Ἀνακαλύπτω τὶς ρίζες τῶν λέξεων – Τιμαλφεῖς λέξεις

 

Υφέρπω. Τὸ ρῆμα εἶναι σύνθετο ἀπὸ τὴν πρόθεση ὑπὸ καὶ τὸ ρῆμα ἕρπω. Ἀρχικὰ σήμαινε «γλιστρῶ κρυφά». Σήμερα μὲ τὴν κυριολεκτική του σημασία «σέρνομαι κάτω ἀπὸ κάτι» χρησιμοποιεῖται σπάνια: «οἱ στρατιῶτες προχωροῦσαν πρὸς τὸ ἀντίπαλο στρατόπεδο ὑφέρποντας ἀνάμεσα στὴν πυκνὴ βλάστηση». Πιὸ συχνὴ εἶναι ἡ μεταφορική του χρήση: ὑφέρπον θρησκευτικὸ μῖσος, ὑφέρπει προκατάληψη, ὑφέρπει ἡ φήμη τῆς διαφωνίας, ὑφέρπει φασιστικὴ νοοτροπία, ὑφέπουσα κρίση. Ἄρα ὑφέρπω «διαδίδομαι σιγά-σιγὰ χωρὶς νὰ γίνωμαι ἀντιληπτός. Συνώνυμα: φωλιάζει, σοβεῖ, ἐλλοχεύει, ἐνεδρεύει, καραδοκεῖ.

 

Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα άρθρα

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα