Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (τκζ-τκς). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

τϞ­ζ’

«Νά δε­χώ­μα­στε ὅ­λες τίς δο­κι­μα­σί­ες μέ τα­πε­ί­νω­ση καί ὑ­πο­μο­νή».

τϞ­η’

«Ὁ Θε­ός δέν ζη­τᾶ τί­πο­τε ἄλ­λο ἀ­πό μᾶς πα­ρά τήν καρ­διά μας κα­θα­ρή».

τϞθ’

«Κα­λύ­τε­ρα νά ξε­σπά­ση ἕ­να μπου­ρί­νι σέ μί­α ἀ­δελ­φό­τη­τα, πού μέ μί­α ἀν­τι­βί­ω­ση τα­κτο­ποι­εῖ­ται, πα­ρά νά ὑ­πάρ­χουν συ­νε­χῶς δέ­κα­τα».

υ’

«Ὁ δό­κι­μος μο­να­χός γιά νά κά­νη προ­κο­πή πρέ­πει νά ξε­χνά­η τόν κό­σμο καί πάν­τα νά θυ­μᾶ­ται τήν με­γά­λη τι­μή πού τοῦ ἔ­κα­νε ὁ Θε­ός, ἀ­πό ἄν­θρω­πο νά θέ­λη νά τόν κά­νη ἄγ­γε­λο. Νά ἔ­χη φι­λό­τι­μο, τα­πε­ί­νω­ση καί ἀ­γω­νι­στι­κό πνεῦ­μα, για­τί χω­ρίς αὐ­τά θά εἶ­ναι σάν μί­α τε­τρά­γω­νη ρό­δα, πού θά θέ­λει συ­νέ­χεια σπρώ­ξι­μο γιά νά κι­νη­θῆ. Ἐ­νῶ, ἄν εἶ­ναι στρόγ­γυ­λη, τῆς δί­νεις μί­α καί κυ­λά­ει».

υα’

«Ἡ και­νο­ύρ­για ψάλ­τρια κα­λύ­τε­ρα νά ἔ­χη λί­γο σφί­ξι­μο πα­ρά ἀ­να­ί­δεια. Ἡ δό­κι­μη καί ἡ μι­κρή ἀ­δελφή, νά μήν προ­πο­ρε­ύ­ων­ται στήν ψαλ­μω­δί­α, νά ἀ­κο­λου­θοῦν. Ὅ­λα τά νέ­α κα­λο­γέ­ρια ψάλ­λουν κο­σμι­κά. Ἀ­φοῦ δέν ξέ­ρουν τί εἶ­ναι ἡ κα­λο­γε­ρι­κή, πῶς θά ξέ­ρουν ποιό εἶ­ναι τό κα­λο­γε­ρι­κό ψάλ­σι­μο;».

υβ’

«Φι­λό­τι­μο χω­ρίς τα­πε­ί­νω­ση καί ἀ­γά­πη δέν γί­νε­ται. Τό φι­λό­τι­μο ἔ­χει ἀ­φά­νεια. Ἀλ­λοι­ῶς πα­τᾶ­με σέ ἄλ­λο κουμπί, τόν ἐ­γω­ϊ­σμό. Ἔ­χουν τό­ση δι­α­φο­ρά τό φι­λό­τι­μο καί ὁ ἐ­γω­ϊ­σμός, ὅ­σο ἡ με­τά­νοι­α ἀ­πό τήν με­τα­μέ­λεια. Ὁ Ἰ­ο­ύ­δας με­τε­με­λή­θη ἀ­πό ἐ­γω­ϊ­σμό. Ὁ Πέτρος με­τε­νό­η­σε κι ἔ­κλαυ­σε πι­κρῶς ἀ­πό φι­λό­τι­μο».

υγ’

«Ὅ­ταν ζῆ κα­νε­ίς πνευ­μα­τι­κά, ἀ­νο­ί­γουν οἱ ὀ­φθαλ­μοί τῆς ψυ­χῆς του καί βλέ­πει τά πα­ρα­μι­κρά σφάλ­μα­τα πο­λύ με­γά­λα καί σι­χα­ί­νε­ται τόν ἑ­αυ­τό του. Τότε νι­ώ­θει συγ­χρό­νως καί θε­ϊ­κή πα­ρη­γο­ριά, για­τί τα­πει­νώ­νε­ται καί ἔρ­χε­ται ἡ Χάρις τοῦ Θε­οῦ».

υδ’

«Ἐ­νῶ στήν πνευ­μα­τι­κή ζωή προ­σπα­θεῖ κα­νε­ίς νά δῆ ὅ­λη τήν βρω­μιά πού ὑ­πάρ­χει μέ­σα του, στήν κο­σμι­κή ζωή προ­σπα­θοῦν νά τήν κα­λύ­ψουν μέ τό νά θέ­λουν νά φα­ί­νε­ται κα­λός ὁ ἐ­ξω­τε­ρι­κός ἄν­θρω­πος. Φτι­ά­χνουν κα­λο­ύ­πια ἐ­ξω­τε­ρι­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, πού γί­νον­ται μο­νω­τι­κό ὑ­λι­κό, τοῖ­χος, καί δέν ἔρ­χε­ται μέ­σα ἡ θε­ί­α Χάρις».

υε’

Ἔ­λε­γε αἰ­νιγ­μα­τι­κά· «ὅ­ταν πα­ίρ­νω τό ἄ­σχη­μο, νοι­ώ­θω ὄ­μορ­φα, ὅ­ταν δι­ώ­χνω τό ἄ­σχη­μο, νοι­ώ­θω ἄ­σχη­μα», ἐν­νο­ών­τας πώς, ὅ­ταν πα­ίρ­νω τό ἄ­δι­κο νοι­ώ­θω ὄ­μορ­φα, ἔ­χω ἀ­να­παυ­μέ­νη τήν συ­νεί­δη­σή μου, ἐ­νῶ ὅ­ταν θέ­λω τό δί­και­ο, νοι­ώ­θω ἄ­σχη­μα, διότι μέ ἐλέγχει ἡ συνείδησή μου.

υς’

«Ὅ­ταν δέν δι­και­ώ­νης τόν ἑ­αυ­τό σου, τό­τε δέ­χε­σαι ὅ­λη τήν χα­ρά τοῦ κό­σμου. Ἀλ­λά ὅ­ταν θέ­λης νά τόν δι­και­ώ­νης, δέν βρί­σκεις ἀ­νά­παυ­ση».

υζ’

«Ὅ­σο θέ­λου­με οἱ ἄλ­λοι νά μᾶς φέ­ρων­ται κα­λά, τό­σο αὐ­τοί δέν μᾶς ὑ­πο­λο­γί­ζουν. Ὅ­ταν ὅ­μως τα­πει­νω­θοῦ­με τό σκη­νι­κό ἀλ­λά­ζει».

υη’

«Στό Μο­να­στή­ρι ἤρ­θα­με γιά τόν θεῖ­ο Ἔ­ρω­τα. Ὁ σύν­δε­σμος μέ ἕ­να πρό­σω­πο τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ δέν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λός, ἀλ­λά εἶ­ναι ἐμ­πό­διο στόν θεῖ­ο ἔ­ρω­τα. Φύ­γα­με ἀ­πό γο­νεῖς, ἀ­δέλ­φια καί γνω­στούς γιά νά μπο­ρέ­σου­με νά βγοῦ­με ἀ­πό τόν στε­νό κύ­κλο τῶν συγ­γε­νῶν καί νά νοι­ώ­σου­με ὅ­λο τόν κό­σμο ἀ­δέλ­φια μας. Ξε­κι­νᾶ αὐ­τός ὁ σύν­δε­σμος ἀ­πό εὐ­γνω­μο­σύ­νη, ἐ­πει­δή ἔ­δει­ξε ἀ­γά­πη καί κα­λω­σύ­νη ὁ πα­λαι­ώ­τε­ρος ἀ­δελ­φός στό  νέ­ο. Θά τό ξε­πε­ρά­σει σι­γά–σι­γά μέ τήν χά­ρι τοῦ Θε­οῦ, ὅ­ταν ἀρ­χί­ση νά μι­λᾶ καί νά συ­να­να­στρέ­φε­ται ὁ νέ­ος μο­να­χός καί μέ τούς ἄλ­λους Πα­τέ­ρες. Νά μήν κό­ψη ἀ­πό­το­μα τήν σχέ­ση για­τί θά πά­θη ζη­μιά».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα