ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟΣ Α’- «Λύτρον ψυχῆς ἀνδρός ὁ ἴδιος πλοῦτος»

Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’

Χρῆ­στος Μ., γνω­στός μέ τό πα­ρω­νύ­μιο «παπ­ποῦς Τά­κας», ὑ­πῆρ­ξε ὁ με­γα­λύ­τε­ρος Αὐ­ρι­ώ­της εὐ­ερ­γέ­της. Ἀ­πό νέ­ος ξε­νη­τεύ­θη­κε στήν Ἀ­με­ρι­κή, ὅ­που μέ τήν ἐρ­γα­τι­κό­τη­τα καί τήν ἐ­ξυ­πνά­δα του ἄ­νοι­ξε δι­κό του κα­τά­στη­μα μέ με­γά­λη κί­νη­ση. Εἶ­χε ὡς συ­νε­ταῖ­ρο ἕ­ναν ἔμ­πι­στο Ἰ­τα­λό, τόν Δο­μή­νι­κο, καί γι­ά ὑ­πάλ­λη­λους ἔ­παιρ­νε φτω­χά παι­διά ἀ­πό τό χω­ριό. Γύ­ρι­σε στήν γε­νέ­τει­ρά του μέ πολ­λά χρή­μα­τα. Ἀλ­λά τόν πλοῦ­το δέν τόν κρά­τη­σε γι­ά νά περ­νᾶ ἄ­νε­τα αὐ­τός σάν τόν πλού­σιο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ὁ μπαρ­μπα–Χρῆ­στος ἀ­να­δεί­χθη­κε κα­λός οἰ­κο­νό­μος. Ἀ­πέ­δει­ξε ἔμπρα­κτα ὅ­τι «ἀ­γα­θός ὁ πλοῦ­τος, ᾧ οὐκ ἔ­στιν ἁ­μαρ­τί­α»[1]. Δά­νει­ζε σέ ὅ­λους τούς χω­ρι­κούς ἄ­το­κα χρή­μα­τα γι­ά με­γά­λο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα. Ἔρ­χονταν νά δα­νει­σθοῦν, πάντα χω­ρίς τό­κο, καί ἀ­πό τά γύ­ρω χω­ριά, ἀ­πό πολ­λά μέ­ρη τῆς Θεσ­σα­λί­ας ἀ­κό­μη καί ἀ­πό τήν Ἤ­πει­ρο.

Ἦ­ταν μί­α πραγ­μα­τι­κή τρά­πε­ζα πού δά­νει­ζε ἄ­το­κα σέ ὅ­λους ἀ­δι­α­κρί­τως. Ἔτσι δι­ευ­κό­λυ­νε καί βο­η­θοῦ­σε τούς φτω­χούς σέ κεῖ­να τά δύ­σκο­λα χρό­νια. Ἐ­πί πλέ­ον πλή­ρω­νε μέ δι­κά του ἔ­ξο­δα μα­στό­ρους καί ἔ­φτια­χναν δρό­μους καί καλ­ντε­ρί­μια στό χω­ριό. Ἔντυ­νε φτω­χά παι­διά καί προί­κι­ζε ὀρ­φα­νά κο­ρί­τσια. Δώ­ρη­σε τό οἰ­κό­πε­δο ὅ­που κτί­στη­κε τό και­νού­ργιο σχο­λεῖ­ο, κα­θώς καί ἄλ­λο οἰ­κό­πε­δο 14 στρεμ­μά­των καί ἕ­να χω­ρά­φι, τά λε­γό­με­να σχο­λι­κά, γι­ά νά ἔ­χη ἔ­σο­δα καί πό­ρους τό σχο­λεῖ­ο. Γι᾽ αὐ­τό στήν κη­δεί­α του προ­πέμ­φθη­κε τι­μη­τι­κά ἀ­πό ὁ­λό­κλη­ρο τό σχο­λεῖ­ο. Εἰς ἔν­δει­ξη εὐ­γνω­μο­σύ­νης κα­τέ­θε­σαν στε­φά­νι στόν τά­φο τοῦ ἀ­οι­δί­μου εὐ­ερ­γέ­του καί ἀ­νήρ­τη­σαν τήν φω­το­γρα­φί­α του στό σχο­λεῖ­ο.

Ὁ μπαρ­μπα–Χρῆ­στος δέν ἀ­πέ­κτη­σε παι­διά. Υἱ­ο­θέ­τη­σε τόν ἀ­νη­ψιό του Ἰ­ω­άν­νη καί τοῦ ἄ­φη­σε δι­α­θή­κη νά δί­δη κά­θε χρό­νο μί­α πο­σό­τη­τα σι­τα­ριοῦ στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ὅ­σο ζοῦ­σε ὁ ἴ­διος βο­η­θοῦ­σε τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­θό­ρυ­βα. Ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε ὁ ἐγ­γο­νός του νά γί­νη για­τρός γι­ά νά ἐ­ξε­τά­ζη δω­ρε­άν τούς ἀρ­ρώ­στους τοῦ χω­ριοῦ.

Ὁ μπαρ­μπα–Χρῆ­στος δέν προ­σπά­θη­σε νά αὐ­ξή­ση τόν πλοῦ­το του το­κί­ζοντας τά χρή­μα­τά του, ἀ­γο­ρά­ζοντας ἀ­κί­νη­τα καί κά­νοντας ἐ­πι­χει­ρή­σεις, ἀλ­λά νά βο­η­θή­ση τούς φτω­χούς. Λό­γῳ τῶν τό­τε δύ­σκο­λων κα­τα­στά­σε­ων ἔ­χα­σε τά χρή­μα­τά του, ἐπτώ­χευ­σε καί ἀντι­με­τώ­πι­σε ἀ­γόγ­γυ­στα τίς δυ­σκο­λί­ες μέ­χρι τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του.

Τά κα­λά ἔρ­γα μέ­νουν καί ἀ­μεί­βονται ἀ­πό τόν Θε­ό. Ὁ μπαρ­μπα–Χρῆ­στος «τάς ἁ­μαρ­τί­ας του ἐ­λύ­τρω­σε ἐν οἰ­κτιρ­μοῖς πε­νή­των»[2]. Ἔ­χει τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη τοῦ χω­ριοῦ καί τό σχώ­ριο (εὐ­χή συγ­χω­ρη­τι­κή) ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους πού βο­ή­θη­σε. Κα­τά τό ψαλ­μι­κό «ἐ­σκόρ­πι­σεν, ἔ­δω­κε τοῖς πέ­νη­σιν, ἡ δι­και­ο­σύ­νη αὐ­τοῦ μέ­νει εἰς τόν αἰ­ῶ­να»[3].

[1]. Σο­φί­α Σει­ράχ ιγ΄, 24.

[2]. Πρβλ. Δανιήλ, δ΄, 24.

[3]. Ψαλμ. ρια΄, 9.

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα

 

ΤΟ ΤΑΜΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ.

Ἡ Δ΄ Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Νομίζει ἑαυτὴν εὐτυχῆ γενομένη ὄργανον, δι᾿ οὗ τὸ Ἔθνος ἐκπληροῖ τὸ πλέον ἐφετὸν τῶν χρεῶν του, δη­λα­δὴ τὸ νὰ ἀναπέμψῃ τὴν εὐγνωμοσύνην του πρὸς τὸν Θε­όν, Ὅστις ἔδειξε τοσαῦτα θαύματα διὰ νὰ τὸ σώσῃ.

 Κατὰ συνέπειαν, ἡ Δ΄  Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις ψηφίζει:

Α΄. Ὅταν ἡ τοπικὴ περιφέρεια τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ καθέ­δρα τῆς Κυβερνήσεώς της κατασταθῶσιν ὁρι­στι­κῶς, οἱ δὲ οἰκονομικοὶ πόροι τοῦ κράτους τὸ ἐπιτρέ­ψω­σιν, ἡ Κυβέρνησις θέλει διατάξει νὰ ἐγερθῇ εἰς τὴν κα­θέ­δραν εἷς Ναὸς ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Σωτῆρος.

 

(ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, τόμος 4ος. Δ΄ ἐν Ἄργει Ἐθνικὴ Συνέλευσις 1828-1829,

-Δεύτερος τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων, σελ. 116)

Ὅταν οἱ ὑπεύ­θυ­νοι ἐνθυ­μη­θοῦν νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν τό λη­σμο­νη­μένο καί ἀνεκ­πλή­­ρω­το τάμα τοῦ Ἔθ­νους καί ἀρχίση ἡ ἀνοικο­δό­μη­ση τοῦ Ναοῦ, τά ἔσοδα ἀπό τήν διάθεση τοῦ παρόντος βι­­βλί­­ου θά διατεθοῦν γιά ἕνα λιθαράκι στό Ναό τοῦ Σω­τῆ­ρος μας Χριστοῦ.