Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
Ἀπὸ ποῦ κατάγεται τὸ ρῆμα «πιάνω»;
Πολὺ ἐνδιαφέρουσα διαδρομὴ ἔχουν συνήθως οἱ κοινόχρηστες λέξεις. Τὶς χρησιμοποιοῦμε καθημερινά, ὡστόσο δὲν γνωρίζουμε τὴν προέλευσή τους. Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς λέξεις εἶναι τὸ ρῆμα πιάνω. Στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (3,7) ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀφοῦ ἔπιασε τὸ δεξὶ χέρι τοῦ χωλοῦ τὸν θεράπευσε «καὶ πιάσας αὐτὸν τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἤγειρε· παραχρῆμα δὲ ἐστερεώθησαν αὐτοῦ αἱ βάσεις καὶ τὰ σφυρά». Ἡ μετοχὴ πιάσας εἶναι μετοχὴ ἀορίστου τοῦ ρήματος πιέζω ποὺ σημαίνει «πιέζω ἢ λυγίζω ἐξ αἰτίας τοῦ μεγάλου βάρους». Τὸ πιέζω εἶναι σύνθετη λέξη ἀπὸ τὴν πρόθεση ἐπὶ καὶ τὸ ρῆμα ἕζω, ἄρα τὸ πιέζω θὰ σήμαινε κάθομαι πάνω σὲ κάτι, σπρώχνω, συνθλίβω. Ἀπὸ τὸ πιέζω δημιουργήθηκε τὸ πιάζω καὶ ἀπὸ πιάζω τὸ πιάνω, τὸ ὁποῖο ἔχει πάνω ἀπὸ 20 σημασίες. Μιὰ ἀπὸ αὐτές, εἶναι αὐτὴ τοῦ «συλλαμβάνω» ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον: «ἀπέστειλαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ὑπηρέτας ἵνα πιάσωσιν αὐτόν».