Ἀνακαλύπτω τὶς ρίζες τῶν λέξεων – Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ γλωσσικὴ παρακαταθήκη

Κυρηναῖος. Ἀνεβαίνοντας ὁ Κύριος στὸν φρικτὸ Γολγοθᾶ ἐξαντλημένος ἀπὸ τὰ φραγγελώματα, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ραπίσματα, τὸν ἀκάνθινο στέφανο, τὴν πεῖνα, τὴν δίψα καταρρέει. Κανεὶς Ἑβραῖος δὲν θέλει νὰ ἄρη τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου ἵνα μὴ μιανθῇ. Οὔτε βέβαια κάποιος Ρωμαῖος θὰ ἀναλάμβανε ἕνα τέτοιο «ὑποτιμητικὸ» ἔργο. Τότε οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες ἀγγαρεύουν κάποιον γεροδεμένο χωρικὸ τὸν Σίμωνα  ἀπὸ τὴν Κυρήνη τῆς Βορείου Ἀφρικῆς, τὸν γνωστὸ σὲ μᾶς τὸν Σίμωνα τὸν Κυρηναῖο, γιὰ νὰ  σηκώση τὸν Σταυρό: «Καὶ ὡς ἀπήγαγον αὐτόν, ἐπιλαβόμενοι Σίμωνά τινα Κυρηναῖον ἐρχόμενον ἀπ’ ἀγροῦ ἐπέθηκαν αὐτῷ τὸν σταυρὸν φέρειν ὄπισθεν τοῦ Ἰησοῦ» (Κατὰ Λουκὰν 13, 26) Ἔτσι ὁ ἁπλὸς χωρικὸς ἀνακούφισε γιὰ λίγα λεπτὰ τὸν Κύριο. Τὸ ὄνομά του ἔγινε συνώνυμο τῆς παρηγοριᾶς, τῆς ἀρωγῆς καὶ τῆς ἀνακούφισης: Ὁ π. Ἀχίλλιος ὡς ἄλλος Κυρηναῖος στέκεται πολύτιμος ἀρωγὸς μέχρι τὸ τέλος.

 

Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα άρθρα

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα