Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Ὁ γε­ρω–Ἀ­να­νί­ας

 

Στό Κελ­λί τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου τό ἐ­πο­νο­μα­ζό­με­νον τῶν Σκουρ­ταί­ων, ἄ­νω­θεν τῶν Κα­ρε­ῶν, ἀ­σκή­θη­κε ὁ π. Παρ­θέ­νιος καί με­τά θά­να­τον εὐ­ω­δί­α­σαν τά Λεί­ψα­νά του. Στό ἴ­διο Κελ­λί ἐ­κοι­μή­θη καί ἐ­τά­φη καί ὁ ὅ­σιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της. 

Στό αὐ­τό Κελ­λί ἔ­ζη­σε καί ἐ­κοι­μή­θη σέ ἡ­λι­κί­α 107 ἐ­τῶν καί ὁ ἐ­νά­ρε­τος καί εὐ­λα­βής γέ­ρω–Ἀ­να­νί­ας. Ὑ­πῆρ­ξε με­γά­λος νη­στευ­τής καί τα­πει­νή ψυ­χή. Ἔ­τρω­γε μί­α φο­ρά τήν ἡ­μέ­ρα καί μά­λι­στα λί­γο. Προ­τι­μοῦ­σε κυ­ρί­ως τά χόρ­τα. Κρα­σί ἔ­πι­νε, ὅ­ταν εἶ­χε κα­τά­λυ­ση σ᾿ ἕ­να φλυ­τζά­νι τοῦ κα­φέ γιά εὐ­λο­γί­α.   

 Ὁ γε­ρω–Ἀ­να­νί­ας ἦ­ταν 90 χρό­νων ὅ­ταν πῆ­ρε ὑ­πο­τα­κτι­κό, τόν ὁ­ποῖ­ον συμ­βο­ύ­λευ­ε: «Μήν κά­νης πα­ρέ­α μέ κο­σμι­κούς. Καί Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου νά κα­τέ­βη, μπο­ρεῖ καί νά χα­λά­ση στίς Κα­ρυ­ές, ὅ­ταν κά­νη πα­ρέ­α μέ το­ύς κο­σμι­κο­ύς. Εἶ­δαν πολ­λά τά μά­τια μου».  

Ὅ­ταν ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του ἀρ­γοῦ­σε νά γυ­ρί­ση ἀ­πό τίς Κα­ρυ­ές, δέν τοῦ ἄ­νοι­γε. Ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἔ­λε­γε: «Εὐ­λό­γη­σον, ἄλ­λη φο­ρά δέν θ᾿ ἀρ­γή­σω», καί τό­τε ἄ­νοι­γε καί κλαί­γον­τας ρω­τοῦ­σε: «Για­τί ἄρ­γη­σες; Ἐγώ σέ ἀ­γα­πῶ. Ποι­ός εἶ­ναι ὁ προ­ο­ρι­σμός μας; Για­τί ἐγ­κα­τα­λεί­ψα­με τά πάν­τα καί ἤρ­θα­με ἐ­δῶ; Γιά νά γυ­ρί­ζου­με σουρ­τού­κη­δες ἀ­πό δῶ καί ἀ­πό κεῖ;». 

Κρα­τοῦ­σε πάν­τα τό κομ­πο­σχο­ί­νι στό χέ­ρι του. Τή νύ­χτα ψι­θύ­ρι­ζε συ­νε­χῶς τήν εὐ­χή καί τόν ἄ­κου­γε ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του πού κοι­μό­ταν στό ἴ­διο Κελ­λί. Τήν ἀ­κο­λου­θί­α δέν τήν ἄ­φη­νε, μέ­χρι πού βγῆ­κε ἡ ψυ­χή του. Δι­ά­βα­ζε ὄρ­θιος ἀ­κουμ­πών­τας τά χέ­ρια του στό τρα­πέ­ζι. Ἅ­μα κου­ρα­ζό­ταν, κα­θό­ταν στό κρεβ­βά­τι καί ἔ­κα­νε κομ­πο­σχο­ί­νι. Ἔ­πει­τα συ­νέ­χι­ζε τήν ἀ­κο­λου­θί­α.  

Ἔ­λε­γε ὁ γε­ρω–Ἀ­να­νί­ας: «Ἄν φύ­γη ἕ­να κα­λο­γέ­ρι ἀ­πό τόν Γέ­ρον­τά του, πρέ­πει ὁ Γέ­ρον­τας νά λυ­ώ­ση τρί­α ζευ­γά­ρια πα­πού­τσια γιά νά τόν βρῆ καί νά τόν φέ­ρη πί­σω. Μόνο τότε δέν ἔ­χει ἁ­μαρ­τί­α (εὐ­θύ­νη) ὁ Γέ­ρον­τας ἅ­μα δέν γυ­ρί­ση τό κα­λο­γέ­ρι». 

Ἔ­λε­γε: «Μήν ψά­χνης γιά κα­λο­γέ­ρι. Ἄν εἶ­ναι νἄρ­θη, θά σοῦ τό στεί­λει ὁ Ἅ­γιος τοῦ Κελ­λιοῦ». 

Ὅ­ταν ὁ γε­ρω–Ἀ­να­νί­ας ἔ­γι­νε 107 ἐ­τῶν, τοῦ εἶ­πε ὁ για­τρός τήν τε­λευ­ταί­α Σα­ρα­κο­στή: «Φά­ε, Γέ­ρον­τα, για­τί εἶ­σαι ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος». Δέν ἤθελε. «Τί; Χορ­τᾶ­τος νά πά­ω;», εἶ­πε. Προ­γνώ­ρι­σε τήν κοί­μη­σή του. Ἦ­ταν Μ. Πέμ­πτη, καί τόν ρώ­τη­σε ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του π. Νι­κό­δη­μος, τί θέλει νά τοῦ ἑ­τοι­μά­ση νά φά­η. Τοῦ εἶ­πε: «Τί νά ἑ­τοι­μά­σης, ἀ­φοῦ σέ λί­γες μέ­ρες θά πε­θά­νω». Καί μέ ἁ­πλό­τη­τα ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός τόν ρώ­τη­σε: «Γέ­ρον­τα, πῶς ξέ­ρεις ὅ­τι θά πε­θά­νεις; Πό­τε θά πε­θά­νεις;». Σκέ­φθη­κε λί­γο καί ἀ­πάν­τη­σε: «Θά φά­ω καί τό κόκ­κι­νο αὐ­γό καί με­τά». Καί πράγ­μα­τι, γι­όρ­τα­σε τό Πά­σχα, ἔ­φα­γε τό κόκ­κι­νο αὐ­γό καί τήν Δεύ­τε­ρη μέ­ρα τοῦ Πά­σχα ἐ­κοι­μή­θη ἐν Κυ­ρί­ῳ εἰ­ρη­νι­κά. 

Λαυ­ρι­ώ­της Γέ­ρον­τας μαρ­τυ­ρεῖ ὅ­τι, ὅ­ταν ἦ­ταν νέ­ος μο­να­χός, τοῦ ἀ­νέ­θε­σαν ὡς δι­α­κό­νη­μα τό Κοι­μη­τή­ρι. Ἔ­κα­νε τήν ἀ­να­κο­μι­δή ἑ­πτά μο­να­χῶν. Ἑνός ἐξ αὐ­τῶν τά ὀ­στᾶ εἶ­χαν ἔν­το­νη εὐ­ω­δί­α. Τό ὄ­νο­μά του δέν τό θυ­μᾶ­ται ἀ­κρι­βῶς. Ὠ­νο­μά­ζε­το Ἀ­να­νί­ας Ἀ­ζα­ρί­ας

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα