Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
ἐπιπολάζω
Πολὺ παραγωγικὸ τὸ ρῆμα «πέλομαι». Ἀπὸ δημοσιογραφικὸ κείμενο ἀντλήσαμε τὴν ἀκόλουθη περίοδο λόγου: «μεγάλες ποσότητες ἀργοῦ πετρελαίου ἐπιπολάζουν στὸ σημεῖο ποὺ προσάραξε τὸ τάνκερ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προκληθῇ τεράστια οἰκολογικὴ καταστροφή». Ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα καταλάβατε ὅτι τὸ ρῆμα «ἐπιπολάζω» σημαίνει παραμένω στὴν ἐπιφάνεια ὑγροῦ. Τὸ οὐσιαστικὸ «ἐπιπολῆς» ἀνήκει στὴν ἰατρικὴ ὁρολογία καὶ ἔχει ἐπιρρηματικὴ χρήση: ἐπιπολῆς λοιμώξεις (στὴν ἐπιφάνεια). Μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον ἔχει ὁ «ἐπιπόλαιος», δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ ἐπιπολάζει, βρίσκεται στὴν ἐπιφάνεια, ὁ ἐπιφανειακός. Αὐτὸς σκέφτεται ἐπιφανειακά, ὁ ἐλαφρόμυαλος, ὁ ἀπερίσκεπτος.