Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (σκη-σλε). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

σκη’

«Ὅ­ταν χτυ­πι­οῦν­ται με­τα­ξύ τους δύ­ο πέ­τρες σκλη­ρές, βγά­ζουν σπί­θες. Ἐ­νῶ, ὅ­ταν ἡ μί­α εἶ­ναι μα­λα­κή, ὅ­σο σκλη­ρή καί νά εἶ­ναι ἡ ἄλ­λη, δέν βγαί­νουν σπί­θες. Ἔ­τσι καί μέ τούς ἀν­θρώ­πους. Ὁ τα­πει­νός  εἶ­ναι μα­λα­κός. Σέ μία σύγ­κρου­ση ὁ τα­πει­νός ὑ­πο­χω­ρεῖ καί δέν γί­νε­ται ζη­μί­α».

σκθ’

«Ἄν βρε­θῆ ἕ­νας μο­να­χός ἀ­πελ­πι­σμένος μέ τήν κα­λή ἔν­νοι­α, καί πῆ, “Θε­έ μου, δέν ἀ­ξί­ζω∙ τί νά κά­νω προ­σευ­χή ἐ­γώ γιά τόν κό­σμο;”. Καί δέν κά­νει προ­σευ­χή γιά τόν κό­σμο, για­τί θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἀ­νά­ξιο. Καί ἄν ξε­χα­στῆ καί κά­νη καμ­μία εὐ­χή γιά τόν κό­σμο, αὐ­τή ἡ εὐ­χή πιά­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπ᾿ ὅ­λες τίς εὐ­χές τοῦ κό­σμου».

σλ’

«Πα­λαι­ά ἔ­κα­νε κα­νείς ἕ­να σφάλ­μα, μί­α ἁ­μαρ­τί­α ὑπῆρ­χε ντρο­πή· τώ­ρα δέν ὑ­πάρ­χει. Ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος τῆς ἀ­ναι­σθη­σί­ας, μᾶς ναρ­κώ­νει καί με­τά μᾶς κά­νει ὅ,τι θέ­λει. Γι᾿ αὐ­τό πρῶ­τα πρέ­πει νά μπῆ ἡ κα­λή ἀ­νη­συ­χί­α στόν ἄν­θρω­πο».

σλα’

«Ἄν κά­νου­με ἀ­γρυ­πνί­ες, με­τά­νοι­ες, ὅ­λα τά κα­λο­γε­ρι­κά, ἄς ὑ­πο­θέ­σου­με, καί δέν ὑ­πάρ­χη κα­λο­γε­ρι­κό πνεῦ­μα, ὅ­λα πᾶν χα­μέ­να».

σλβ’

«Ἄν κα­νείς ἀ­γα­πᾶ τόν ἑ­αυ­τό του, ἀ­πο­μο­νώ­νε­ται ἀ­πό τόν Θε­ό. Βά­ζει μο­νω­τι­κό».

σλγ’

«Συ­νή­θως οἱ λο­γι­σμοί ἔρ­χον­ται ἀπ᾿ ἔ­ξω σάν τη­λε­γρα­φή­μα­τα. Μό­νο ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος φθά­ση σέ μία ἄ­σχη­μη κα­τά­στα­ση, τό­τε οἱ λο­γι­σμοί δέν προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λο, ἀλλά εἶ­ναι δι­κοί του. Τό­τε πα­ρά­γει ρεῦ­μα ὁ ἴ­διος. Ὅλοι ἔ­χουν ἐ­λα­φρυν­τι­κά ἐ­κτός ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λο, για­τί ὅ­λοι δε­χό­μα­στε τήν ἐ­πή­ρειά του.».

σλδ’

«Τήν   δι­ά­κρι­ση  τήν  ἀ­πο­κτοῦ­με  τε­λευ­τα­ί­α.  Ἡ  δι­ά­κρι­ση εἶ­ναι ἡ κο­ρω­νί­δα τῶν ἀ­ρε­τῶν· εἶ­ναι τό στε­φά­νι πού προ­σφέ­ρει ὁ Θε­ός στούς ἀ­γω­νι­στές στό τέ­λος τῶν ἀ­γώ­νων. Ἐ­μεῖς νά προ­σπα­θοῦ­με νά ζοῦ­με σύμ­φω­να μέ τίς ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ, καί Ἐ­κεῖ­νος θά μᾶς δώ­σει ὅ,τι μᾶς χρει­ά­ζε­ται γιά τήν σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς μας».

σλε’

«Χρει­ά­ζε­ται δι­ά­κρι­ση σέ ποι­όν θά εὐ­χη­θοῦ­με “κα­λή με­τά­νοι­α”. Ὅ­ταν τό λές σέ κά­ποι­ον πού εἶ­ναι ”κα­λός” ἄν­θρω­πος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού ἔ­χει ὡ­ρι­σμέ­να κα­λά ἐ­ξω­τε­ρι­κά ἔρ­γα, μπο­ρεῖ νά νο­μί­ση ὅ­τι τόν βρί­ζης. “Τί μοῦ λέ­ει αὐ­τός;”, σκέ­φτε­ται. “Τί εἶ­μαι ἐ­γώ; Κα­νέ­νας ἐγ­κλη­μα­τί­ας καί μοῦ εὔ­χε­ται κα­λή με­τά­νοι­α;”. Ἐ­νῶ ἡ με­τά­νοι­α χρει­ά­ζε­ται στόν κα­θέ­να μας γιά νά σω­θοῦ­με».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα