Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (σκα-τ). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ὁ Γέροντας θλιμ­μέ­νος δι­ό­τι φω­το­γρα­φί­ζε­ται πα­ρά τήν θέ­λη­σή του.

 

σ­Ϟα’

 «Τό θέ­μα εἶ­ναι νά γί­νη κα­νείς ἐ­λεύ­θε­ρα σω­στός. Δέν ἔ­χει ση­μα­σί­α, ἂν γί­νη κα­νείς φα­νά­ρι τῆς πό­λε­ως ἤ φά­ρος στίς ἀ­κτές. Τό θέ­μα εἶ­ναι νά φω­τί­ζη».

σ­Ϟβ’

       «Γιά νά προ­κό­ψη κά­ποι­ος, πάν­τα στούς ἄλ­λους πρέ­πει νά βρί­σκη ἐ­λα­φρυν­τι­κά, ἀ­κό­μη καί στόν δι­ά­βο­λο, καί μό­νο τόν ἑ­αυ­τό του δέν πρέ­πει νά δι­και­ο­λο­γῆ, ἤ νά με­τα­θέ­τη σέ ἄλ­λους τήν εὐ­θύ­νη».

σ­Ϟ­γ’

 «Ἐ­γώ δέν δι­α­κό­πτω τόν ἄλ­λον στήν συ­ζή­τη­ση, ἐ­κτός ἂν λέ­η βλά­σφη­μα πράγ­μα­τα ἤ αἰ­σχρο­λο­γί­ες».

σϞ­­δ’

 «Ἂν θέ­λης νά ἀ­χρη­στέ­ψης ἕ­ναν πνευ­μα­τι­κό μο­να­χό, νά τόν μπλέ­ξης μέ τά δι­οι­κη­τι­κά».

σϞ­ε’

Ὁ Γέ­ρον­τας εἶ­πε σ᾿  ἕ­ναν Ὑ­πουρ­γό: «Μή δί­νε­τε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος λε­φτά, για­τί οἱ μο­να­χοί θ᾿ ἀ­φή­σουν τά κα­λο­γε­ρι­κά τους καί θά γί­νουν ἐρ­γο­λά­βοι».

σϞ­ς’

Μέ κά­ποι­ον Κα­θο­λι­κό μο­να­χό, πού με­τά βα­πτί­στη­κε Ὀρ­θό­δο­ξος καί ἤ­θε­λε νά παν­τρευ­τῆ, ὁ Γέροντας δέν συμ­φώ­νη­σε. Τοῦ εἶ­πε: «Ἀ­φοῦ στόν Χρι­στό ὑ­πο­σχέ­θη­κες παρ­θε­νί­α –οὔ­τε στόν Βο­ύ­δα οὔ­τε στόν Μω­ά­μεθ  τώ­ρα δέν μπο­ρεῖς νά παν­τρευ­τῆς».    

σ­Ϟζ’

Ὅ­ταν ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος ἄ­φη­σε τό Κελ­λί τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ καί ἀ­να­ζη­τοῦ­σε τό­πο ἡ­συ­χα­στι­κό, ἕ­νας μα­θη­τής του τοῦ πρό­τει­νε νά πᾶ­νε ὅ­λοι μα­ζί, ὁ Γέ­ρον­τας καί οἱ πα­τέ­ρες πού ἦ­ταν κον­τά του, σέ  μία ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νη Σκή­τη. Δέν δέ­χθη­κε λέ­γον­τας: «Ἀ­πό ἕ­ναν νά πε­ρά­ση ἕ­νας λο­γι­σμός ὑ­πε­ρη­φα­νε­ί­ας, ὅ­τι δῆ­θεν ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε οἱ πιό πνευ­μα­τι­κοί μο­να­χοί στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, πά­ει μᾶς δι­έ­λυ­σε ὁ πει­ρα­σμός».

σ­Ϟη’

      «Τά ὀ­στᾶ ἑ­νός Γέ­ρον­τος στήν Προ­βά­τα κα­τά τήν ἀ­να­κο­μι­δή ἦ­ταν κα­τα­κί­τρι­να καί εὐ­ω­δί­α­ζαν. Ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του συν­τε­τριμ­μέ­νος ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε: ”Ἐ­γώ τόν ἁ­γί­α­σα. Ὅ­που μέ ἔ­στελ­νε τοῦ ἔ­λε­γα, “νά πᾶς ἐ­σύ”, δέν τοῦ ἔ­κα­να κα­θό­λου ὑ­πα­κο­ή. Πολ­λές φο­ρές τόν χτύ­πη­σα καί αὐ­τός τά ὑ­πέ­μει­νε ὅ­λα­”».

σϞθ’

 «Δύ­ο ἀ­σκη­τές κά­πο­τε πῆ­γαν στῶν Ἰ­βή­ρων στήν πα­νή­γυ­ρη. Με­τά τήν πο­λύ­ω­ρη ὁ­λο­νύ­κτια ἀγρυ­πνί­α, στήν τρά­πε­ζα πα­ρέ­θε­σαν ψά­ρι καί ρε­βύ­θια, ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἡ­μέ­ρα Πα­ρα­σκευ­ή. Ὁ ἕ­νας ἀ­πό τούς δύ­ο ἀ­σκη­τές εἶ­πε: “Θά φά­ω ψά­ρι εἰς τι­μήν τῆς Πα­να­γί­ας”, καί ὁ ἄλ­λος εἶ­πε: “Θά φά­ω ρε­βύ­θια εἰς τι­μήν τῆς Πα­να­γί­ας”. Με­τά τήν τρά­πε­ζα πῆ­ραν τούς ντορ­βά­δες τους καί πο­ρεύ­ον­ταν γιά τά ἀ­σκη­τή­ριά τους. Μέ­σα τους εἶ­χαν τόν λο­γι­σμόν, ποι­ός ἀπό τούς δύ­ο εὐ­α­ρέ­στη­σε τήν Πα­να­γί­α. Στόν δρό­μο κά­θη­σαν νά ξε­κου­ρα­στοῦν λί­γο. Ὁ ἕ­νας ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε ἐ­λα­φρά καί βλέ­πει τήν Πα­να­γί­α νά λέ­γη σ᾿ ἐ­κεῖ­νον τόν μο­να­χό πού ἔ­φα­γε ψά­ρι, “σ᾿ εὐ­χα­ρι­στῶ”, καί στόν ἴδιον πού ἔ­φα­γε ρε­βύ­θια, “ἐ­σέ­να σοῦ τό χρω­στῶ”, δι­ό­τι προ­φα­νῶς αὐ­τός ἔ­κα­νε κά­ποι­α θυ­σί­α».

τ’

    «Στήν Σκή­τη τοῦ Κου­τλου­μου­σί­ου πα­λαι­ά γνώ­ρι­σα Πα­τέ­ρες σέ με­γά­λη πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση. Οὔ­τε ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά (τοῦ Ὄ­ρους) δέν γνώ­ρι­σα τέ­τοι­ους Πα­τέ­ρες».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα