Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

      Eἶ­πε Γέ­ρων: «Πα­λαι­ά ἦ­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κά τά  πράγ­μα­τα· δέν ἦταν ὅ­πως τώ­ρα. Οἱ κα­λό­γε­ροι τό­τε ἦ­ταν ἀ­γράμ­μα­τοι καί ἦ­ταν ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι. Ἔ­κα­ναν πε­ρισ­σό­τε­ρη ὑ­πα­κο­ή. Τώ­ρα ἔ­χουν ὀρ­θο­λο­γι­σμό, δέν τούς κά­νεις κα­λά. Ὁ Ἡ­γού­με­νος ἔ­λε­γε: “Πε­νῆν­τα πέν­τε δέν μᾶς φέρ­νουν δυ­σκο­λί­α, ὅ­σο αὐ­τός ὁ ἐγ­γράμ­μα­τος”».

*

      Eἶ­πε Γέ­ρων: «Ὅ­σες φο­ρές κο­πί­α­σα δέν αἰ­σθάν­θη­κα τόν κό­πο. Ἤ­μουν στόν κό­σμο κα­χε­κτι­κός, ὅ­μως ἡ θεί­α χά­ρις μέ δυ­να­μώ­νει καί εἶ­μαι ἀ­κού­ρα­στος. Γογ­γύ­ζω καί ἐ­γώ καμ­μί­α φο­ρά, ἀλ­λά λέ­ω στόν  ἑαυ­τό μου: “Σκά­σε καί κά­νε τήν δου­λειά σου”. Εἴ­μα­στε κα­κο­μοί­ρη­δες σή­με­ρα. Δέν ἔ­χου­με θυ­σί­α. Πρέ­πει νά θυ­σι­α­ζώ­μα­στε γιά τόν ἄλ­λον. Ὅ­λο δι­και­ο­λο­γού­μα­στε. Ὅ­λο φι­λά­σθε­νοι φαι­νό­μα­στε. Ὁ Γέ­ρον­τας λέ­ει ὅτι σή­με­ρα εἴμαστε “ἀρ­ρω­στη­μέ­νη γε­νε­ά”».

*

      Eἶ­πε Γέ­ρων: «Πα­λαι­ά οἱ πα­τέ­ρες ἦ­ταν συγ­χω­ρη­τι­κοί. Μπο­ρεῖ ὡς ἄν­θρω­ποι νά πα­ρε­ξη­γοῦν­ταν γιά μία στιγ­μή, ἀλ­λά ἀ­μέ­σως με­τά συγ­χω­ροῦν­ταν. Δέν κρα­τοῦ­σαν τί­πο­τε. Τώ­ρα ὑ­πάρ­χουν δυ­στυ­χῶς καί με­ρι­κοί, πού γιά ἕ­να χρό­νο δέν μι­λι­οῦν­ται, οὔ­τε κἄν ἕ­να “εὐ­λο­γεῖ­τε”. Πολ­λοί σή­με­ρα εἴ­μα­στε ἀ­γω­νι­στές, ἀλ­λά στήν πα­ρα­κο­ή, στό θέ­λη­μα. Καί οἱ πα­λαι­οί εἶ­χαν πα­ρα­ξε­νι­ές καί πά­θη, ἀλ­λά ὑ­πε­ρί­σχυ­αν οἱ ἀ­ρε­τές τους καί ἡ ἁ­πλό­τη­τά τους. Πα­λαι­ά βγαί­να­με νά κα­θή­σου­με λί­γο στό κι­ό­σκι καμ­μία φο­ρά. Ἐ­μεῖς οἱ νέ­οι τό­τε κα­θό­μα­σταν κά­τω στό πε­ζού­λι καί τά γε­ρον­τά­κια ψη­λό­τε­ρα, κά­τω ἀ­πό τό κι­ό­σκι. Ὅμως δέν εἶ­χε, ὅ­πως τώ­ρα, κου­τσομ­πο­λιά. Ἄ­κου­γες σο­βα­ρές κου­βέν­τες ἀ­πό τά γε­ρον­τά­κια. Οἱ νέ­οι σή­με­ρα δέν δέ­χον­ται συμ­βου­λές».

*

      Eἶ­πε Γέ­ρων: «Εἶ­ναι με­ρι­κοί νέ­οι κα­λό­γε­ροι πού θέ­λουν νά μή δι­οι­κοῦν­ται. Ἀλ­λά κα­λό­γε­ρος πού δέν ὑ­πο­τάσ­σε­ται, δέν εἶ­ναι κα­λό­γε­ρος. Ἐ­γώ ἔ­κα­να σα­ραν­τα­πέν­τε χρό­νια ὑ­πο­τα­κτι­κός καί τό­τε ἤ­μουν ἀ­μέ­ρι­μνος, δι­ό­τι, ὅ,τι καί ἄν μοῦ συ­νέ­βαι­νε, ἔ­λε­γα ”ἔχω Γέ­ρον­τα”. Τώ­ρα, ὅ,τι καί νά συμ­βῆ, ἔ­χω ἐ­γώ τήν εὐ­θύ­νη.

»Σή­με­ρα ἔ­χουν ἀλ­λά­ξει τά πράγ­μα­τα. Ἀ­γα­ποῦ­με τόν κό­σμο καί βγαί­νο­με συ­χνά ἔ­ξω. Ὅ­λα τά ἔ­χο­υμε, ἀλ­λά κα­λο­γε­ρι­κή δέν ἔ­χου­με. Γι᾿ αὐ­τό φταί­ει ἴ­σως ὁ κό­σμος ὁ πο­λύς πού ἔρ­χε­ται καί ἡ ἀ­φθο­νί­α τῶν ἀ­γα­θῶν πού δέν στε­ρού­μα­στε τί­πο­τε.

 »Ὁ Γέ­ρον­τάς μου ἔ­λε­γε σέ κά­ποι­ον: “Δέν θά ἀφή­σω δραχ­μή στά κα­λο­γέ­ρια μου. Ὅ­πως δού­λε­ψα ἐ­γώ τό­σα χρό­νια, νά δου­λέ­ψουν καί αὐ­τοί γιά νά συντηρηθοῦν. Ὅ­σοι ἄ­φη­σαν λε­φτά, μετά τά κα­λο­γέ­ρια τους τά πέ­τα­ξαν καί βγῆ­καν στόν κό­σμο”. Θε­ός σχω­ρέ­σοι τον. Πή­ρα­με  τήν εὐ­χή του καί ὅ­λα πᾶ­νε κα­λά».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα