Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Με­ρι­κοί πού ἔ­χουν φθό­νο καί μῖσος γιά κά­ποι­ον, ὅ­ταν τόν δοῦν λέ­νε: “Μ᾿ ἔ­κα­ψε πού τόν εἶ­δα. Δέν μπο­ρῶ νά τόν δῶ­”. Νι­ώ­θουν ἕ­να κά­ψι­μο ἐ­σω­τε­ρι­κό. Τέ­τοι­ου εἴ­δους, ἀλ­λά σέ βαθ­μό ἀ­συγ­κρί­τως με­γα­λύ­τε­ρο, πού κα­λύ­τε­ρα νά μή γνω­ρί­ση κα­νείς, θά εἶ­ναι καί τό κά­ψι­μο τῆς κο­λά­σε­ως. Ὁ Θε­ός νά φυ­λά­η». 

«Οἱ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοί ὕ­μνοι εἶ­ναι γραμ­μέ­νοι μέ τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί ἔ­χουν μέ­σα τους γλυ­κύ­τη­τα καί χά­ρι». 

 

«Ὁ μο­να­χός πρέ­πει νά εἶ­ναι προ­σε­κτι­κός καί ἄγρυ­πνος. Καί ὅ­ταν δέν ἔ­χη πει­ρα­σμούς, πρέ­πει πάλι νά λέ­η τήν εὐ­χή, γιά νά φο­βᾶ­ται ὁ πει­ρα­σμός νά τόν πλη­σιά­ση. Ἡ εὐ­χή εἶ­ναι τό πε­τρο­βό­λη­μα κα­τά τοῦ δι­α­βό­λου. Φο­βᾶ­ται καί σκέ­φτε­ται: “Κά­τσε μή φά­ω καμ­μί­α πέ­τρα”, καί δέν πλη­σιά­ζει. Ἐ­μεῖς πολ­λές φο­ρές μπο­ρεῖ νά μήν ἐν­νο­οῦ­με τήν εὐ­χή, ἀλ­λά τήν κα­τα­λα­βαί­νει ὁ Σα­τα­νᾶς». 

 

«Ὁ  μο­να­χός  νά μήν ἀ­φή­νη τόν ἑ­αυ­τό του χαλα­ρό. Νά μήν εἶ­ναι ρά­θυ­μος στό μυα­λό του καί τόν ὁ­δη­γῆ ὁ σα­τα­νᾶς πό­τε ἐ­δῶ καί πό­τε ἐ­κεῖ. Μέ τήν χά­ρι τοῦ Θε­οῦ νά ὁ­δη­γῆ τό νοῦ του στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα, στόν Χρι­στό, στήν Πα­να­γί­α, στούς Ἁ­γί­ους, γιά νά χαί­ρων­ται καί αὐ­τοί γιά τήν κα­τά­στα­σή μας». 

 

«Νά παίρ­νου­με κα­νέ­να τη­λε­φω­νά­κι στόν Κύ­ριο καί στήν Πα­να­γί­α. Τό “Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με­”, εἶ­ναι τό νού­με­ρο τοῦ Χρι­στοῦ. “Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κε, βο­ή­θη­σόν με”, εἶ­ναι τό νού­με­ρο τῆς Πα­να­γί­ας. Ὅ­ταν τήν ἐ­πι­κα­λού­μα­στε, εἶ­ναι σάν νά μᾶς λέ­η: “Ἔ­λα, παι­δί μου, σ᾿ ἀ­κού­ω”». 

 

«Ἐ­μεῖς οἱ μο­να­χοί νά κα­τα­να­λώ­νου­με τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο στά πνευ­μα­τι­κά. Ὁ  Θε­ός δέν θέ­λει νά κά­νου­με κά­τι πά­νω ἀ­πό τίς δυ­νά­μεις μας. Ὅ­σα μπο­ροῦ­με καί ὅ­,τι μπο­ροῦ­με». 

