Υφέρπω. Τὸ ρῆμα εἶναι σύνθετο ἀπὸ τὴν πρόθεση ὑπὸ καὶ τὸ ρῆμα ἕρπω. Ἀρχικὰ σήμαινε «γλιστρῶ κρυφά». Σήμερα μὲ τὴν κυριολεκτική του σημασία «σέρνομαι κάτω ἀπὸ κάτι» χρησιμοποιεῖται σπάνια: «οἱ στρατιῶτες προχωροῦσαν πρὸς τὸ ἀντίπαλο στρατόπεδο ὑφέρποντας ἀνάμεσα στὴν πυκνὴ βλάστηση».
Ἀνακαλύπτω τὶς ρίζες τῶν λέξεων – Τιμαλφεῖς λέξεις