Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

   Ο γε­ρωΧα­ρά­λαμ­πος ὁ Κομ­πο­σχοι­νᾶς δι­η­γή­θη­κε: «Ἦ­ταν μί­α κα­λο­γρι­ού­λα στήν Μι­κρά Ἀ­σί­α μέ μία­ θαυ­μα­τουργή εἰ­κό­να. Θε­ρά­πευ­ε Τούρ­κους καί Χρι­στια­νούς. Στόν πό­λε­μο τοῦ ᾿22 αὐ­τή πῆ­ρε τήν εἰ­κό­να· ἐ­νῶ, λοι­πόν, σκό­τω­ναν οἱ Τοῦρ­κοι, αὐ­τήν δέν τήν ἔ­βλε­παν καί ἦρ­θε στήν Ἀ­θή­να. Μέ τό μύ­ρο πού ἔ­βγα­ζε ἡ εἰ­κό­να θε­ρά­πευ­σε ἄρ­ρω­στο».

   Δι­η­γή­θη­κε ἄλ­λη φο­ρά: «Κα­τά τόν χει­μῶ­να τοῦ 1943 στήν Ἀ­θή­να, ὅ­που δι­έ­με­να ὡς λα­ϊ­κός, ὑ­πῆρ­χε με­γά­λη στέ­ρη­ση τῶν ἀ­ναγ­καί­ων καί σέ συν­δυα­σμό μέ τόν βα­ρύ χει­μῶ­να πο­λύς κό­σμος πέ­θαι­νε. Ἐ­κεί­νη τήν ἐ­πο­χή συ­νή­θι­ζα νά ἐ­πι­σκέ­πτω­μαι αὐ­τήν τήν πο­λύ εὐ­λα­βῆ κα­λο­γριά, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­χε στό σπί­τι της τήν πα­λιά εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας ἀ­πό τήν Μι­κρά Ἀ­σί­α. Ἡ εἰ­κό­να αὐ­τή ἔ­φε­ρε ἐ­πά­νω της πολ­λά πα­λαι­ά τά­μα­τα, με­ρι­κά ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων ἦ­σαν πο­λύ­τι­μα. Κα­θώς λοι­πόν ­ἐστε­νο­χω­ρο­ύ­μεθα ἀ­πό τήν ἔλ­λει­ψη τρο­φῶν, μί­α ἡ­μέ­ρα τῆς λέ­ω: «”Βρέ Μα­ρί­α, δέν που­λᾶς τό μά­λα­μα ἀ­πό τήν εἰ­κό­να νά ἀ­γο­ρά­σου­με τί­πο­τα νά φᾶ­με;”». Αὐ­τή ἀ­πάν­τη­σε: «”Τό μά­λα­μα αὐ­τό εἶ­ναι τῆς Πα­να­γί­ας καί δέν μπο­ρῶ νά τό πει­ρά­ξω. Ἂν ἤ­θε­λε ἡ Πα­να­γί­α νά μᾶς τό δώ­σει, θά μᾶς τό ἔ­δι­νε”». Μό­λις ὅ­μως εἶ­πε αὐ­τά τά λό­για ἕ­να χρυ­σό βρα­χι­ό­λι ἀ­πό τά τά­μα­τα τῆς εἰ­κό­νος ση­κώ­θη­κε μό­νο του ἀ­πό τήν εἰ­κό­να καί κόλ­λη­σε στό τζά­μι της σάν νά ἤ­θε­λε νά βγῆ ἔ­ξω ἀ­πό τό προ­σκυ­νη­τά­ρι. Αὐ­τό τό θε­ώ­ρη­σε πώς ἦ­ταν ση­μά­δι ἀ­πό τήν Πα­να­γί­α. Πού­λη­σε τό βρα­χι­ό­λι καί ἀ­γο­ρά­σα­με τρό­φι­μα, μέ τά ὁ­ποῖ­α βγά­λα­με ἐ­κεῖ­νο τόν δύ­σκο­λο χει­μῶ­να».

   Ὅ­ταν ἔ­γι­νε μο­να­χός στό Κα­λύ­βι τῆς Πα­να­γί­ας Κα­ζάν­σκας στήν Κα­ψά­λα, ἀ­γω­νι­ζό­ταν πο­λύ. Ἦ­ταν πα­νύ­ψη­λος καί γε­ρο­δε­μέ­νος. Τοῦ εἶ­πε κά­ποι­ος Χα­νιώ­­της μο­να­χός ὅ­τι κά­νει 3.000 με­τά­νοι­ες τήν ὥ­ρα καί προ­σπά­θη­σε νά τόν μι­μη­θῆ καί ὁ ἴ­διος, ἀλ­λά ἔ­πα­θε πτώ­ση στο­μά­χου. Ἔ­λε­γε ὅ­ταν γή­ρα­σε: «Ἔ­κα­να ἀ­δι­α­κρι­σί­α. Ὁ Θε­ός δέν τά θέ­λει αὐ­τά».

Ἔ­πλε­κε ὅ­λη μέ­ρα κομ­πο­σχο­ί­νι λέ­γον­τας τήν εὐ­χή. Τό κα­λο­καί­ρι ἔ­βγαι­νε καί ξά­πλω­νε στήν αὐ­λή μέ­σα σέ ἕ­ναν λάκ­κο πού εἶ­χε σκά­ψει ὁ ἴ­διος γιά νά τόν ζε­σταί­νη ὁ ἥ­λιος. Ἀ­πό κεῖ τοῦ βγῆ­κε καί τό πα­ρα­τσού­κλι «ἐν τῷ λάκ­κῳ». Πα­ρά τήν ἡ­λι­κί­α του, ὑ­πέρ­γη­ρος ὤν, πε­ρι­ποι­όταν τόν κῆ­πο μέ πο­λύ κό­πο, κα­θώς μά­λι­στα εἶ­χε καί μί­α κή­λη με­γά­λη σάν πορ­το­κά­λι, πού τόν τα­λαι­πω­ροῦ­σε καί πού τήν ἔ­δε­νε μέ ἕ­να κομ­μά­τι ρά­σο. Πέ­ραν τού­του εἶ­χε καμ­που­ριά­σει ἀ­πό τήν πο­λύ­χρο­νη ἄ­σκη­ση, γι᾿ αὐ­τό καί ἡ κά­θε του κί­νη­ση ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἐ­πί­πο­νη. Τοῦ πρό­τει­ναν νά τόν πᾶ­νε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο γιά νά κά­νη ἐγ­χεί­ρη­ση, κα­θώς ἡ κα­τά­στα­σή του ἦ­ταν πο­λύ ἐ­πι­κίν­δυ­νη, ἀλ­λά ἀρ­νή­θη­κε εὐ­γε­νι­κά λέ­γον­τας: «Δέν πει­ρά­ζει, αὐ­τός εἶ­ναι ὁ κα­νό­νας μου· ἂν θέ­λη ὁ Θε­ός, δέν πα­θαί­νω τί­πο­τα». Εἶ­χε 14 ἀρ­ρώ­στι­ες, ὅ­πως ἔ­λε­γε, καί ἔ­με­νε σ᾿ ἕ­να Κελ­λί ἑ­τοι­μόρ­ρο­πο πού ἔ­βα­ζε νε­ρά ὅ­ταν ἔ­βρε­χε.

Κά­πο­τε πῆ­γε στόν γε­ρω–Χα­ρά­λαμ­πο ἕ­νας μο­να­χός νέ­ος, γιά νά ἀ­γο­ρά­ση κομ­πο­σχο­ί­νια. Ἐ­κεί­νη τήν ἐ­πο­χή ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε ὁ νέ­ος μο­να­χός ἕ­ναν με­γά­λο πει­ρα­σμό καί ἦ­ταν πο­λύ στε­νο­χω­ρη­μέ­νος. Ὅ­ταν ἔ­φτα­σε λοι­πόν στόν γε­ρω–Χα­ρά­λαμ­πο καί τοῦ ζή­τη­σε κομ­πο­σχο­ί­νια, ἐ­κεῖ­νος, ἀν­τί νά τόν στεί­λη μέ­σα στό Κα­λύ­βι νά τοῦ φέ­ρη τόν τε­νε­κέ πού τά ἀ­πο­θή­κευ­ε, ὅ­πως ἔ­κα­νε συ­νή­θως, ση­κώ­θη­κε μέ πο­λύ κό­πο ἀ­πό τόν λάκ­κο του καί πῆ­γαν μα­ζί μέ­σα. Μό­λις μπῆ­καν, τοῦ εἶ­πε: «Ξέ­ρεις, πά­τερ μου, ὅ­ταν ἤ­μουν νέ­ο κα­λο­γέ­ρι στό Ἐ­σφιγ­μέ­νου, ὁ δαί­μο­νας μοῦ δη­μι­ούρ­γη­σε τόν ἑ­ξῆς πει­ρα­σμό». Ἄρ­χι­σε τό­τε νά πε­ρι­γρά­φη ἀ­κρι­βῶς τήν κα­τά­στα­ση πού ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε ὁ νέ­ος, λές καί ἦ­ταν αὐ­τός στήν θέ­ση του, κα­θώς καί νά τοῦ δί­νη ὁ­δη­γί­ες γιά τήν ἀν­τι­με­τώ­πι­σή της. Στό τέ­λος, ἀ­φοῦ τόν πα­ρα­κί­νη­σε μέ πολ­λούς λό­γους στόν πνευ­μα­τι­κό ἀ­γῶ­να, τοῦ εἶ­πε σο­βα­ρά: «Ὅ­λα αὐ­τά σοῦ τά εἶ­πα, γιά νά μήν ἀ­πο­γο­η­τεύ­ε­σαι καί νά ἀ­γω­νί­ζε­σαι».

Ἔ­λε­γε: «Ἔρ­χον­ται πολ­λές φο­ρές τά δαι­μό­νια ἐ­δῶ πού κά­θο­μαι καί πλέ­κω κομ­πο­σχο­ί­νι, νά μέ πει­ρά­ξουν. Τά σταυ­ρώ­νω καί φεύ­γουν. Ἀλ­λά δέν πᾶ­νε μα­κρυά. Τά βλέ­πω πού κά­θον­ται καί πε­ρι­μέ­νουν πό­τε θά ἁ­μαρ­τή­σω μέ τόν λο­γι­σμό, γιά νά ξα­νάρ­θουν. Θέ­λει πο­λλή προ­σευ­χή, γιά νά φύ­γουν μα­κρυά τά δαι­μό­νια. Θέ­λει τα­πεί­νω­ση. Ἂν τα­πει­νω­θῆς, γί­νε­σαι ἀ­μέ­σως σο­φός».

«Νά προ­σευ­χώ­μα­στε γιά ὅ­λους, ἐ­κτός ἀ­πό τούς ἐ­χθρούς τοῦ Θε­οῦ, δη­λα­δή τούς αἱ­ρε­τι­κούς. Γι᾿ αὐ­τούς κα­λά εἶ­ναι νά λέ­με: “Ἂν θέ­λης, Κύ­ρι­ε, φώ­τι­σέ τους”».

«Σέ ὅ­σους δέν πι­στεύ­ουν δέν λέ­ω βα­ρειά πνευ­μα­τι­κά λό­για, γιά νά μήν κο­λα­στοῦν πο­λύ. “Ὁ γνούς καί μή ποι­ή­σας δα­ρή­σε­ται πολ­λά”».

«Μία φο­ρά στό Βα­το­πέ­δι πῆ­γα νά βγῶ ἔ­ξω, ἀλ­λά θά χτυ­ποῦ­σα, για­τί ἦ­ταν βρά­δυ καί δέν ἔ­βλε­πα. Ὁ­πό­τε ξαφ­νι­κά φά­νη­κε μπρο­στά μου ἕ­νας νέ­ος πού ἄ­στρα­φτε. Τό φῶς του μ᾿ ἔ­κα­νε νά δῶ ὅ­τι μπρο­στά μου ἦ­ταν κε­νό καί θά ἔ­πε­φτα. Αὐ­τός ἦ­ταν ὁ ἅ­γιος Εὐ­δό­κι­μος, ὅ­πως μοῦ εἶ­παν∙ με­τά ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε».

Ὁ γε­ρω–Χα­ρά­λαμ­πος ζοῦ­σε ἁ­πλά, ἀ­σκη­τι­κά μέ τήν εὐ­χή καί τήν ψαλ­μω­δί­α στό στό­μα. Ἦ­ταν εἰ­ρη­νι­κός καί ἔ­δι­νε πο­λύ κα­λές συμ­βου­λές, πρα­κτι­κές καί πνευ­μα­τι­κές. Ἐ­νῶ ἔ­κα­νε ὅ­λα τά ἀ­νω­τέ­ρω, δέν στα­μα­τοῦ­σαν τά χέ­ρια του νά πλέ­κουν κομ­πο­σχο­ί­νι. Εἶ­χε μά­θει νά πλέ­κη καί τή νύ­χτα χω­ρίς φῶς.

Ὅ­ταν ἔ­με­νε στόν Ἅ­γιο Χα­ρά­λαμ­πο στίς Κα­ρυές, πά­νω ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι του ἔ­στα­ζαν νε­ρά, ὅ­ταν ἔ­βρε­χε. Ἔ­βα­λε τά­βλες κά­τω ἀ­πό τό τα­βά­νι καί πά­νω ἀ­πό τήν θέ­ση τοῦ κρεβ­βα­τιοῦ καί ἕ­να νά­ϋ­λον·   ἔτσι τά νε­ρά κυ­λοῦ­σαν δί­πλα.

Ἔ­λε­γε: «Ὁ μο­να­χός πρέ­πει νά ἀρ­κου­δί­ζη (δη­λα­δή νά περ­πα­τᾶ μέ τά τέσ­σε­ρα) ἀ­πό τή νη­στεί­α».

Κά­ποι­ος νέ­ος πῆ­γε νά ἀ­γο­ρά­ση ἕ­να κα­το­στά­ρι κομ­πο­σχο­ί­νι ἀ­πό τόν γε­ρω–Χα­ρά­λαμ­πο. Ἐκεῖνος  τόν ρώ­τη­σε: «Γιά τήν ἀ­δελ­φή σου τό θέ­λεις;». Πράγ­μα­τι τό ἤ­θε­λε γιά τήν ἀ­δελ­φή του. Πρό­σθε­σε: «Νά βά­λω στήν φούν­τα κόκ­κι­νο νῆ­μα, πού εἶ­ναι τό χρῶ­μα τῆς παρ­θε­νί­ας, για­τί  θά γί­νει κα­λο­γριά». Καί ὄν­τως ἔ­γι­νε μο­να­χή με­τά ἀ­πό λί­γα χρό­νια.

«Ὁ Θε­ός λέ­ει, “θά ἐ­ξο­λο­θρεύ­σω πάν­τας το­ύς ἐρ­γα­ζο­μέ­νους τήν ἀ­νο­μί­αν”. Ἀλ­λά πέ­φτουν (γο­να­τί­ζουν) οἱ Ἅ­γιοι καί λένε· “καί  μεῖς ἁ­μαρ­τω­λοί εἴ­μα­στε, συγ­χώ­ρε­σέ μας, Κύ­ρι­έ μας”, καί στα­μα­τά­ει τήν ὀρ­γή Του ὁ Θε­ός».