  

«Ὅ­ταν ἔ­χο­υμε ἀ­μέ­λεια ἤ ἀ­κη­δί­α, νά ξέ­ρου­με ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­πό τόν σα­τα­νᾶ καί πρέ­πει νά βι­ά­σου­με τόν ἑαυ­τό μας. Τό­τε ἰ­σχύ­ει τό “­οἱ βια­σταί ἁρ­πά­ζου­σι τήν Βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ”». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Ἡ θύ­ρα τῆς ἀ­πω­λε­ί­ας γιά τούς μο­να­χούς εἶ­ναι ἡ κα­τά­κρι­ση». 

 

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Ὁ δι­ά­βο­λος βά­ζει λο­γι­σμούς, γιά νά στα­μα­τᾶ­με νά λέ­με τήν εὐ­χή. Ἡ εὐ­χή ἔ­χει με­γά­λη δύ­να­μη. Ὅ­ταν ἤ­μουν νέ­ο κα­λο­γέ­ρι, ἔ­πε­σα μία βρα­δι­ά νά κοι­μη­θῶ καθώς ἔλεγα συ­νε­χῶς τήν εὐ­χή. Μέ πῆ­ρε ὁ ὕ­πνος λέ­γον­τας συ­νε­χῶς τό “Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με­”. Ξαφ­νι­κά ἄ­κου­σα μία φω­νή ἄ­γρια: “Σκά­σε ρέ­”, ἦ­ταν τοῦ δι­α­βό­λου πού δέν ἤ­θε­λε ν᾿ ἀ­κού­η τήν εὐ­χή».  

 

Εἶ­πε Γέρων στά κα­λο­γέ­ρια του: «Νά τούς ἀ­γα­πᾶ­τε ὅ­λους, ἀλ­λά καί νά μήν ἔ­χε­τε πολ­λά μέ κα­νέ­ναν». 

 

«Ἐ­μεῖς οἱ ση­με­ρι­νοί μο­να­χοί ἔ­χου­με ἐ­γω­ϊ­σμό». 

 

«Νά δι­α­τη­ροῦ­με κα­θα­ρή τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­πως καί τήν ψυ­χή μας». 

 

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Ἡ τα­πεί­νω­ση εἶ­ναι με­γά­λη ἀ­ρε­τή. Νά λέ­η κα­νείς: ”Εὐ­λό­γη­σον, Γέ­ρον­τα, ἔ­χεις δί­και­ο”. Ἐ­γώ λέ­ω στόν ὑ­πο­τα­κτι­κό μου: ”Εὐ­λό­γη­σον, ἔ­κα­μα λά­θος, λέ­ω βλα­κεῖ­ε­ς”». 

 

«Ὅ­ποι­ος θέ­λει νά ἀ­γω­νι­σθῆ στή νοερά προσευχή τοῦ φθά­νει ἡ ἡ­συ­χία­ καί τό κομ­πο­σχο­ί­νι. Οἱ κασ­σέ­τες, καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές νά εἶ­ναι, σκο­τί­ζουν τό νοῦ». 

 

«Ὅ­πως κα­τά­λα­βα, ὁ δι­ά­βο­λος μᾶς βά­ζει νά κά­νου­με ἔρ­γα πού δέν μᾶς εἶ­ναι ἀ­πα­ρα­ί­τη­τα, γιά νά μήν κά­νου­με προ­σευ­χή». 

 

«Κάνετε προ­σευ­χή τώ­ρα πού εἶ­στε νέ­οι, για­τί ἅ­μα γε­ρά­σε­τε θά κλαῖ­τε, ὅ­πως κλα­ί­ω ἐ­γώ τώ­ρα». 

 

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Ὅ­ποι­ος μο­να­χός εἶ­ναι λί­γο ἀ­με­λής στά πνευ­μα­τι­κά, ἔ­χει ὅ­μως κα­λή δι­α­κο­νί­α, ἀγα­πᾶ καί ἀ­να­πα­ύ­ει το­ύς πα­τέ­ρες, θά τοῦ δώ­σει ὁ Θε­ός κα­λή με­τά­νοι­α καί κα­λό τέ­λος γιά τήν δι­α­κο­νί­α του».  

 

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Μήν πι­στεύ­ης στούς ἀ­γῶ­νες καί στίς ἀ­ρε­τές τῶν νέ­ων, δι­ό­τι μοιά­ζουν σάν τόν μοῦ­στο πού βρά­ζει καί δέν ξέ­ρει κα­νείς, ἄν θά γί­νει κα­λό κρα­σί ἤ ξύ­δι». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Νά φυ­λά­γε­σαι ἀ­πό τήν πλά­νη καί ἀ­πό τήν ἀ­μέ­λεια».  

 

Εἶ­πε Γέρων: «Ὅ­ταν ὁ Γέ­ρον­τας δώ­ση μία ἐν­το­λή στόν ὑ­πο­τα­κτι­κό του, οὔ­τε καί ὁ Πα­τριά­ρχης μπο­ρεῖ νά τήν ἀ­θε­τή­ση». 

 

«Ὅ­ποι­ος δέν φο­βᾶ­ται τόν Θε­ό, φο­βᾶ­ται ὅ­λα τ᾿ ἄλ­λα». 

 

Γέ­ρον­τας ἔ­λε­γε: «Τό Κελ­λί μου ἔ­γι­νε κα­φε­νεῖ­ο πνευ­μά­των ἀ­κα­θάρ­των. Τούς λέ­ω: ”Τό­σο με­γά­λο σπί­τι ἔ­χω. Τρα­βᾶ­τε, κα­θῆ­στε ὅ­που θέ­λε­τε. Μό­νο μήν ἔρ­χε­σθε ἐ­δῶ πού εἶ­μαι καί μέ πει­ρά­ζε­τε­”». 

 

Γέ­ρων ἐ­πι­σκέ­φθη­κε γει­το­νι­κό Κελ­λί. Τόν δό­κι­μο τοῦ Κελ­λιοῦ τόν πο­λε­μοῦ­σαν ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό λο­γι­σμοί κα­τα­κρί­σε­ως. Ὁ Γέ­ρον­τας, χω­ρίς νά τό γνω­ρί­ζη, τοῦ εἶ­πε: «Ἡ κα­τά­κρι­ση εἶ­ναι με­γά­λη ἁ­μαρ­τί­α. Ἐ­σύ νά μήν κα­τα­κρί­νης τούς ἄλ­λους, ἀλ­λά νά κοι­τά­ζης μό­νο τήν καμ­πού­ρα σ᾿(ου). Νά θε­ω­ρῆς τόν ἑαυ­τό σου κα­τώ­τε­ρο καί ἀ­πό τόν πιό κα­τώ­τε­ρο. Νά ἔ­χης ἕ­να κα­λό Πνευ­μα­τι­κό καί νά κοι­τά­ζης τήν κα­μπού­ρα σ᾿(ου)».  

 

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Ἐ­μεῖς οἱ κα­λό­γε­ροι ἀν­τί νά φτει­ά­ξου­με τά κε­φά­λια μας (το­ύς λο­γι­σμο­ύς μας), φτει­ά­χνου­με σπί­τια καί ἀ­νοί­γου­με δου­λει­ές».  

 

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Δύ­ο πράγ­μα­τα νά προ­σέ­χη ὁ μο­να­χός: Τόν κό­σμο καί τήν ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α. Πρῶ­τα τόν κό­σμο, νά μήν βγαί­νη ἔ­ξω. Ἀ­φοῦ ἄ­φη­σε τόν κό­σμο καί ἔ­γι­νε κα­λό­γε­ρος, για­τί νά γυρ­νᾶ πά­λι στά ἴ­δια; Εἶ­ναι σάν νά ἀ­θε­τῆ τίς ὑ­πο­σχέ­σεις του. Καί δεύ­τε­ρο τήν ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α. Ἅ­μα ἔ­χει ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α ὁ μο­α­χός μα­θαί­νει ὅ­λα τά νέ­α τοῦ κό­σμου καί τό μυα­λό του εἶ­ναι τρό­πόν τι­να ἔ­ξω στόν κό­σμο». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Ἡ προ­σευ­χή τοῦ Ἰ­η­σοῦ εἶ­ναι ἡ με­γα­λύ­τε­ρη πε­ρι­ου­σί­α τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ μο­να­χοῦ. Γιά τήν καρ­διά πού τήν ἔ­χει συ­νη­θί­σει, ἡ ἀ­που­σί­α τοῦ γλυ­κυ­τά­του ὀ­νό­μα­τος εἶ­ναι σάν μία πλη­γή πού δέν σ᾿ ἀ­φή­νει νά ἡ­συ­χά­σης καί σέ πο­νᾶ πάν­το­τε. Ἀ­γω­νί­σου νά ἀ­πο­κτή­σης τήν συ­νή­θεια τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς. Ὅ­ταν τήν ἀ­πο­κτή­σης, θά δο­κι­μά­σεις εὐ­τυ­χί­α καί μα­κα­ρι­ό­τη­τα μέ­σα στίς κα­κου­χί­ες καί τούς πειρασμούς».  

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Μήν κοι­τά­ζω­με τί εἶ­ναι ὁ κα­θέ­νας, ἀλ­λά νά λέ­με “ἔ­λε­ος καί σ᾿ αὐ­τόν τόν ἁ­μαρ­τω­λόν”. Ἔ­τσι ἔ­χου­με εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τόν Θε­ό. Πολ­λοί πού ἦταν σέ μέ­τρα πνευ­μα­τι­κά ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­τη­καν καί ἔ­πε­σαν, ἐ­νῶ ἄλ­λοι ἁ­μαρ­τω­λοί με­τά­νοι­ω­σαν καί σώ­θη­καν».  

 

«Ἡ με­γα­λύ­τε­ρη φτώ­χεια εἶ­ναι ἡ ἔλ­λει­ψη τῆς ἀγά­πης, καί κα­νε­ίς δέν εἶ­ναι φτω­χός, ἄν ἔ­χη Θε­ό».  

 

«Μή μα­ζεύ­ης πολ­λά πράγ­μα­τα καί μή μα­θαί­νης πολ­λές εἰ­δή­σεις». 

 

«Ἡ με­τά­νοι­α δέν ἔ­χει θυ­μό καί κα­τά­κρι­ση». 

  

Εἶ­πε Γέ­ρων: «Ὄ­χι μό­νο νά φυ­λά­γε­σαι ἀ­πό τό νά μήν κα­τα­κρί­νης κα­νέ­ναν, ἀλ­λά καί ἐ­σύ νά μή γί­νης αἰ­τί­α νά σέ κα­τα­κρί­νουν καί νά σέ κα­τη­γο­ρή­σουν δι­καί­ως. Ἐ­άν ἀ­δί­κως, τό­τε θά ἔ­χεις μι­σθό». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Τό κρεβ­βά­τι τοῦ πό­νου εἶ­ναι χρυ­σω­ρυ­χεῖ­ο».  

 

Εἶ­πε Γέρων: «Τόν κα­νό­να σου μήν τόν ἀ­φή­σης πο­τέ. Εἶ­ναι σάν ἀ­σπί­δα πού φυ­λά­ει τόν μο­να­χό».  

 

Εἶ­πε Γέρων: «Ὁ Πνευ­μα­τι­κός πρέ­πει νά ἔ­χη δι­κό του Πη­δά­λιο», δηλ. δι­ά­κρι­ση, γιά νά ἐ­φαρ­μό­ζη  ξε­χω­ρι­στά γιά τήν κά­θε πε­ρί­πτω­ση τούς Κα­νό­νες.  

 

Εἶ­πε Γέρων: «Τά μαγ­κού­φι­κα τά λε­φτά, ἅ­μα τά ἀ­γα­πή­σης, σέ κά­νουν καί ἀρ­ρω­σταί­νεις, καί ὕ­στε­ρα δέν προ­φθά­νεις νά ξο­δεύ­ης». 

 

Εἶ­πε Γέρων: «Τό ἐρ­γό­χει­ρο εἶ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο. Μοιά­ζει μέ τήν βρυ­σού­λα πού στάζει καί δέν σ᾽ ἀ­φή­νει νά πει­νά­σης».  

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα