Δημοσιεύσεις ετικέτας «ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ»

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – δ΄. Κωνσταντῖνος Μικρός, ὁ εὐλαβής νεωκόρος

Ἀκοῦς τί σοῦ λέω; Νά φύγης τώρα ἀμέσως! Κι ὅταν φτάσης ἀπέναντι, στό νησί, τότε θά γίνη κι ἡ συνθηκολόγηση. Τράβα μπροστά καί μή φοβᾶσαι! Καί ποιός εἶσαι ἐσύ πού μοῦ τά λές ὅλα αὐτά;, ρώτησε ἀπορημένος ὁ Κώστας. Εἶμαι ὁ Ἅγιος Δημήτριος!, ἀπάντησε ὁ νεαρός στρατιώτης καί ἀμέσως ἐξαφανίστηκε ἀπό μπροστά του.

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – γ΄. Σπυρίδων Μηνέττος, ὁ κοσμοκαλόγηρος

Ἔτρεχε καί ἀνέβαινε στόν ὄροφο καί μόλις ἄνοιγε τήν πόρτα ὅλα ἡσύχαζαν. Ὁ θεῖος στό χαμηλό του κρεββάτι τουρτούριζε ἀπό τό κρύο μέσα στήν μέση τοῦ χειμῶνα χωρίς σκεπάσματα. Αὐτά ἦταν πεταμένα στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ δωματίου. «Συγγνώμη, ἀδελφή, πού σέ ξύπνησα. Μέ πειράζει ὁ δαίμονας, μέ τραντάζει καί μοῦ πετάει τά σκεπάσματα!».

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιγ΄. Σοφία Σαμαρᾶ

Καί μέ τήν βο­ή­θεια τῆς Πα­να­γί­ας τό παι­δί περ­πά­τη­σε καί ἄ­φη­σε γι­ά πάν­τα ἐ­κεῖ τίς πα­τε­ρί­τσες. Φεύ­γον­τας εὐ­χα­ρί­στη­σαν οἱ γο­νεῖς καί ἄ­φη­σαν χρή­μα­τα. Ἐ­κεῖ ἦ­ταν πού ἐ­ξα­γρι­ώ­θη­κε ἡ για­γιά καί εἶ­πε: “Για­τί τό χα­λᾶ­τε τώ­ρα; Για­τί χα­λᾶ­τε τήν εὐ­λο­γί­α πού πή­ρα­τε; Δέν θέ­λω τί­πο­τε.Νά πᾶ­τε στήν εὐχή τῆς Πα­να­γί­ας. Πά­ρε τόν σα­τα­νᾶ (χρή­μα­τα) ἀ­πό τό τρα­πέ­ζι, θά μοῦ λε­ρώ­σει τήν εὐ­λο­γί­α. Για­τί ἡ εὐ­λο­γί­α δέν πλη­ρώ­νε­ται. Ἐ­μέ­να ὁ Θε­ός μοῦ τό ἔ­δω­σε δω­ρε­άν καί πῶς τώ­ρα νά πά­ρω λε­φτά;”

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Δημήτριος Ἀργυρόπουλος

Ἕνα παιδάκι βλέποντας μία μέρα τὸν κυρ-Μῆτσο ποὺ ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἶπε στὸν πατέρα του ὃτι ὁ κυρ-Μῆτσος ἔχει φωτοστέφανο στὸ κεφάλι του. Κάποτε, ὃταν πῆγε νὰ κοινωνήση, ἕνα παιδάκι εἶπε στὴ μητέρα του: «Μαμά, κοίτα, ὁ κυρ-Μῆτσος πετάει φωτιές».

Ασκητές Μέσα στον Κόσμο Α’ – Ὁ εὐλογημένος Συμεών

Ὁ Πνευ­μα­τι­κός κά­θε μέ­ρα πή­γαι­νε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο, μι­λοῦ­σε μα­ζί του καί ἔ­μα­θε γιά τήν ζω­ή του. Κα­τά­λα­βε ὅ­τι πρό­κει­ται πε­ρί εὐ­λο­γη­μέ­νου ἀν­θρώ­που. Τήν τρί­τη ἡ­μέ­ρα πρωΐ–πρωΐ πά­λι πῆ­γε νά δῆ τόν Συ­με­ών καί νά δι­α­πι­στώ­ση ἄν θά πραγ­μα­το­ποι­η­θῆ ἡ πρόρ­ρη­ση ὅτι θά πε­θά­νει. Πράγ­μα­τι ­ἐ­κεῖ πού κου­βέντια­ζαν, ὁ Συ­με­ών φώ­να­ξε ξαφ­νι­κά: «Ἦρ­θε ὁ Χρι­στός», καί ἐκοι­μή­θη τόν ὕ­πνο τοῦ δι­καί­ου.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ζ΄. Κωνσταντῖνος Σωτηρίου

Ὅ­ταν ἄ­νοι­ξε τά μά­τια του, εἶ­δε τόν Ἅ­γιο καί τό κρε­μα­στό καν­τή­λι στό δω­μά­τιο νά κινῆται συ­νε­χῶς ἀ­πό μό­νο του. Ξύ­πνη­σε καί τήν γυ­ναῖ­κα του, ἔ­κα­ναν προ­σευ­χή καί τό παι­δί τους σώ­θη­κε· ὄντως, ὅ­πως ἔ­μα­θαν ἀρ­γό­τε­ρα, ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα βρι­σκό­ταν σέ με­γά­λο κίν­δυ­νο.

Ο Άγιος Παΐσιος είπε: «Εσείς εκεί στην Λάρισα έχετε έναν άγιο άνθρωπο, τον π. Σεραφείμ, αλλά κρύβεται σαν τον λαγό πίσω από τους θάμνους, ψάξτε λίγο και θα τον βρείτε».

Προσπαθούσε να κρύβεται, να θολώνει τα νερά μέσα από παραξενιές, που άγγιζαν τα όρια της διά Χριστόν σαλότητος. «Κακό πράγμα, έλεγε, να σου βγει το όνομα ότι είσαι πνευματικός. Δεν μπορείς να κρυφτείς πουθενά». Για το λόγο αυτό και πολλούς τους έδιωχνε κακήν κακώς. «Φύγετε, φύγετε, δεν εξομολογώ» τους φώναζε από τη βεράντα της καλύβας του.

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – Ϲ΄. Κυριᾶκος, ὁ παράλυτος

Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες παρουσιάστηκε κάτι σάν σύννεφο φωτεινό πάνω ἀπό τό κρεββάτι του καί τόν ἔλουζε μέ ἄσπρο φῶς. Τά ἄτομα πού τό εἶδαν, εἶπαν ὅτι μοιάζη μέ τό Ἅγιο Φῶς στόν Πανάγιο Τάφο. Μέσα σ᾿ αὐτό τό φῶς, τό πρόσωπό του ἔλαμπε σάν νά εἶχε δικό του φῶς. 

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ι΄. Βαΐα Γεωργιαννάκη–Κωστούλα

Ζώντας ἔ­τσι κα­θη­με­ρι­νά μέ­σα σ᾽ αὐ­τόν τόν πό­νο, βλέ­πει στόν ὕ­πνο της μιά γυ­ναῖ­κα ἡ ὁ­ποί­α τῆς εἶ­πε: «Νά πά­ρης τό παι­δί σου καί κα­θα­ρά ροῦ­χα καί νά ἔρ­θης στό σπί­τι μου. Ἐ­κεῖ θά κα­τέ­βεις πολ­λά σκα­λο­πά­τια στό ἁ­γί­α­σμα, θά πλύ­νεις τό παι­δί, θά τό ἀλ­λά­ξεις, θά πά­ρεις πα­πᾶ νά λει­τουρ­γή­ση καί τό παι­δί θά γί­νει κα­λά».

Πώς η Θεία Κοινωνία θεραπεύει τις ψυχοπάθειες

Το Σώμα και Αίμα του Κυρίου μεταμορφώνει ριζικά όλον τον άνθρωπο. Αναζωογονείται η ψυχή και το σώμα. Γίνεται ένας καινούργιος άνθρωπος με άλλο χαρακτήρα και ψυχισμό. Αλλά και τα κύτταρα αναζωογονούνται…

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – β΄. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ νέος ἐλεήμων

Μιά νύ­χτα φαί­νε­ται στόν ὕ­πνο τῆς μη­τέ­ρας τοῦ τρελ­λοῦ παι­διοῦ ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης λέ­γο­ντάς της νά μήν κλαί­η για­τί τό παι­δί της θά γί­νει κα­λά. Νά τοῦ δώ­ση νά­ πι­ῆ νε­ρό στό ὁ­ποῖ­ο νά βά­λη μέ­σα ἀ­πό τό χῶ­μα τοῦ τά­φου του, καί νά κά­ψη ἕ­να κομ­μα­τά­κι ἀ­πό τό φε­λώ­νι νά τό θυ­μιά­ση. Ἔ­κα­νε ὅ­πως τῆς εἶ­πε ὁ ἅ­γιος καί τό παι­δί της ἔ­γι­νε κα­λά.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Ἀδολεσχία εὐχῆς καί Ψαλτηρίου

Τό κομ­πο­σχοί­νι εἶ­χε λει­ώ­σει στά χέ­ρια τους ἀ­πό τήν χρήση. Ἐ­πί τριά­ντα χρό­νια συ­νε­χῶς ἐ­πα­να­λάμ­βα­ναν τήν εὐ­χή, τό «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με». Εἶ­χαν ἀ­πο­κτή­σει καλή πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση. Ὅ­ταν μι­λοῦ­σαν ἔ­νιω­θες ὅ­τι ἡ εὐ­χή τους δέν στα­μα­τοῦ­σε, ἦ­ταν ἀ­πορ­ρο­φη­μέ­νοι ἀ­πό τή νο­ε­ρά τους ἐρ­γα­σί­α.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – α΄. Πατήρ Βασίλειος ὁ θαυματουργός

Ὁ παπα–Βα­σί­λης πού τόν πε­ρί­με­νε, τόν ρώ­τη­σε μέ ἀ­πο­ρί­α πῶς ἄ­νοι­ξαν οἱ πόρ­τες. «Γι­ά μᾶς οἱ κλει­δα­ρι­ές δέν ἰ­σχύ­ουν. Πᾶ­με στήν ἐκ­κλη­σί­α νά μέ κοι­νω­νή­σης».

«Χριστός Ἀνέστη καί δαίμονες φρίττουσι»

Ο κ. Ἀ­πό­στο­λος δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι κά­ποι­α χρο­νιά γι­όρ­τα­σε μό­νος του τό Πά­σχα, μα­κρυ­ά ἀ­πό τήν οἰ­κο­γέ­νειά του, γι᾿ αὐ­τό ἦ­ταν στε­νο­χω­ρη­μέ­νος. Ἐ­πέ­στρε­φε στό σπί­τι του καί σέ μιά ἐ­ρη­μιά βρῆ­κε στόν δρό­μο του ἕ­να προ­σκυ­νη­τά­ρι.

Η Παναγία έδιωξε την θανατηφόρο γρίπη

‘Η Παναγία έδιωξε την θανατηφόρο γρίππη” . Από το βιβλίο: ”ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ” Τόμος Α΄ | Άγιον Όρος 2019
Κεφάλαιο: ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ. Σελίδες(σε αφήγηση): 334 & 335

Ασκητές μέσα στον Κόσμο Α’ – η΄. Σωτήριος Βακουφτσῆς

Κα­τά­λα­βε τήν ση­μα­σί­α τοῦ ὀ­νεί­ρου καί πῆ­γε τή νύ­χτα στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, πού εἶ­ναι δί­πλα στήν πλα­τεῖ­α. Στά­θη­κε στό στα­σί­δι, προ­σευ­χή­θη­κε γι­ά λί­γο καί εἶ­πε στήν γυ­ναῖ­κα του: «Πᾶ­με νά φύ­γου­με, τό παι­δί θά γί­νη κα­λά». Καί ὄντως ἐνῶ πή­γαι­ναν γιά τό σπί­τι, τό ἄ­φη­σε ὁ πυ­ρε­τός.

Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – ε΄. Πατήρ Ἠλίας Διαμαντίδης ὁ μυροβλύτης

Βί­α­ζε τόν ἑαυ­τό του πο­λύ στήν προ­σευ­χή. Ἔ­κα­νε κομ­πο­σχοί­νι καί ἔ­τρε­χαν τά δά­κρυ­ά του συ­νέ­χεια. Ἄν κά­πο­τε δέν ξυ­πνοῦ­σε, τόν σκουν­τοῦ­σε ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος λέ­γο­ντας: «Σή­κω, ἡ ὥ­ρα πέ­ρα­σε».

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Ὀνειδισμός ἀνεξομολογήτου

Τό­τε λοι­πόν ξε­πε­τά­χτη­κε ἕ­νας δαι­μο­νι­σμέ­νος καί ἄρ­χι­σε νά λέ­γη: “Θό­δω­ρε, τί θέ­λεις ἐ­σύ ἐ­δῶ; Ἦλ­θε καί ὁ Θό­δω­ρος στόν Κα­ψά­λη!”. (Ἔτσι ἀ­πο­κα­λεῖ τόν ἅ­γιο Γε­ρά­σι­μο ὁ δι­ά­βο­λος). Μετά ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος σ᾿ ἕ­ναν ἄλ­λο δαι­μο­νι­σμέ­νο τοῦ λέ­γει: “Θω­μᾶ, ἀ­κοῦς; Ἦλ­θε καί ὁ Θό­δω­ρος στόν Κα­ψά­λη! Δός του χα­βα­δά­κι!”

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟΣ Α’- «Λύτρον ψυχῆς ἀνδρός ὁ ἴδιος πλοῦτος»

Ὁ μπαρ­μπα–Χρῆ­στος ἀ­να­δεί­χθη­κε κα­λός οἰ­κο­νό­μος. Ἀ­πέ­δει­ξε ἔμπρα­κτα ὅ­τι «ἀ­γα­θός ὁ πλοῦ­τος, ᾧ οὐκ ἔ­στιν ἁ­μαρ­τί­α»[1]. Δά­νει­ζε σέ ὅ­λους τούς χω­ρι­κούς ἄ­το­κα χρή­μα­τα γι­ά με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα. Ἔρ­χονταν νά δα­νει­σθοῦν, πάντα χω­ρίς τό­κο, καί ἀ­πό τά γύ­ρω χω­ριά, ἀ­πό πολ­λά μέ­ρη τῆς Θεσ­σα­λί­ας ἀ­κό­μη καί ἀ­πό τήν Ἤ­πει­ρο.

Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – γ΄. «Ἑλέναμπα» ἡ προορατική

Κα­τά τήν ἐ­πο­χή τοῦ συμ­μο­ρι­το­πο­λέ­μου οἱ ἀντάρ­τες (Κομ­μου­νι­στές) ἦρ­θαν κατ᾿ ἐ­πα­νά­λη­ψη νά κά­ψουν τό χω­ριό, ἀλ­λά μό­λις ἔμ­παι­ναν στό χω­ριό ἄλ­λα­ζαν δι­ά­θε­ση, ἔ­παιρ­ναν τρό­φι­μα καί φεύ­γοντας ἔ­λε­γαν: «Κά­ποι­ος ἅ­γιος σᾶς φυ­λά­ει, δι­ό­τι ἤρ­θα­με νά κά­ψου­με τό χω­ριό καί μό­λις μπή­κα­με, ἄλ­λα­ξε ἡ δι­ά­θε­σή μας»

Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – Ἀποκάλυψη κρυμμένης εἰκόνας

“Νά πᾶς στόν πέ­μπτο ὅρ­μο[1]. Ἐ­κεῖ εἶ­ναι πα­ρα­χω­μέ­νη (θαμ­μέ­νη) ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας. Θά βρεῖς μί­α μαρ­μά­ρι­νη πλά­κα ἄ­σπρη. Θά σέ ὁ­δη­γή­σω ἐ­γώ ἀ­πό ποῦ θά πᾶς. Νά πά­ρης τήν εἰ­κό­να”. Μοῦ ἔ­δει­ξε τήν το­πο­θε­σί­α καί τήν πλά­κα. Ἀλ­λά πῶς νά πά­ω ἐ­κεῖ;

Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – δ΄. Πρεσβυτέρα Κυριακή Γ. Τσιτουρίδου

Ἡ εὐ­λα­βής πρε­σβυ­τέ­ρα, ἐ­νῶ ἔ­τρε­φε τό­σα πει­να­σμέ­να στό­μα­τα, ἡ ἴ­δια ἔ­κα­νε κά­θε μέ­ρα ἐ­νά­τη. Μέ­χρι τόν Ἑ­σπε­ρι­νό δέν ἔ­τρω­γε καί δέν ἔ­πι­νε τί­πο­τε. Πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­παιρ­νε ἀν­τί­δω­ρο καί με­τά ἔ­τρω­γε. Κρέ­ας καί ἀρ­τύ­σι­μα δέν ἔ­τρω­γε πα­ρά μό­νο λα­χα­νι­κά καί φροῦ­τα.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ς΄. Παπα–Γιάννης ὁ ἐξορκιστής

Αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι ἡ προ­σευ­χή του εἰ­σα­κού­ε­ται ἀ­πό τόν Θε­ό καί γι᾿ αὐ­τό γί­νονται θαύ­μα­τα. Ἔ­λε­γε: «Ὅ­ταν ζη­τή­σω ἀ­πό τόν Θε­ό νά ἰ­σο­πε­δώ­ση τό βου­νό δι­ά τῆς προ­σευ­χῆς, τῆς νη­στεί­ας καί τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης, θά ἰ­σο­πε­δω­θῆ. Ὁ ἄν­θρω­πος, ὅ­ταν τη­ρή­ση αὐ­τά τά τρί­α εἶ­ναι ἀ­πό τώ­ρα στόν πα­ρά­δει­σο».

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Ἔμαθε νά διαβάζη ὑπερφυσικά

»Ὕ­στε­ρα ἔ­πε­σα νά κοι­μη­θῶ καί εἶ­δα στόν ὕ­πνο μου ὅ­τι βρέ­θη­κα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἐκεῖ ἀντί­κρυ­σα στήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη τόν Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο ὁ­λο­ζώντα­νο σέ φυ­σι­κό μέ­γε­θος. Μέ ἔ­πια­σε με­γά­λος φό­βος. Βλέ­πω νά ἔρ­χε­ται κοντά μου ἕ­νας Δε­σπό­της μέ ἄμ­φια καί πα­τε­ρί­τσα, κρα­τοῦ­σε ἕ­να Χρυ­σό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί ἄ­στρα­φτε ὁ­λό­κλη­ρος. Μοῦ ἔδωσε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί­ μοῦ εἶ­πε:

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Διόρθωση βλασφήμου

Ο Μιχαήλ … κά­τοι­κος Σμύρ­νης πρίν ἀπό τήν Ἀνταλ­λα­γή, κά­ποι­α μέ­ρα πῆ­γε νά ὀρ­γώ­ση τό χω­ρά­φι του μέ τά βό­δια. Σέ μιά στιγ­μή τό ὑνί[1] σκά­λω­σε κά­που, τά βό­δια δέν προ­χω­ροῦ­σαν καί ὁ ἴδιος δέν ­μπο­ροῦ­σε νά βγά­λη τό ὑ­νί ἀ­πό τό χῶ­μα. Ἀφοῦ κου­ρά­στη­κε καί ἀ­γα­νά­κτη­σε, ἄρ­χι­σε νά βλα­στη­μᾶ τόν Χρι­στό καί­ τούς Ἁ­γί­ους.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Τιμωρία βλασφήμου

Ἀ­πό κα­κή συ­νή­θεια μέ κά­ποι­α ἀ­φορ­μή ὁ ἄν­δρας βλα­σφή­μη­σε τά θεῖα καί τό­τε ἀ­μέ­σως πα­ρου­σι­ά­στη­καν μπρο­στά του δαί­μο­νες, τόν ἅρ­πα­ξαν καί τόν πῆ­γαν σέ μί­α σπη­λιά πού βρί­σκε­ται πά­νω ἀ­πό τό χω­ριό. Ἐ­κεῖ ἦ­ταν κα­τοι­κί­α δαι­μό­νων.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Ἐμφάνιση τῆς Παναγίας στό Ἀλβανικό Μέτωπο

Ἐ­γώ ὅ­λως μη­χα­νι­κῶς ἔ­λα­βον θέ­σιν ἡ­μι­γο­νυ­πε­τῆ, ἵ­να ἀ­σπα­σθῶ τήν δε­ξιάν της. Ἐκ τῆς συγ­κι­νή­σε­ως οἱ ὀ­φθαλ­μοί μου ἐ­δά­κρυ­ζον, οἱ πό­δες καί τά χεί­λη μου ἔ­τρε­μον ἐ­πί πολ­λήν ὥ­ραν. Ἤ­κου­σα νά ὁ­μι­λῆ: «Εἶ­μαι ἡ Πα­να­γί­α. Μή φο­βᾶ­σαι, παι­δί μου. Ἐ­γώ ἐ­νε­φα­νί­σθην νά σοῦ εἰ­πῶ τρεῖς λό­γους, τούς ὁ­ποί­ους νά μή λη­σμο­νή­σῃς.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Ἑπτάκις ἐσώθη

Ὁ πα­τέ­ρας μου κιν­δύ­νε­ψε νά θα­να­τω­θῆ ἑ­πτά φο­ρές. Προ­τί­μη­σε τόν θά­να­το, παρά νά ὑποκύψη στούς ἐκ­βια­σμούς τῶν Τούρ­κων νά βε­βη­λώ­ση τίς ἅ­γι­ες εἰ­κό­νες. Ἔ­φθα­νε μέ­χρι τήν καρ­μα­νι­ό­λα καί πά­ντα τήν τε­λευ­ταί­α στιγ­μή κά­ποι­ος τοῦ χά­ρι­ζε τήν ζωή. Ἦταν δί­και­ος καί πι­στός ἄν­θρω­πος.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Κατά τήν πίστη καί τά θαύματα

Τό­τε τό τουρ­κά­κι συγ­κλο­νί­σθη­κε καί ὡ­μο­λό­γη­σε: «Ἀ­φέντη, ἡ πί­στη ἐ­σᾶς τῶν χρι­στια­νῶν εἶ­ναι με­γά­λη. Τό νε­ρό δέν εἶ­ναι ἀ­πό τό ἁ­γί­α­σμα». Ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νος τό δέ­χθη­κε ὡς ἁ­γί­α­σμα καί κα­τά τήν πί­στη του ἔ­γι­νε καί ἡ θε­ρα­πεί­α τοῦ ζώ­ου.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Ὁ ἅγιος Γεώργιος ἐλευθερώνει αἰχμάλωτο

Τόν πα­τέ­ρα μου, πρίν προ­λά­βη νά φύ­γη γι­ά τήν Ἑλ­λά­δα, τόν ἔ­πια­σαν ὡς ἀντάρ­τη καί τόν ἔ­κλει­σαν στό κρα­τη­τή­ριο ὁ­λο­μό­να­χο. Οἱ στιγ­μές πού περ­νοῦ­σε ἦ­ταν γε­μᾶ­τες φό­βο καί ἀ­γω­νί­α. Ξαφ­νι­κά ἔ­λαμ­ψε κά­τι σάν ἀ­στρα­πή καί ἀ­κού­στη­κε ἕ­νας θό­ρυ­βος. Μι­σο­κοι­μι­σμέ­νος ἄ­κου­σε κά­ποι­ο ψί­θυ­ρο:

Σελίδες