«Ἅ­μα ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆς τίς ἁ­μαρ­τί­ες σου, τά χά­νει ὁ δαί­μο­νας τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα· καί νά θέ­λη δέν μπο­ρεῖ νά πῆ τί­πο­τε. Δι­α­λύ­ον­ται οἱ ἁ­μαρ­τί­ες, δη­λα­δή τίς συγ­χω­ρεῖ ὁ Θε­ός. Ἀλ­λά νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆς μέ ἁ­γνό­τη­τα, ὄ­χι νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆς καί νά μή βγαί­νης ἀ­πό τό δι­κό σου. Αὐ­τοί λέ­γον­ται “πο­νη­ρευ­ό­με­νοι”· καί “οἱ πο­νη­ρευ­ό­με­νοι ἐ­ξο­λο­θρευ­θή­σον­ται”, λέ­ει. Μέ εἰ­λι­κρί­νεια νά ἐ­ξο­μο­λο­γῆσθε. Σκέ­ψου ὅ­τι τά λές στόν Χρι­στό».

Μᾶς πο­λε­μᾶ ὁ ἐ­χθρός, ὅ­ταν τό ἐ­πι­τρέ­πη ὁ Θε­ός. Καί ὅ­σο ζοῦ­με, μέ­χρι νά βγῆ ἡ ψυ­χή μας, θά τόν πο­λε­μοῦ­με καί μεῖς. Τό­τε, ὅ­ταν τόν νι­κή­σου­με καί δέν κά­νου­με τό θέ­λη­μά του, θά μᾶς πά­ρει στά δε­ξιά του ὁ Θε­ός, στήν βα­σι­λε­ί­α Του».

«Μέ­γα πρᾶγ­μα ἔ­χο­υμε τό “Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με”. Κάθε φο­ρά πού λέ­με “Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ…” εἶ­ναι σάν νά λέ­με “μνή­σθη­τί μου, Κύριε, ἐν τῇ βα­σι­λε­ί­α σου”. Ἡ εὐ­χή τά ἔ­χει ὅ­λα· καί σω­τη­ρί­α ψυ­χῆς καί ὑ­γε­ί­α σω­μα­τι­κή καί φώ­τι­ση καί εὐ­χα­ρι­στί­α. Νά λέ­με τήν εὐ­χή. Αὐ­τή δι­ώ­χνει τόν πει­ρα­σμό. Τό­τε ἀ­δυ­να­τεῖ ὁ σα­τα­νᾶς. Ἡ εὐ­χή τόν τρώ­ει σάν τό ρο­κά­νι, τόν κα­τα­στρέ­φει.».

«Ἡ προ­σευ­χή χω­ρίς με­τε­ω­ρι­σμο­ύς εἶ­ναι τῶν τε­λε­ί­ων. Ὁ κα­λό­γε­ρος νά κά­νη 33 κομ­πο­σχο­ί­νια (ἑ­κα­το­στά­ρια γιά τήν ἀ­κο­λου­θί­α του) καί νά μήν τόν μέλ­λη. Ἄς τόν πει­ρά­ζη μέ λο­γι­σμο­ύς ὁ δι­ά­βο­λος.  Αὐ­τός νά συμ­μα­ζώ­νη τό νοῦ του. Κάποτε ὁ Μ. Βα­σί­λει­ος ἔ­τα­ξε μί­α σκο­ύ­φια λί­ρες σέ ὅ­ποι­ον πα­πᾶ θά κά­νει μί­α Λει­τουρ­γί­α  χω­ρίς  λο­γι­σμο­ύς.  Πράγ­μα­τι ἕ­νας πα­πᾶς κα­τά­φε­ρε μέ­χρι νά τε­λει­ώ­ση νά κρα­τή­ση τό νοῦ του κα­θα­ρό ἀ­πό λο­γι­σμο­ύς. Με­τά, λί­γο πρίν τε­λει­ώ­ση, τοῦ  ἦρ­θε στό νοῦ του ἡ σκο­ύ­φια  μέ τίς λί­ρες καί ἔ­τσι τίς ἔ­χα­σε».     

«Θέ­λει τα­πεί­νω­ση ὁ Θε­ός. Ὅ­σες ἀ­ρε­τές καί ἂν κά­νου­με, καί μᾶς ρω­τή­σουν πῶς πά­ει ἡ πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, νά λέ­με ὅ­τι εἴ­μα­στε ἀ­χρεῖ­οι δοῦ­λοι. Ἅ­μα πῆς κα­λά εἶ­μαι στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, τἄ­χα­σες ὅ­λα. Εἶ­ναι ὑ­πε­ρη­φά­νεια. Γι᾿  αὐ­τό λέ­ει στίς Ὧ­ρες “­οὐ κα­τῴ­κει ἐν μέ­σῳ τῆς οἰ­κί­ας μου ποι­ῶν ὑ­πε­ρη­φα­νί­αν”[1], δέν κά­θο­μαι λέ­ει στῶν ὑ­πε­ρη­φά­νων τόν οἶ­κον».

«Γιά τήν σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς μας πρέ­πει νά κά­νου­με τό νό­μο τοῦ Θε­οῦ, νά πᾶ­με στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας, νά συγ­χω­ροῦ­με τόν πλη­σί­ον σέ ὅ­,τι μᾶς ἔ­φται­ξε. Ἑ­πο­μέ­νως, τό πᾶν εἶ­ναι τά κα­λά ἔρ­γα καί ἡ πί­στη. Μήν ἀ­πελ­πι­ζώ­μα­στε. Ἡ ἀ­πελ­πι­σί­α εἶ­ναι δι­ά­βο­λος».

     «Ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τι Ἰ­η­σοῦ φά­λαγ­γες δαι­μό­νων   συν­τρί­βον­ται. Ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τι Ἰ­η­σοῦ στήν Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α πᾶν γό­νυ κάμ­ψει. Καί με­ρι­κοί πλα­νε­μέ­νοι λέ­νε: “Τί, θά προ­σκυ­νή­σου­με τό ὄ­νο­μα;”. Ὁ Ἀ­πόστο­λος Παῦ­λος ἐν­νο­εῖ ὅ­τι θά προ­σκυ­νή­σου­με τόν Χρι­στό, ὄ­χι τό ὄ­νο­μα. Δέν χω­ρί­ζε­ται ὁ Χρι­στός ἀ­πό τό ὄ­νο­μά Του∙ ὁ ἴ­διος εἶ­ναι. Μέ τό ὄ­νο­μά Του οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ἔ­κα­ναν θαύ­μα­τα».

«Μία μέ­ρα ἔ­κα­να κά­τι κου­τσο­δο­ύ­λια ἐ­δῶ πέ­ρα, ἔ­πε­σα καί χτύ­πη­σα στό πό­δι. Μέ­ρα ἦ­ταν καί μό­λις ση­κώ­θη­κα βλέ­πω κά­ποι­ον νά μοῦ χα­μο­γε­λάη­. “Τί θέ­λεις ἐ­δῶ;” τοῦ λέ­ω, καί δέν μι­λά­ει. “Ποι­ός εἶ­σαι;” τόν ξα­να­ρω­τῶ, καί μό­λις πῆ­γα νά ση­κώ­σω τό χέ­ρι νά τόν σταυ­ρώ­σω, ἔ­γι­νε ἄ­φαν­τος. “Κο­πρό­σκυ­λο”, λέ­ω στόν δι­ά­βο­λο, “ἐ­σύ ἤ­σουν πού μέ ἔρ­ρι­ξες κάτω;”».

Τόν εἶ­δα πότε σάν θη­ρί­ο, πότε σάν ἀ­ρά­χνη, μέ τά μά­τια μου, ὄ­χι ὄ­νει­ρα, καί πα­ρα­κά­λε­σα τόν Θε­ό νά μέ στε­ρε­ώ­ση στήν πί­στη.

«Ἀ­φή­νου­με τά θε­ο­λο­γι­κά∙ ἐ­μεῖς λέ­με τά πρα­κτι­κά. Εἶ­δα κά­πο­τε σέ ἀ­γρυ­πνί­α στό Κου­τλου­μούσι  τόν Ἅ­γιο τῆς ἡ­μέ­ρας ντυ­μέ­νο μέ δι­α­κο­νι­κά ἄμ­φια· τρεῖς φο­ρές βγῆ­κε ἀ­πό τό ἱ­ε­ρό καί χά­θη­κε. Ἀ­φοῦ κοι­νώ­νη­σα, πε­ρί­με­να νά δῶ τόν διᾶ­κο νά κά­νη κα­τά­λυ­ση, ἀλλά δέν τόν εἶ­δα. Ρώ­τη­σα καί μοῦ εἶ­παν ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει διᾶ­κος».

«Ὁ Θε­ός χαί­ρε­ται, ὅ­ταν λέ­με λό­για ψυ­χι­κῆς ὠ­φε­λε­ί­ας».

«Ὁ γε­ρω–Πα­ΐ­σιος εἶ­χε χά­ρι­σμα Θε­οῦ· ἔ­κα­νε μέ τήν προ­σευ­χή του μουγ­γόν νά μι­λά­η, ὅ­πως ἔ­χω μά­θει. Ἐ­ξέ­βα­λε δαι­μό­νια, θε­ρά­πευ­ε, ἦ­ταν ἀ­κτή­μων. Τοῦ πή­γαι­ναν ἐ­πι­στο­λές μί­α τσάν­τα. Ἦ­ταν ἀ­σκη­τής, νή­στευ­ε, προ­σευ­χό­ταν. Κά­πο­τε ἕ­να παι­δί πῆ­ρε τό αὐ­το­κί­νη­το καί κιν­δύ­νευ­σε νά σκο­τω­θῆ. Βλέ­πει τόν π. Πα­ΐ­σιο καί τόν ἔ­βγα­λε σῶ­ο ἀ­πό τόν δρό­μο, τόν γλύ­τω­σε. Καί ἔ­λε­γε τό παι­δί· “εἶ­δα τόν πά­τερ Πα­ΐ­σιο”. Ἐ­πῆ­γε ἕ­νας πού τόν εἶ­χε τρε­λά­νει τό δαι­μό­νιο, σ᾿ ἕ­να διᾶ­κο. Ὁ διᾶ­κος τοῦ ἔ­λε­γε, τοῦ ἔ­λε­γε, δέν μπο­ροῦ­σε νά τόν ἀ­να­πα­ύ­ση. Ὕ­στε­ρα πῆ­γε στόν  π. Πα­ΐ­σιο, κά­τι τοῦ εἶ­πε καί ἔ­φυ­γε πε­τών­τας∙ τόν θε­ρά­πευ­σε. Ἦ­ταν ἅ­γιος ἄν­θρω­πος. Τόν εἶ­χαν κά­νει ἐγ­χει­ρή­σεις, τοῦ ἔ­βγα­λαν τόν πνεύ­μο­να, ὑ­πέ­φε­ρε μαρ­τύ­ρια. Ἦ­ταν κα­λός, ἐ­λε­ή­μων, τα­πει­νό­φρων∙ μέ λί­γα λό­για ἅ­γιος Πα­ΐ­σιος».

«Ἔ­χω δεῖ πολ­λά δαι­μό­νια, Ἁ­γί­ους, Ἀγ­γέ­λους, γιά νά στε­ρε­ω­θῶ στήν πί­στη. Πα­ρα­κά­λε­σα τό Θε­ό νά δι­α­κρί­νω καί νά κα­τα­νο­ή­σω, τί εἶ­ναι αὐ­τά πού βλέ­πω ξύ­πνιος, για­τί στά ὄ­νει­ρα δέν βα­σί­ζο­μαι. Τε­λευ­ταῖ­α πού ἦρ­θα στό μο­να­στή­ρι στοῦ Σταυ­ρο­νι­κή­τα μ᾿ ἔρ­ρι­ξε κά­τω ὁ πο­νη­ρός».

«Νά προ­σέ­χου­με νά μή μᾶς νι­κή­ση ὁ πο­νη­ρός. Ὁ πο­νη­ρός πα­ρου­σι­ά­ζε­ται μέ πολ­λές μορ­φές. Μία φο­ρά τόν εἶ­δα ὡς ὄ­φι. Τόν ξορ­κί­ζω μέ τόν  Σταυ­ρό καί ἔ­φυ­γε. Ἄλ­λη φο­ρά ὡς ἀ­ρά­πη. Μ᾿ ἔ­πια­σε νά μέ πνί­ξη. Τόν ξορ­κί­ζω μέ τόν Σταυ­ρό, ἄ­φαν­τος ἔ­γι­νε».

«Τούς Ἀγ­γέ­λους καί τούς δαί­μο­νες τούς ση­κώ­νει ὁ ἀ­έ­ρας. Δέν βου­λιά­ζουν νά πέ­σουν, εἶ­ναι πνεύ­μα­τα. Οἱ Ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι πο­λύ ὄ­μορ­φοι. Τό πρό­σω­πό τους ἔ­χει χρῶ­μα σάν τό κε­χριμ­πά­ρι».

«Νά μήν τρέ­χω­με καί πο­λύ, για­τί ἅ­μα τρέ­χη ὁ ἀ­θλη­τής πο­λύ, λα­χα­νιά­ζει καί στα­μα­τᾶ με­τά. Δη­λα­δή νά μήν κά­νω­με με­γά­λες εὐ­λά­βει­ες. Θέ­λει νά ἀγωνιζώμαστε μέ διάκριση καί τα­πε­ί­νω­ση, γιά νά βο­η­θή­ση ὁ Θε­ός. Δέν σέ φθά­νει νά πᾶ­με στόν Πα­ρά­δει­σο καί θές νά πᾶς σέ με­γα­λύ­τε­ρα μέ­τρα; Ἄν μᾶς ἐ­λε­ή­ση ὁ Θε­ός, θά πᾶ­με στόν Πα­ρά­δει­σο».

«Ἤ­μουν φι­λο­ξε­νού­με­νος στοῦ Σταυ­ρο­νι­κή­τα καί ἔρ­χον­ταν τά κα­λο­γέ­ρια στό κελ­λί μου γιά νά τούς πῶ πνευ­μα­τι­κά. Τό Πά­σχα μπαί­νει ἕ­να κα­λο­γε­ρά­κι ντυ­μέ­νο μέ και­νο­ύρ­για ρά­σα, πα­σχα­λι­νά. Λέ­ω: “Κα­λῶς τό κα­λο­γε­ρά­κι, πού ἦρ­θε νά ἀ­κού­ση τοῦ Θε­οῦ τά λό­για”. Ἀ­μέ­σως ἄλ­λα­ξε μορ­φή. Κα­τά­λα­βα ὅ­τι εἶ­ναι δαί­μο­νας. “Σέ ἐ­πι­τι­μῶ”, τοῦ λέ­ω, “ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ”. Ἔ­κα­νε πί­σω, ἀ­γρί­ε­ψε καί χά­θη­κε».

Σέ και­ρό ἀ­νομ­βρί­ας ὁ γε­ρω–Χα­ρά­λαμ­πος ἔ­λε­γε: «Δέν ἔ­χο­υμε ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τήν βρο­χή, ἀλ­λά ἀ­πό τόν Θε­ό».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα