Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (σλς-σμε). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

σλς’

«Κα­λύ­τε­ρα σπά­τα­λος πα­ρά φι­λάρ­γυ­ρος. Μέ τήν οἰ­κο­νο­μί­α θά πέ­σω ἔ­ξω. Γιά νά μοῦ φθά­σουν τά λου­κού­μια πού κερ­νοῦ­σα στόν κό­σμο, τά ἔ­κο­βα στά δύ­ο. Ἔ, τό­τε τά λου­κού­μια δέν μοῦ ἔ­φθα­ναν πο­τέ. Ὅ­ταν ἄρ­χι­σα νά πα­ρα­κα­λῶ τούς ἀν­θρώ­πους νά πά­ρουν καί δεύ­τε­ρο λου­κού­μι, ἔ, τό­τε εἶ­χα πε­ρίσ­σευ­μα ἀ­πό λου­κού­μια. Ὁ οἰ­κο­γε­νειά­ρχης ὅ­μως ἔ­χει ὑπο­χρέ­ω­ση χω­ρίς ἀ­γω­νί­α νά κά­νη οἰ­κο­νο­μί­ες γιά νά βο­η­θή­ση τά παι­διά του».

σλζ’

«Ἀ­λη­θι­νή καί τε­λεί­α τα­πεί­νω­ση εἶ­ναι ὅ­ταν φθά­ση ὁ ἄν­θρω­πος σέ τέ­τοι­α κα­τά­στα­ση, ὥ­στε νά θέ­λη νά ὑ­πε­ρη­φα­νευ­θῆ καί νά μήν μπο­ρῆ».

σλη’

«Ἡ ἀ­γά­πη δέν κου­ρά­ζει».

σλθ’

«Οἱ ἄν­θρω­ποι γί­νον­ται σάν ρομ­πότ. Στα­μα­τᾶ ἡ κρί­ση. Σέ λί­γα χρό­νια μό­νο αὐ­τοί πού ἀ­σχο­λοῦν­ται μέ ἔ­ρευ­να θά ἔ­χουν κρί­ση. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι θά γί­νουν σάν μη­χα­νές».

σμ’

«Δέν φταῖ­με γιά τούς κα­κούς λο­γι­σμούς πού μᾶς ἔρ­χον­ται. Θά φταῖ­με μό­νο ἄν τούς δε­χθοῦ­με. Δέν φτά­νει πού μᾶς ἐ­νο­χλοῦν, θά φταῖ­με κι ὅ­λας;».

σμα’

«Γι᾿ αὐ­τό ὁ Θε­ός δί­νει τήν λο­γι­κή, γιά νά φθά­σου­με σέ κα­τά­στα­ση νά ἀ­πο­κλεί­σου­με τήν λο­γι­κή».

σμβ’

«Μ᾿ αὐ­τά πού βλέ­πω καί ἀ­κού­ω θά εἶ­χα τρελ­λα­θῆ, ἄν δέν τά ἀν­τι­με­τώ­πι­ζα μέ τόν λο­γι­σμό ὅ­τι τόν τε­λευ­ταῖ­ο λό­γο τόν ἔ­χει ὁ Θε­ός».

σμγ’

«Ἡ βά­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς εἶ­ναι οἱ κα­λοί λο­γι­σμοί».

σμδ’

«Τι­μή καί γιά τά παι­διά καί γιά τούς γο­νεῖς πού ἔρ­χον­ται μα­ζί στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος».

σμε’

«Ἦ­ταν ἕ­νας Ρου­μᾶ­νος δό­κι­μος στήν Ρου­μα­νι­κή Σκή­τη, πο­λύ ὑ­πά­κου­ος. Δέν ἔ­λε­γε πο­τέ ὄ­χι. Ὅ­ποι­ος χρει­α­ζό­ταν βο­ή­θεια, αὐ­τόν ἔ­παιρ­νε. Μία μέ­ρα, ἀ­φοῦ μέ ὑ­πα­κο­ή ἀ­γω­νί­σθη­κε νά μήν πῆ ὄ­χι σέ κα­νέ­ναν, τό ἀ­πό­γευ­μα κά­θη­σε στό πε­ζού­λι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας κου­ρα­σμέ­νος. Αὐ­τό ἦ­ταν. Ἐ­κεῖ τε­λεί­ω­σε. Ὅ­ταν οἱ πα­τέ­ρες τόν βρῆ­καν νε­κρό, ἄρ­χι­σαν νά λέ­νε: “Μά πρίν 10΄ λε­πτά τόν εἶ­χα ἐ­γώ στόν κῆ­πο”, “καί ἐ­γώ πρίν τόν πῆ­ρα στό ψά­ρε­μα”, καί ἄλ­λος στόν φοῦρ­νο, καί ἄλ­λοι ἀλ­λοῦ. Καί τό­τε κα­τά­λα­βαν για­τί πέ­θα­νε ὁ δό­κι­μος. Καί φυ­σι­κά ὁ δό­κι­μος πῆ­γε στόν οὐ­ρα­νό, ἀλ­λά πῶς ξεμ­πλέ­κουν οἱ ὑ­πεύ­θυ­νοι στό Μο­να­στή­ρι μέ τόν Θε­ό με­τά;».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα