Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γερω–Ἐνώχ ὁ Ρου­μᾶ­νος ἔ­γι­νε κα­λό­γε­ρος ἀ­πό τά­μα στήν Πα­να­γί­α. Ἦ­ταν στρα­τι­ώ­της καί σέ μία μά­χη σκο­τώ­θη­καν ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι. Αὐ­τός τό­τε ἔκα­νε τά­μα καί πα­ρα­κά­λε­σε στήν Πα­να­γί­α, ἄν τόν σώ­ση, νά γί­νη κα­λό­γε­ρος στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. 

Ὅ­ταν ἦ­ταν νέ­ος στήν Ρου­μα­νί­α, πρίν γίνη μοναχός, πῆ­γε γιά κά­ποι­ο δι­ά­στη­μα νά ἀ­σκη­τεύ­ση σ᾿ ἕ­να σπή­λαι­ο. Μία μέ­ρα ἦρ­θε κά­ποι­ος μο­να­χός καί τόν ρώ­τη­σε ἄν θέ­λη νά με­ί­νη νά συ­να­σκη­τε­ύ­σουν. Συγ­κα­τα­τέ­θη­κε καί τοῦ εἶ­πε νά κά­νουν προ­σευ­χή, νά ποῦ­νε το­ύς Χαι­ρε­τι­σμούς. Ὁ γε­ρωἘ­νώχ ἄρχισε τούς Χαι­ρε­τι­σμούς, ἀλ­λά ὁ ἄλ­λος μο­να­χός δέν ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε τό «Χαῖ­ρε, νύμ­φη ἀ­νύμ­φευ­τε». Τοῦ εἶ­πε νά τό λέ­γη, ἀλ­λά ὁ ἄλ­λος συ­νε­χῶς ἀ­πέ­φευ­γε. Στήν ἐ­πι­μο­νή τοῦ γε­ρωἘ­νώχ, ὁ ἄλ­λος ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε ἀ­πό μπρο­στά του καί τό­τε κα­τά­λα­βε ὅ­τι ὁ φαι­νό­με­νος μο­να­χός ἦ­ταν ὁ δι­ά­βο­λος. 

Ὕ­στε­ρα ἦρ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ἔ­με­νε στίς Κα­ρυ­ές, σ᾿ ἕ­να Χι­λαν­δα­ρι­νό Κελ­λί χω­ρίς πόρ­τες καί πα­ρά­θυ­ρα. Ἕ­να ἀ­πό τά λί­γα πράγ­μα­τά του ἦ­ταν καί τό τρι­α­κο­σά­ρι κομ­πο­σχο­ί­νι, κομ­μέ­νο σέ πολ­λά ση­μεῖ­α καί πι­α­σμέ­νο μέ πα­ρα­μά­νες. Ὕστερα ἄλ­λα­ξε πολ­λά Κελ­λιά. 

Ἔ­λε­γε ὁ γε­ρω–Ἐ­νώχ: «Μόλις βα­πτι­σθοῦ­με, μᾶς δί­νει ὁ Θε­ός ἕ­ναν Ἄγ­γε­λο ἀ­πό δε­ξιά μας. Ἔ­πει­τα ἔρ­χε­ται καί ἕ­νας δα­ί­μο­νας ἀ­πό τά ἀ­ρι­στε­ρά μας. Αὐ­τός ἔ­χει ἕ­να τε­φτέ­ρι ὅ­που γρά­φει τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας. Ὅ­ταν ὅ­μως τίς ἐ­ξο­μο­λο­γο­ύ­μα­στε, πά­ει κρυ­φά ὁ Ἄγ­γε­λος καί τίς σβή­νει». 

«Ὁ Θε­ός ἔ­δω­σε στόν ἄν­θρω­πο τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α νά δι­α­λέ­ξη νά πά­η μέ τόν Θεό ἤ μέ τόν δι­ά­βο­λο. Ἐπει­δή ὅ­μως εἴ­μα­στε πλα­σμέ­νοι ἀ­πό τόν Θεό, δέν κά­νου­με μέ τόν δι­ά­βο­λο». 

«Γιά νά ψηφίσης κά­ποι­ον γιά Ἡ­γού­με­νο, πρέ­πει νά ἔχης φά­ει μα­ζί του ἕ­να τσου­βά­λι ἁ­λά­τι» (δη­λα­δή νά τόν ζή­σης πολ­λά χρό­νια, ὥ­στε νά τόν γνω­ρί­σης πο­λύ κα­λά). 

Ὁ γε­ρωἘ­νώχ, ἀ­φοῦ ἀ­σκή­θη­κε γιά πολ­λά χρό­νια στήν Κα­ψά­λα καί σέ ἄλ­λα μέ­ρη, στό τέ­λος πῆ­γε στήν Μονή Σταυ­ρο­νι­κή­τα νά γη­ρο­κο­μη­θῆ. Λί­γο πρίν πε­θά­νη, τόν ἔ­βλε­παν οἱ πα­τέ­ρες νά προ­ση­λώ­νη τό βλέμ­μα του στόν οὐ­ρα­νό καί νά συ­νο­μι­λῆ μέ κά­ποι­ους, πού οἱ ἄλ­λοι δέν τούς ἔ­βλε­παν∙ μό­νο τόν ψί­θυ­ρο ἄ­κου­γαν, χω­ρίς νά ἐν­νο­οῦν τί λέ­γει. Ἔ­πει­τα κύ­λη­σε ἕ­να δά­κρυ, ἔ­κλει­σε τά μά­τια του καί ἐ­κοι­μή­θη τόν αἰ­ώ­νιο ὕ­πνο στίς 13–10–79. 

Στό ἰ­δι­όρ­ρυθ­μο Βα­το­πέ­δι ἔ­ζη­σε ὁ γε­ρω–Εὐ­γέ­νιος. Ἦ­ταν μο­να­χός μέ κρυ­φή πνευ­μα­τι­κή ζω­ή καί  με­γά­λες ἀ­σκή­σεις. Σέ ὅ­λη του τήν ζω­ή λέ­γουν με­ρι­κοί ὅ­τι δέν γεύ­θη­κε λά­δι καί τυ­ρί. Εἶ­χε καί τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ Δο­χειά­ρη. Ἦ­ταν πο­λύ ἐ­λε­ή­μων, συ­νε­χῶς ἔ­δι­νε ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. Ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα, ἀρ­κε­τά χρό­νια με­τά τήν κοί­μη­σή του, ἄ­νοι­ξαν τό κελ­λί του, ἐ­ξῆλ­θε μί­α λε­πτή εὐ­ω­δί­α. 

* 

Εἶπε ὁ πα­πα–Εὐ­δό­κι­μος ὁ Πνευ­μα­τι­κός, ἀ­πό τήν Σκή­τη Βα­το­πε­δί­ου: «Ἡ ἐ­φαρ­μο­γή τῶν ἱ­ε­ρῶν κα­νό­νων ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τήν δι­ά­κρι­ση τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ καί τήν με­τά­νοι­α τοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γου­μέ­νου».  

* 

Στό σπή­λαι­ο τοῦ ἁ­γί­ου Νεί­λου ἀ­σκή­τευ­ε πα­λαι­ότε­ρα ἕ­νας ἀ­σκη­τής ὀ­νό­μα­τι Εὐ­θύ­μιος ἀ­πό τήν Κό­νι­τσα, προ­ερ­χό­με­νος ἐξ ἐγ­γά­μων. Ἔ­με­νε στήν ὑγρή σπη­λιά καί ἔ­κα­νε με­γά­λη ἄ­σκη­ση. Ἡ τρο­φή του ἦ­ταν ἕ­να σακ­κί ὄ­σπρια γιά ὅ­λο τόν χρό­νο. 

Ὁ πα­πα–Εὐ­θύ­μιος ὁ Πνευ­μα­τι­κός πρῶ­τα ἀ­σκή­τευ­ε στήν σπη­λιά τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου. Ἐ­πει­δή ὅμως τοῦ ἔ­φερ­ναν ἀν­θρώ­πους γιά νά το­ύς δώ­ση συμ­μαρ­τυ­ρί­α νά γί­νουν ἱ­ε­ρεῖς καί δέν συμ­φω­νοῦ­σε, ἔ­φυ­γε καί πῆ­γε στήν σπη­λιά τοῦ Ἁ­γί­ου Νε­ί­λου.  

Ἔ­κλει­σε τόν χῶ­ρο μέ ἕ­να ντου­βα­ρά­κι καί ὁ ἴ- διος κοι­μό­ταν μέ­σα στόν τά­φο τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πέ­κτη­σε ὑ­πο­τα­κτι­κό καί τόν ὠ­νό­μα­σε Ματ­θί­α. Στά γη­ρά­μα­τά του τόν ἔ­παιρ­νε στήν πλά­τη του ὁ γε­ρω–Με­θό­διος καί τόν ἀ­νέ­βα­ζε στήν Κο­ί­μη­ση γιά νά λει­τουρ­γή­ση. Εἶ­χε ὁ Πνευ­μα­τι­κός μία κή­λη σάν πε­πο­νά­κι, ὑ­πέ­φε­ρε πο­λύ καί βογ­γοῦ­σε, ὅ­ταν ἀ­νέ­βαι­ναν τά σκα­λο­πά­τια, καί ἔ­λε­γε: «Σι­γά, παι­δί μου, σι­γά». 

Ο γε­ρω–Εὐ­θύ­μιος ὁ Δι­ο­νυ­σιά­της, Πόν­τιος στήν κα­τα­γω­γή, ἦ­ταν για­τρός καί λο­γι­στής. Ἦ­ταν πο­λύ ἱ­κα­νός. Τόν κα­λοῦ­σαν στήν Κοι­νό­τη­τα, ὅ­ταν εἶ­χαν δυ­σκο­λί­ες μέ τήν ἀ­παλ­λο­τρί­ω­ση τῶν Με­το­χί­ων καί μέ τά λο­γι­στι­κά. Μέ τήν ἱ­κα­νό­τη­τά του καί τήν πεῖ­ρα του τούς ἔ­βγα­ζε ἀ­πό τήν δυ­σκο­λί­α. Ἦ­ταν καί κα­λός πρα­κτι­κός ψάλ­της. 

Τό ἔ­τος 1956 κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα ἄρ­χι­σε νά ψά­λη τό τρο­πά­ριο «Τῆς με­τα­νοί­ας ἄ­νοι­ξόν μοι πύ­λας, Ζω­ο­δό­τα…». Τόν ρώ­τη­σε ὁ γη­ρο­κό­μος:  

–Πά­τερ Εὐ­θύ­μι­ε, πῶς σοῦ ἦρ­θε τέ­τοι­α ὄ­ρε­ξη νά ψάλ­ης; 

–Τί νά κά­νω; Θά ξα­να­ψά­λω; 

–Για­τί δέν θά ξα­να­ψά­λλεις; 

–Για­τί τώ­ρα φεύ­γω. 

–Ποῦ τό ξέ­ρεις; 

–Τό ξέ­ρω. 

Πρίν ἀ­πό ἕ­ξι μῆ­νες εἶ­χε δεῖ κά­τι τό ἐν­τυ­πω­σιακό ­στόν ὕ­πνο του. Βρέ­θη­κε σ᾿ ἕ­ναν κάμ­πο. Ἦ­ταν κό­σμος πο­λύς καί φώ­να­ζαν: «Ἔρ­χε­ται ὁ κα­λό­γε­ρος». Τόν πῆ­ρε κά­ποι­ος καί τοῦ εἶ­πε: «Ἐσύ θά πᾶς πί­σω. Τά­δε ἡ­με­ρο­μη­νί­α, ἡ­μέ­ρα καί ὥ­ρα συγ­κε­κρι­μέ­νη νά εἶ­σαι ἕ­τοι­μος. Τε­λει­ώ­νει ἡ ζω­ή σου. Θά ᾿ρθῶ νά σέ πά­ρω». Τό ἤ­ξε­ρε ἀ­πό τό­τε. Προ­ε­τοι­μά­στη­κε καί ὄν­τως, ὅ­πως τό εἶ­πε ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα, Τρί­τη τό με­ση­μέ­ρι ἔ­φυ­γε σέ ἡ­λι­κί­α 115 ἐ­τῶν, πλή­ρης ἡμε­ρῶν. 

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα