σκη’
«Ὅταν χτυπιοῦνται μεταξύ τους δύο πέτρες σκληρές, βγάζουν σπίθες. Ἐνῶ, ὅταν ἡ μία εἶναι μαλακή, ὅσο σκληρή καί νά εἶναι ἡ ἄλλη, δέν βγαίνουν σπίθες. Ἔτσι καί μέ τούς ἀνθρώπους. Ὁ ταπεινός εἶναι μαλακός. Σέ μία σύγκρουση ὁ ταπεινός ὑποχωρεῖ καί δέν γίνεται ζημία».
σκθ’
«Ἄν βρεθῆ ἕνας μοναχός ἀπελπισμένος μέ τήν καλή ἔννοια, καί πῆ, “Θεέ μου, δέν ἀξίζω∙ τί νά κάνω προσευχή ἐγώ γιά τόν κόσμο;”. Καί δέν κάνει προσευχή γιά τόν κόσμο, γιατί θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἀνάξιο. Καί ἄν ξεχαστῆ καί κάνη καμμία εὐχή γιά τόν κόσμο, αὐτή ἡ εὐχή πιάνει περισσότερο ἀπ᾿ ὅλες τίς εὐχές τοῦ κόσμου».
σλ’
«Παλαιά ἔκανε κανείς ἕνα σφάλμα, μία ἁμαρτία ὑπῆρχε ντροπή· τώρα δέν ὑπάρχει. Ἔρχεται ὁ διάβολος τῆς ἀναισθησίας, μᾶς ναρκώνει καί μετά μᾶς κάνει ὅ,τι θέλει. Γι᾿ αὐτό πρῶτα πρέπει νά μπῆ ἡ καλή ἀνησυχία στόν ἄνθρωπο».
σλα’
«Ἄν κάνουμε ἀγρυπνίες, μετάνοιες, ὅλα τά καλογερικά, ἄς ὑποθέσουμε, καί δέν ὑπάρχη καλογερικό πνεῦμα, ὅλα πᾶν χαμένα».
σλβ’
«Ἄν κανείς ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του, ἀπομονώνεται ἀπό τόν Θεό. Βάζει μονωτικό».
σλγ’
«Συνήθως οἱ λογισμοί ἔρχονται ἀπ᾿ ἔξω σάν τηλεγραφήματα. Μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάση σέ μία ἄσχημη κατάσταση, τότε οἱ λογισμοί δέν προέρχονται ἀπό τόν διάβολο, ἀλλά εἶναι δικοί του. Τότε παράγει ρεῦμα ὁ ἴδιος. Ὅλοι ἔχουν ἐλαφρυντικά ἐκτός ἀπό τόν διάβολο, γιατί ὅλοι δεχόμαστε τήν ἐπήρειά του.».
σλδ’
«Τήν διάκριση τήν ἀποκτοῦμε τελευταία. Ἡ διάκριση εἶναι ἡ κορωνίδα τῶν ἀρετῶν· εἶναι τό στεφάνι πού προσφέρει ὁ Θεός στούς ἀγωνιστές στό τέλος τῶν ἀγώνων. Ἐμεῖς νά προσπαθοῦμε νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καί Ἐκεῖνος θά μᾶς δώσει ὅ,τι μᾶς χρειάζεται γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας».
σλε’
«Χρειάζεται διάκριση σέ ποιόν θά εὐχηθοῦμε “καλή μετάνοια”. Ὅταν τό λές σέ κάποιον πού εἶναι ”καλός” ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔχει ὡρισμένα καλά ἐξωτερικά ἔργα, μπορεῖ νά νομίση ὅτι τόν βρίζης. “Τί μοῦ λέει αὐτός;”, σκέφτεται. “Τί εἶμαι ἐγώ; Κανένας ἐγκληματίας καί μοῦ εὔχεται καλή μετάνοια;”. Ἐνῶ ἡ μετάνοια χρειάζεται στόν καθένα μας γιά νά σωθοῦμε».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα