Ἡ Γωνιὰ τῆς Γλώσσας

ἐπιμέλεια: Γεώργιος Ἰ. Βιλλιώτης

Ἡ Γλῶσσα μας εἶναι πατρίδα μας!

Ἄγρυπνο εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ἑνωμένης Ρωμηοσύνης γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα. Ἡ Γλῶσσα μας εἶναι ὁ ἕνας πνεύμονας τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ ἄλλος εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ ἱστότοπός μας δημοσιεύει συχνὰ κείμενα δoκίμων συγγραφέων μὲ γλωσσικὰ θέματα. Ἡ ΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ εἶναι μία μόνιμη ἱστο-στήλη ποὺ σκοπὸ ἔχει νὰ εὐαισθητοποιήσῃ τοὺς ἐπισκέπτες τοῦ ἱστοτόπου γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Στὴν ΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ σχολιάζουμε, ἐξηγοῦμε τὰ συχνὰ λάθη, παραθέτουμε ἀπαιτητικὲς λέξεις γιὰ τὸν ἐμπλουτισμὸ τοῦ λεξιλογίου μας, προτείνουμε ἑλληνολεκτικὰ ἰσοδύναμα γιὰ ξένες λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἄκριτα, ἀνακαλύπτουμε ἀθησαύριστες λέξεις, ἀναλύουμε παροιμίες, ἀποφθέγματα καὶ ἄλλα πολλά. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ εἰς τὸ ἑξῆς δὲν θὰ ἀνεβάζω μόνο δικά μου ἄρθρα, ἀλλὰ καὶ τοῦ συνεργάτη μας, ἐγκρατοῦς φιλολόγου καὶ ἀγαπητοῦ φίλου κ. Ἀντωνίου Ἀ. Ἀντωνάκου. Ὅποιος θέλει νὰ συνδράμῃ σὲ αὐτὴν τὴν προσπάθεια μπορεῖ νὰ μᾶς στέλνῃ τὶς παρατηρήσεις του, τὶς ἀπορίες του, καθὼς καὶ ἐκπαιδευτικὸ ὑλικὸ γιὰ τὴν Γλῶσσα μας.

Μὲ ἐκτίμηση

Γεώργιος Ἰ. Βιλλιώτης

Τελευταία ἀνάρτηση

Η ΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ – Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη: ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΕΣΠΕΡΑΣ, Τροπάριο Γεωργίου Ἀκροπολίτου

Η ΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη

 

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΕΣΠΕΡΑΣ

Τροπάριο Γεωργίου Ἀκροπολίτου

«Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτῖνας καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγὲν τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ ὁ Ἰωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλὰτῳ καὶ καθικετεύει λέγων· Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδε ξενίζειν τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὅς ὡς ξένος οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ. Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅν ἡ μήτηρ ὁρῶσα, νεκρωθέντα, ἐβόα· Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι καὶ καρδίαν σπαράττομαι νεκρὸν σε καθορῶσα, ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω. Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα, ὅ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνη κατέθετο ἐν τὰφῳ τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος».

 

Ὁ ποιητὴς ἀξιοποιῶντας τὸ σχῆμα τῆς ἀναφορᾶς, τὸ ὁμοιοτέλευτο, τὴν παρωνομασία καὶ ὅλες τὶς σημασιακὲς ἀποχρώσεις τοῦ ἐπιθέτου ξένος συνθέτει ἕνα ἐκτενὲς τροπάριο ἀπαράμιλλης ἀξίας.

διαρρήγνυμι = ξεσχίζω, διασπῶ, ἐκρήγνυμαι, ξεσπῶ, σκάζω, ἀπὸ τὴν πολυφαγία,· ἀπὸ τὸ πάθος, 

ξένος = 1. φίλος ποὺ γίνεται δεκτὸς ὡς φιλοξενούμενος, δηλ. ὁποιοσδήποτε πολίτης ξένης πόλης μὲ τὸν ὁποῖον ὑπάρχει συνθήκη φιλοξενίας τόσο γι’ αὐτὸν ὅσο καὶ γιὰ τοὺς κληρονόμους του, συνθήκη ποὺ ἐπιβεβαιώνεται μὲ ἀμοιβαῖα δῶρα (ξένια) καὶ μὲ ἐπίκληση στὸν Δία (Ζὲὺς ξένιος), 2. λέγεται γιὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο μέρη ποὺ συνδέονται μὲ δεσμοὺς φιλοξενίας, δηλ. εἴτε γιὰ τὸν φιλοξενούμενο εἴτε γιὰ τὸν ξεινοδόκον, οἰκοδεσπότη, ξενοδόχο, 3. ὁποιοσδήποτε ἔχει δικαίωμα στὴ φιλοξενία, ἀλλοδαπός, πρόσφυγας, ἐπισκέπτης 4. κάθε ξένος ἢ ἀλλοδαπός, ὁ ὅρος, γιὰ λόγους εὐγένειας, χρησιμοποιοῦνταν γιὰ ὁποιονδήποτε τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦταν ἄγνωστο, καὶ ἡ προσφώνηση «ὦ, ξένε» ἔφθασε νὰ σημαίνῃ κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸ «ὦ, φίλε» 5. ξένος, ἀλλοδαπός, ἀλλοεθνής, ἀλλόφυλος, 6. παράδοξος, παράξενος, ἀσυνήθιστος

ξενίζω (ξένος) = 1. ὑποδέχομαι ἢ περιποιοῦμαι ξένους, ὑποδέχομαι ὡς οἰκοδεσπότης, προσφέρω σὲ κάποιον (ξένο) πολλὰ δῶρα ὡς δεῖγμα φιλοξενίας, Παθ., φιλοξενοῦμαι, ἀπολαμβάνω τὶς φροντίδες ὡς φιλοξενούμενος, εἶμαι περίεργος, παράξενος ἢ ἀσυνήθιστος. 

ἀποξενόω = ἀπομακρύνω κάποιον ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὴν πατρίδα του, ἀπελαύνω, ἐξορίζω

τίτρώσκω = 1. τραυματίζω, πληγώνω, 2. γενικά, βλάπτω, καταστρέφω, 3. μεταφ., λέγεται γιὰ κρασί, προξενῶ ζημιά, βλάπτω

δυσωπέω = (ὤψ)· 1. κάνω κάποιον νὰ «κατεβάσῃ τὰ μάτια», τὸν ντροπιάζω, ἀπολ., εἶμαι ἐνοχλητικός, φορτικός, πιεστικός, στὴν Παθ., ταράζομαι, θορυβοῦμαι, ἐνοχλοῦμαι, «χάνω τὸ χρῶμα μου», 2. ντρέπομαι γιά.

ἐνειλέω = ἐνείλλω, περιτυλίγω μέσα, ὁμόρριζο: εἰλητάριο

Ὁ Ἰωσήφ, ὅταν εἶδε ὅτι ὁ ἥλιος ἔκρυψε τὶς ἀκτῖνες του καὶ ὅτι τὸ καταπέτασμα σχίσθηκε λόγῳ τοῦ θανάτου τοῦ Σωτῆρος, προσῆλθε στὸν Πιλάτο καὶ τὸν καθικετεύει, λέγοντας: Δῶσε μου τοῦτον τὸν ξένον, ὁ ὁποῖος ἀπὸ βρέφος ζοῦσε στὸν κόσμο σὰν ξένος· δῶσε μου τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ὁποῖο, μισοῦντες οἱ ὁμόφυλοί του, θανατώνουν σὰν ξένον· δῶσε μου τοῦτον τὸν ξένον, ποὺ ξενίζομαι νὰ βλέπω τὸ παράδοξο τοῦ θανάτου· δῶσε μου τοῦτον τὸν ξένον, ὁ ὁποῖος γνωρίζει νὰ περιποιῆται τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους· δῶσε μου τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ὁποῖο οἱ Ἑβραῖοι ἀπὸ φθόνο ἀποξένωσαν ἀπὸ τὸν κόσμο· δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, ὁ ὁποῖος, σὰν ξένος, δὲν ἔχει ποῦ ν’ ἀκουμπήσῃ τὴν κεφαλὴ του· δῶσε μου τοῦτον τὸν ξένο, τὸν ὁποῖο ἡ Μητέρα, ἀτενίζουσα νεκρό, ἐβόα: Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, ἂν καὶ ὁ πόνος πληγώνει τὰ σπλάχνα μου τὴν καρδιά μου, ὅταν σὲ βλέπω νεκρό, ὅμως ἀναθαρρῶντας ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή σου, σὲ δοξάζω. Καὶ μ’ αὐτὰ τὰ λόγια παρακαλῶντας τὸν Πιλᾶτο ὁ εὐσχήμων, λαμβάνει τὸ σῶμα τοῦ Σωτήρα, τὸ Ὁποῖο, ἀφοῦ εὐλαβικὰ τύλιξε σὲ σεντόνι καὶ ἄλειψε μὲ μύρα, κατέθεσε στὸν τάφο αὐτόν, ποὺ παρέχει αἰώνια ζωὴ καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

 

Ὅλες οἱ ἀναρτήσεις