπάντησε ὁ νεαρός στρατιώτης καί ἀμέσως ἐξαφανίστηκε ἀπό μπροστά του.

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – γ΄. Σπυρίδων Μηνέττος, ὁ κοσμοκαλόγηρος

Ἔτρεχε καί ἀνέβαινε στόν ὄροφο καί μόλις ἄνοιγε τήν πόρτα ὅλα ἡσύχαζαν. Ὁ θεῖος στό χαμηλό του κρεββάτι τουρτούριζε ἀπό τό κρύο μέσα στήν μέση τοῦ χειμῶνα χωρίς σκεπάσματα. Αὐτά ἦταν πεταμένα στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ δωματίου. «Συγγνώμη, ἀδελφή, πού σέ ξύπνησα. Μέ πειράζει ὁ δαίμονας, μέ τραντάζει καί μοῦ πετάει τά σκεπάσματα!».

Ε’. Ἀσκητής Γαβριήλ Καρουλιώτης

Κά­ποι­ον νέ­ο πού πέ­ρα­σε ἀ­πό τό Ἀ­σκη­τή­ριό του καί τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά τόν κρα­τή­ση γιά μο­να­χό, ὁ Γέ­ρον­τας ἄν καί ἤ­θε­λε ὑ­πο­τα­κτι­κό τόν ἔ­δι­ω­ξε, για­τί αἰ­σθάν­θη­κε δυ­σω­δί­α. Ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τοῦ τοῦ νέ­ου δι­κα­ί­ω­σε τόν γέ­ρον­τα Γα­βρι­ήλ καί ἀ­πέ­δει­ξε τήν γνη­σι­ό­τη­τα τοῦ χα­ρί­σμα­τός του. Ὁ ἀ­νω­τέ­ρω νέ­ος, ἔ­γι­νε μέν μο­να­χός, ἀλ­λά ὕ­στε­ρα ἀ­πέ­βα­λε τό Σχῆ­μα· ὄ­χι μό­νο παν­τρε­ύ­τη­κε ἀλ­λά ἔ­γι­νε καί μο­να­χο­μά­χος, ἁ­γι­ο­μά­χος καί θε­ο­μά­χος.

Ασκητές μέσα στον Κόσμο Α’ – Η Παναγία Προυσσιώτισσα διώχνει την θανατηφόρο γρίππη – 1/11/1918

Διηγήθηκε η Μεσολογγίτισσα Γεωργία Μωραΐτου: «Το έτος 1918 έπεσε θανατηφόρα γρίππη στο Μεσολόγγι. Παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες των γιατρών, ο ένας μετά τον άλλον κολλούσαν γρίππη και μετά από λίγες μέρες πέθαιναν εξαντλημένοι.

Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – Οἱ προσκυνητές τοῦ Παναγίου Τάφου – Ἡ Παναγία θέλει να τιμοῦμε το «Ἄξιόν ἐστιν»

Ἄλ­λοι ἐρ­γά­ζο­νταν ἀ­φι­λο­κερ­δῶς γιά ἕ­να ἑ­ξά­μη­νο στά ἐ­κεῖ μο­να­στή­ρια καί προ­σκυ­νή­μα­τα ὡς κτί­στες καί ἐρ­γά­τες. Προ­σκυ­νοῦ­σαν σ᾽ ὅ­λα τά πα­νά­για προ­σκυ­νή­μα­τα, βα­φτί­ζονταν στόν Ἰ­ορ­δά­νη πο­τα­μό καί ἔ­παιρ­ναν μα­ζί τους τό Ἅ­γιο φῶς καί δι­ά­φο­ρες εὐ­λο­γί­ες, ὅ­πως σταυ­ρου­δά­κια, σά­βα­να, κε­ριά κ.ἄ.  

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιθ΄. Λαμπρινή Βέτσιου

Δέν ἀγα­ποῦ­σε τά χρή­μα­τα, ἦταν ἀνάρ­γυ­ρη. Τό μό­νο πού τήν ἐν­διέ­φε­ρε ἦταν νά μπο­ρῆ νά κά­νη ἐλε­η­μο­σύ­νες καί νά βο­η­θᾶ τόν κό­σμο. Ὅλη τήν σύ­ντα­ξή της τήν μοί­ρα­ζε σέ ἐλε­η­μο­σύ­νες. Ἐπί­σης ὅταν τά παι­διά της τῆς ἔδι­ναν χρή­μα­τα, τά διέ­θε­τε καί αὐ­τά γιά νά βο­η­θᾶ φτω­χούς.

ΙΓ’. Γερω–Γεώργιος τοῦ «Φανερωμένου»

Κάποτε, ἐ­νῶ δι­ά­βα­ζε τήν ἀ­κο­λου­θί­α του, κά­τι τόν πα­ρα­κί­νη­σε ἐ­σω­τε­ρι­κά νά πῆ το­ύς χαι­ρε­τι­σμο­ύς τῆς Πα­να­γί­ας. Ἔ­φυ­γε ἀ­πό τό στα­σί­δι καί πῆ­γε μπρο­στά στήν εἰ­κό­να της. Ἐ­νῶ ἔ­λε­γε το­ύς Χαι­ρε­τι­σμο­ύς, ξαφ­νι­κά πέ­φτει ἕ­να τοῦ­βλο με­γά­λο μέ σο­βᾶ, ἀ­κρι­βῶς στό μέ­ρος πού στε­κό­ταν προ­η­γου­μέ­νως.  Ἄν  κα­θό­ταν  ἐ­κεῖ,  θά  τόν  εἶ­χε  σκο­τώ­σει. Ἀλ­λά ἡ Πα­να­γί­α τόν ἔ­σω­σε μ᾿ αὐ­τόν τόν τρό­πο. Πῆ­γε στούς­ γείτονές του, το­ύς Τρυ­γω­νά­δες, καί τό δι­ηγή-θηκε μέ δά­κρυ­α λέ­γον­τας ὅ­τι ἔ­γι­νε θαῦ­μα.

Άγνωστα Συναξάρια – Ἡ Ἁγία Μάρθα

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζοντας ὅλα τά πνευματικά της προσόντα, τήν πίστη της καί τήν κατά Χριστόν ζωήν της, τήν κατέταξε εἰς τό Ἁγιολόγιόν της, ὡς γενομένη Εὐωδία Θεοῦ καί κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ὥρισε νά ἑορτάζεται ἡ μνήμη της τήν τετάρτη Ἰουλίου ἑκάστου ἔτους.

Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης – Διηγήσεις: “Ἐπικοινωνία μέ Ἁγίους”,”Συλλειτουργοῦσε μέ Ἀγγέλους”

Ο ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Ρῶσ­σος γυ­ρί­ζει πλευ­ρό στήν λάρ­να­κα (καί) κά­που κά­που ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται. Ἡ εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Χα­ρα­λάμ­πους ἔ­φυ­γε (ἀ­πό τήν θέ­ση της) καί πῆ­γε καί στά­θη­κε ὀρ­θή (σέ ἄλ­λο μέ­ρος)

Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης – Διηγήσεις: “Ἐμφάνιση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσσου”

Πο­λύς κό­σμος ἔρ­χε­ται στή Χά­ρη μου, ἀλ­λά λίγα εἶ­ναι τά τέ­κνα μου. Οἱ πι­στοί εἶ­ναι πο­λύ λί­γοι. Νο­μί­ζουν πώς κοι­μᾶ­μαι στήν λάρ­να­κα. Ἐ­γώ εἶ­μαι ζων­τα­νός. Δέν μέ βλέ­πουν. Ἐ­γώ ὅ­λους τούς βλέ­πω. Καί φεύ­γω πολ­λές φο­ρές ἀ­πό τήν ἁ­γί­α λάρ­να­κα.Αὐ­τοί δέν μέ βλέ­πουν, δέν μ᾽ ἀ­κοῦν, ἐ­γώ ὅ­μως τούς βλέ­πω, τούς ἀ­κού­ω τί λέ­νε.

Β. Ἡσυχαστής παπα–Δανιήλ Ἁγιοπετρίτης

Κάποτε ἕ­νας Γέ­ρον­τας ἔ­στει­λε τό κα­λο­γέ­ρι του νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ στόν πα­πα–Δα­νι­ήλ. Τό κα­λο­γέ­ρι πῆ­γε, χτύ­πη­σε τήν πόρ­τα καί εἶ­πε τό «Δι᾿ εὐ­χῶν…», ἀλ­λά δέν πῆ­ρε ἀ­πό­κρι­ση. Κο­ί­τα­ξε τό­τε ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί εἶ­δε τόν πα­πα–Δα­νι­ήλ γο­να­τι­στό κά­τω ἀ­πό τόν πο­λυ­έ­λαι­ο νά προ­σε­ύ­χε­ται καί νά εἶ­ναι μέ­σα σέ φλό­γες.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιγ΄. Σοφία Σαμαρᾶ

Καί μέ τήν βο­ή­θεια τῆς Πα­να­γί­ας τό παι­δί περ­πά­τη­σε καί ἄ­φη­σε γι­ά πάν­τα ἐ­κεῖ τίς πα­τε­ρί­τσες. Φεύ­γον­τας εὐ­χα­ρί­στη­σαν οἱ γο­νεῖς καί ἄ­φη­σαν χρή­μα­τα. Ἐ­κεῖ ἦ­ταν πού ἐ­ξα­γρι­ώ­θη­κε ἡ για­γιά καί εἶ­πε: “Για­τί τό χα­λᾶ­τε τώ­ρα; Για­τί χα­λᾶ­τε τήν εὐ­λο­γί­α πού πή­ρα­τε; Δέν θέ­λω τί­πο­τε.Νά πᾶ­τε στήν εὐχή τῆς Πα­να­γί­ας. Πά­ρε τόν σα­τα­νᾶ (χρή­μα­τα) ἀ­πό τό τρα­πέ­ζι, θά μοῦ λε­ρώ­σει τήν εὐ­λο­γί­α. Για­τί ἡ εὐ­λο­γί­α δέν πλη­ρώ­νε­ται. Ἐ­μέ­να ὁ Θε­ός μοῦ τό ἔ­δω­σε δω­ρε­άν καί πῶς τώ­ρα νά πά­ρω λε­φτά;”

Ζ’. Ἐρημίτης παπα–Τύχων

Στήν Λει­τουρ­γί­α ἔ­βλε­παν νά ἀλ­λοι­ώ­νε­ται τό πρό­σω­πό του. Τά μά­τια του μέ­σα στό σκο­τά­δι ἦ­ταν πο­λύ φω­τει­νά. Πάν­τα λει­τουρ­γοῦ­σε μέ κα­τά­νυ­ξη καί δά­κρυ­α. Τήν ὥ­ρα τῆς θε­ί­ας Λει­τουρ­γί­ας τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τό δι­ά­βα­ζε μέ δά­κρυ­α. Μέ δά­κρυ­α σή­κω­νε τά Ἅ­για καί ἔ­κα­νε τήν Εἴ­σο­δο, ἐ­κτός βέ­βαι­α ἀ­πό τίς ἁρ­πα­γές καί τίς θεῖ­ες ὀ­πτα­σί­ες πού εἶ­χε.

Σελίδες