Ο γερω Συμεών ὁ Καυσοκαλυβίτης καταγόταν ἀπό τήν Λάρισα καί στό ἐπάγγελμα ἦταν Χωροφύλακας. Ἦρθε στό Ὄρος νά μονάση καί ὅταν πῆγε στό καλύβι τοῦ Ἁγίου Συμεών στά Καυσοκαλύβια, τόν ρώτησε ὁ Γέροντας ἄν καπνίζη, καί κεῖνος εἶπε «ναί». Τοῦ ἀπάντησε: «Φῦγε, μήν μπῆς καθόλου μέσα, δέν σέ δέχομαι». Ὁ λαϊκός τότε γερω Συμεών τοῦ εἶπε ἀποφασιστικά: «Γέροντα, ἀπ᾿ αὐτή τήν στιγμή, τό κόβω». Ὄντως, ἐνῶ κάπνιζε ἕνα πακέτο τσιγάρα τήν ἡμέρα καί ἔπινε μισή ὀκά τσίπουρο, τά ἔκοψε ἀμέσως, γιατί ἦταν ἄνθρωπος μέ ἰσχυρή θέληση, καί ἔγινε μοναχός.
Ἀφοῦ δοκιμάστηκε πολύ στήν ὑπακοή, τόν πῆρε ὁ Γέροντάς του καί τόν πῆγε στόν ἅγιο Πνευματικό παπα Σάββα νά δῆ ἄν κάνη γιά ἱερέας. Ὁ παπα Σάββας, ἀφοῦ τόν ἐξωμολόγησε, εἶπε στόν Γέροντα: «Τό καλογέρι σου κωλύματα ἱερωσύνης δέν ἔχει, ἀλλά ἄν θέλης νά εἶναι πάντα ταπεινό, ἄφησέ τον καλόγερο, γιατί τούς ἱερεῖς τούς πολεμᾶ πολύ ἡ ὑπερηφάνεια». Ἔτσι δέν τόν ἔκανε ἱερέα.
Ἦταν νηπτικός καί ἡσυχαστής. Σέ κάθε Δεσποτική καί Θεομητορική ἑορτή, ἄν καί τυφλός, ἔβλεπε καί ζοῦσε πνευματικά τό γεγονός. Εἶχε τυπικό ἀμέσως μετά τήν θεία Εὐχαριστία νά ἀναχωρῆ γιά τό καλύβι του. Δέν στεκόταν οὔτε λεπτό.
Ἔκανε ἀγρυπνίες καί χιλιάδες μετάνοιες. Ὁ ὑποτακτικός του π. Ἡσαΐας δέν μποροῦσε νά τόν ἀκολουθήση. Τοῦ ἔλεγε ὁ γερω Συμεών: «Δέν πειράζει. Κάθησε ἐδῶ καί κάτι θά πάρεις».
Εἶχε τό ἀέναο δάκρυο, ὅποτε ἤθελε ἔκλαιγε. Ἕνας ἱερέας λειτουργοῦσε κάποτε στό Ἐκκλησάκι τους. Ἄκουγε ἕνα θόρυβο, κάτι τίκ–τάκ καί δέν καταλάβαινε τί συμβαίνει. Στό τέλος ρώτησε τόν π. Ἡσαΐα τόν ὑποτακτικό του, καί ἐκεῖνος τοῦ ἔδειξε τίς λιμνοῦλες ἀπό τά δάκρυα τοῦ γερω–Συμεών, πού ἔσταζαν σ᾿ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Λειτουργίας.
Ἔλεγε ὁ γερω Συμεών: «Ὅποιος καλόγερος δέν βγαίνει ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, δεύτερη ἁγνεία (παρθενία) τοῦ χαρίζει ὁ Χριστός». Ὁ ἴδιος δέν βγῆκε ποτέ ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ἀκόμα οὔτε καί γιά γιατρό. Προτίμησε νά τυφλωθῆ παρά νά βγῆ γιά τά μάτια του.
Ἦταν μεγάλος ἀγωνιστής. Ὅλη τήν Σαρακοστή καί τά Σαββατοκύριακα ἀκόμη ἔκανε ἐνάτες. Ἔτρωγε ἅπαξ τῆς ἡμέρας παξιμάδι καί ἐλιές συνήθως. Τήν καθαρά Ἑβδομάδα νήστευε μέχρι τήν Παρασκευή χωρίς νά φάη τίποτε. Εἶχαν τό τυπικό τῆς ἀλουσίας. Ἐκοιμήθη τήν Σαρακοστή τοῦ ἔτους 1988 σέ ἡλικία 96 ἐτῶν.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα