Ρήσεις και Διηγήσεις Αγίου Παϊσίου (σνβ-σνζ). Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

σνβ’

«Πῶς θά ἀ­πο­κτή­σου­με ζῆ­λο; Ἄν φύ­γη ὁ ἄλ­λος ζῆ­λος, ἡ ζή­λεια δη­λα­δή».

σνγ’

«Τόν π. Πορ­φύ­ριο τόν ἔ­χω δεῖ δύο τρεῖς φο­ρές. Σέ πολ­λούς πε­ρι­έ­γρα­ψε τό σπί­τι καί τό χω­ριό τους. Σέ ἄλ­λους ἀ­πε­κά­λυ­ψε ποῦ ὑ­πάρ­χει νε­ρό καί ἔ­σκα­ψαν καί τό βρῆ­καν. Σέ ἕ­ναν μέ τρί­α πτυ­χί­α τοῦ εἶ­πε ὅ­λα τά προ­βλή­μα­τα πού εἶ­χε καί τόν βο­ή­θη­σε πο­λύ, ἐ­νῶ ἄλ­λοι Πνευ­μα­τι­κοί δέν μπό­ρε­σαν νά τόν βο­η­θή­σουν. Κά­πο­τε περ­νών­τας ἀ­πό ἕ­να μέ­ρος, ὅ­που ἔ­σκα­βε μί­α μπουλ­ντό­ζα, εἶ­πε: “Προ­σέξ­τε, μέ­σα στό χῶ­μα εἶ­ναι ἕ­νας Σταυ­ρός. Προ­σέξ­τε νά μήν τόν σπά­σε­τε”».

σνδ’

Ὅ­ταν γί­νον­ταν προ­τά­σεις στόν πα­πα Ἐ­φραίμ τόν Κα­του­να­κι­ώ­τη νά γί­νη Ἡ­γού­με­νος τῆς Λαύ­ρας, ὁ π. Πα­ΐ­σιος εἶ­πε σέ κά­ποι­ον: «Ὁ πα­πα–Ἐ­φραίμ εἶ­ναι ὄν­τως ἕ­νας με­γά­λος πνευ­μα­τι­κός πλοῦ­τος. Εἶ­ναι ἕ­να με­γά­λο πνευ­μα­τι­κό ἀ­νά­στη­μα στό Ἅ­γιον Ὄρος. Ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τά πνευ­μα­τι­κά καί ὠ­φε­λεῖ πολ­λές ψυ­χές. Φο­βοῦ­μαι ὅ­τι, ἄν γί­νη Ἡ­γού­με­νος, μέ τίς πολ­λές μέ­ρι­μνες καί τίς συ­νε­χεῖς ὑ­λι­κές ἀ­σχο­λί­ες θά χά­σει πο­λύ. Ὅ­μως δέν τό λέ­ω σέ ἄλ­λους, για­τί θά μέ πα­ρε­ξη­γή­σουν. Θά νο­μί­σουν ὅ­τι δέν θέ­λω νά γί­νη Ἡ­γού­με­νος».

Σέ γνω­στό τοῦ πα­πα Ἐ­φραίμ, πού πέ­ρα­σε ἀπό τόν π. Πα­ΐ­σιο εἶ­πε: «Νά πῆς στόν πα­πα Ἐ­φραίμ ὅ­τι δέν εἶ­ναι θέ­λη­μα Θε­οῦ νά γί­νη Ἡ­γού­με­νος». Καί ὅ­ταν πῆ­ρε τό μή­νυ­μα ὁ πα­πα Ἐ­φραίμ, ἀ­πάν­τη­σε: «Εὐ­χα­ρι­στῶ τόν γε­ρω Πα­ΐ­σιο. Καί ἐ­γώ ξέ­ρω ὅ­τι δέν εἶ­ναι θέ­λη­μα Θε­οῦ νά γί­νω Ἡ­γού­με­νος».

σνε’

«Ἦ­ταν ἕ­νας μο­να­χός Κρη­τι­κός στοῦ Φι­λο­θέ­ου. Ὁ κα­η­μέ­νος σάν λα­ϊ­κός εἶ­χε κά­ψει ἕ­ναν Τοῦρ­κο στόν φοῦρ­νο. Ἔ­γι­νε μο­να­χός με­τά, ζοῦ­σε πο­λύ πνευ­μα­τι­κή ζω­ή καί συ­νέ­χεια πα­ρα­κα­λοῦ­σε τόν Θε­ό νά τόν κά­ψη. Παρ᾿ ὅ­λο πού εἶ­χε συγ­χω­ρε­θῆ ἡ ἁ­μαρ­τί­α του, αὐ­τός ἀ­πό πνευ­μα­τι­κή ἀρ­χον­τιά ζη­τοῦ­σε νά τόν κά­ψη∙ καί ὁ Θε­ός τοῦ ἔ­κα­νε τό χα­τή­ρι.

»Μία στιγ­μή στό Μο­να­στή­ρι βλέ­που­με κα­πνό. Ἔ­τρε­ξαν οἱ κο­σμι­κοί, ἔ­τρε­ξα καί ἐ­γώ νά ἑ­τοι­μά­σω δο­χεῖ­α, για­τί ἤ­μουν ἀ­πο­θη­κά­ριος, εἶ­χα δι­α­κό­νη­μα. Φαί­νε­ται κα­θό­ταν ὁ κα­η­μέ­νος στήν φω­τιά καί ἡ κα­στα­νιά πέ­τα­ξε σκαν­τζα­λῆ­θρες καί πῆ­ρε φω­τιά. Δέν μπό­ρε­σε νά τήν σβή­ση. Πῆ­γε νά βγῆ ἔ­ξω, ἀλ­λά τόν ἔ­πνι­ξε ὁ κα­πνός καί ἔ­πε­σε κά­τω. Εἶ­χε γί­νει σάν τό ψη­τό ἀρ­νά­κι. Τόν ἄ­κου­σε ὁ Θε­ός, για­τί συ­νέ­χεια πα­ρα­κα­λοῦ­σε τόν Θε­ό νά τόν κά­ψη καί ὁ Θε­ός τά οἰ­κο­νό­μη­σε».

σνς’

«Ἕ­νας Γέ­ρον­τας σέ κά­ποι­ο Κελ­λί βγῆ­κε ἄ­λυω­τος, για­τί τήν ὥ­ρα τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας ἔ­στελ­νε τά κα­λο­γέ­ρια του γιά ψά­ρε­μα».

σνζ’

«Ἔ­κα­να τήν ἐ­κτα­φή κά­ποι­ου Γέ­ρον­τα Ρου­μά­νου καί, μό­λις πῆ­γα νά πιά­σω τήν κά­ρα, εἶ­δα ὅ­τι ἦ­ταν ἄ­λυ­ω­τος. Φώ­να­ξα ἕ­ναν Γέ­ρον­τα καί εἶ­πε νά τόν θά­ψου­με πιό δί­πλα. Προ­σπα­θού­σα­με νά βροῦ­με τά αἴ­τια. Ὁ­πό­τε βρή­κα­με στά βι­βλί­α του ἕ­να βι­βλί­ο ἀ­πό τήν Σκή­τη τοῦ Προ­δρό­μου, πού εἶ­χε γραμ­μέ­νο ἀ­φο­ρι­σμό γιά κεῖ­νον πού θά τό πά­ρει. Τό ἐ­πέ­στρε­ψα καί με­τά ἀ­πό λί­γο και­ρό ἔ­λυ­ω­σε τό σῶ­μα».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα